Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή υπήρχε μία λευκή φοράδα στον κόσμο. Αυτή η λευκή φοράδα γέννησε ένα αγόρι. Το θήλασε για επτά χρόνια, και μετά του είπε:
- Γιε μου, βλέπεις αυτό το μεγάλο δέντρο;
- Το βλέπω.
- Να σκαρφαλώσεις στην κορυφή του και να βγάλεις τον φλοιό του.
Το αγόρι ανέβηκε, δοκίμασε αυτό που είπε το λευκή φοράδα, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Τότε η μητέρα του τον θήλασε πάλι για επτά χρόνια και τον ξανά έστειλε πάνω σε ένα πιο ψηλό δέντρο αυτή τη φορά για να βγάλει τον φλοιό του. Το αγόρι τα κατάφερε και το έβγαλε. Και τότε του είπε η λευκή φοράδα:
- Λοιπόν γιε μου, τώρα το βλέπω ότι είσαι αρκετά δυνατός. Θέλω να βγεις στον κόσμο και τότε θα μπορώ κι εγώ να πεθάνω με ήσυχη καρδιά.
Και όντως μετά από λίγο καιρό πέθανε. Το αγόρι έφυγε να γνωρίσει τον κόσμο. Καθώς περπατούσε, βρήκε ένα πυκνό δάσος και μπήκε μέσα. Απλώς τριγυρνούσε, τριγυρνούσε, και τότε έπεσε πάνω σε έναν άντρα που ξερίζωνε τα πιο δυνατά δέντρα σαν να ξερίζωνε τα χορταράκια της κάνναβης.
- Καλημέρα! λέει ο Ασπραλογογιός.
- Καλημέρα! Άκουσα τα νέα για έναν Ασπραλογογιό που είναι, λέει, πολύ δυνατός, εγώ θέλω να τον νικήσω.
- Έλα, εγώ είμαι αυτός για τον οποίο μιλούν.
Πάλεψαν. Αλλά τότε ο Ασπραλογογιός στριφογύρισε τον Αποψιλωτή και τον έριξε αμέσως στο έδαφος.
- Τώρα το βλέπω πως είσαι δυνατότερος από μένα, είπε ο Αποψιλωτής. Αλλά μπορούμε να μοιραστούμε το ψωμί μας, άφησέ με να αναλάβω καθήκοντα κοντά σου και να ταξιδέψουμε μαζί.
Ο Ασπραλογογιός τον προσέλαβε, τώρα ήταν οι δυο τους. Καθώς περπατούσαν, βρήκαν έναν άντρα που άλεθε την πέτρα σαν να ήταν ψωμί.
- Καλημέρα! λέει ο Ασπραλογογιός.
- Καλημέρα! Άκουσα για τον Ασπραλογογιό, Θέλω να τον νικήσω.
- Έλα, εγώ είμαι αυτός!
Πάλεψαν. Αλλά τότε ο Ασπραλογογιός στριφογύρισε τον Πετράλεθο τρεις τέσσερις φορές και τον έριξε αμέσως στο έδαφος.
- Τώρα το βλέπω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα εναντίον σου, είπε ο Πετράλεθος. Αλλά ξέρεις τι, να με πάρεις στην υπηρεσία σου, θα είμαι ο πιο πιστός υπηρέτης σου μέχρι να πεθάνω.
Ο Ασπραλογογιός τον προσέλαβε, τώρα ήταν τρεις. Καθώς περπατούσαν, βρήκαν έναν άντρα που ζύμωνε το σίδερο σαν να ήταν ζύμη.
- Καλημέρα! λέει ο Ασπραλογογιός.
- Καλημέρα! Άκουσα τα νέα για τον Ασπραλογογιό, θέλω να τον νικήσω.
- Έλα, εγώ είμαι αυτός!
Πάλεψαν για πολύ ώρα αλλά δεν μπορούσαν να νικήσουν ο ένας τον άλλον. Προς το τέλος ο Σιδεροζυμώνος έβαλε τρικλοποδιά και έριξε στο έδαφος τον Ασπραλογογιό. Με αυτό, θύμωσε πολύ ο Ασπραλογογιός, πήδηξε πάνω στο Σιδεροζυμώνο και τον έριξε στο έδαφος για να κολλήσει εκεί. Ο Ασπραλογογιός παρόλα αυτά προσέλαβε και αυτόν, τώρα ήταν τέσσερις. Καθώς περπατούσαν, άρχισε να σκοτεινιάζει, σταμάτησαν και αποφάσισαν να μείνουν εκεί για λίγο, έτσι, έφτιαξαν μία καλύβα. Την επόμενη μέρα ο Ασπραλογογιός είπε στον Αποψιλωτή:
- Μείνε εδώ, μαγείρεψε χυλό, εμείς θα πάμε για κυνήγι.
Έφυγαν. Αλλά μόλις ο Αποψιλωτής άναψε φωτιά και άρχισε να φτιάχνει τον χυλό, εμφανίστηκε από το πουθενά ένα μικρό διαβολάκι, ένα ξωτικό. Ήταν πολύ μικρό, αλλά η γενειάδα του ήταν μακρυά, έφτανε σχεδόν μέχρι το έδαφος.
- Είμαι ο Εφτασπιθαμής, δώσε μου αυτόν τον χυλό! Αν δεν το κάνεις, θα σε κάψω με το καζάνι και θα τον φάω απ’ την πλάτη σου!
Ο Αποψιλωτής του το έδωσε αμέσως. Ο Εφτασπιθαμής το έφαγε και του έδωσε πίσω το άδειο καζάνι. Όταν οι άλλοι γύρισαν σπίτι, δεν υπήρχε καθόλου φαγητό, βλέποντας αυτό, θύμωσαν πολύ και χτύπησαν τον Αποψιλωτή, αλλά αυτός δεν τους είπε τον λόγο για τον οποίο δεν υπήρχε χυλός.
Την επόμενη μέρα ο Πετράλεθος έμεινε σπίτι να μαγειρέψει. Μόλις άρχισε να φτιάχνει τον χυλό, ο Εφτασπιθαμής πήγε και σε αυτόν και ζήτησε τον χυλό.
- Δώσε μου αυτόν τον χυλό! Αν δεν το κάνεις, θα το φάω απ’ πλάτη σου!
Αλλά ο Πετράλεθος δεν του το έδωσε. Γι’ αυτό ο Εφτασπιθαμής τον πίεσε στο έδαφος, έβαλε το καζάνι στην πλάτη του και έφαγε τον χυλό από εκεί. Όταν οι άλλοι τρεις πήγαν σπίτι ο Αποψιλωτής γέλαγε επειδή ήξερε ότι πήρε τον χυλό και από αυτόν ο Εφτασπιθαμής.
Την τρίτη μέρα ο Σιδεροζυμώνος έμεινε σπίτι. Αλλά οι άλλοι δύο δεν είπαν ούτε σε αυτόν ούτε στον Ασπραλογογιό γιατί δεν υπήρχε χυλός τις δύο τελευταίες μέρες. Ο Εφτασπιθαμής πήγε και σε αυτόν να ζητήσει τον χυλό. Ο Σιδεροζυμώνος δεν του το έδωσε, γι’ αυτό ο Εφτασπιθαμής, το έχυσε πάνω του και το έφαγε από τη γυμνή κοιλιά του. Μόλις οι άλλοι τρεις γύρισαν σπίτι, χτύπησαν και αυτόν. Ο Ασπραλογογιός δεν ήξερε τον λόγο για τον οποίο δεν είχαν φτιάξει τον χυλό.
Την τέταρτη μέρα έμεινε σπίτι αυτός μόνος του. Οι άλλοι τρεις όλη μέρα γελούσαν με τον Ασπραλογογιό, το ήξεραν ότι ο Εφτασπιθαμής θα πάει και σ’ αυτόν. Και όντως πήγε εκεί, αλλά δεν πέτυχε τον σκοπό του γιατί ο Ασπραλογογιός βρήκε την ευκαιρία και τον έδεσε σε ένα μεγάλο δέντρο, χρησιμοποιώντας για σχοινιά τα ίδια τα γένια του Εφτασπιθαμή. Μόλις οι τρεις φίλοι έφτασαν σπίτι, τους σέρβιρε αμέσως τον χυλό. Όταν έφαγαν όλο το φαγητό, ο Ασπραλογογιός τους είπε:
- Ελάτε μαζί μου, θέλω να σας δείξω κάτι.
Τους οδήγησε στο δέντρο στο οποίο είχε δέσει τον Εφτασπιθαμή, και είδε ότι δεν είναι εκεί αυτός, μόνο η γενειάδα του. Ακολούθησαν αμέσως τα ίχνη του. Έψαχναν για επτά μέρες επτά και νύχτες και τότε βρήκαν επιτέλους μια μεγάλη τρύπα που κατέβαινε στον κάτω κόσμο και από την οποία κατέβηκε ο Εφτασπιθαμής. Συζητούσαν τι να κάνουν, τελικά αποφάσισαν να κατέβουν κάτω στην τρύπα. Ο Αποψιλωτής έφτιαξε ένα καλάθι, έδεσε ένα μεγάλο σχοινί από τα κλαδιά των δέντρων και κατέβηκε κάτω πρώτος . Αλλά είπε στους άλλους να τον τραβήξουν πάνω όταν τραβήξει το σχοινί. Μόλις έφτασε στο ένα τέταρτο του βάθους, τρόμαξε και τον τράβηξαν.
- Πάω κάτω εγώ, λέει ο Πετράλεθος.
Αλλά στο ένα τρίτο του δρόμου τρόμαξε κι αυτός και τον τράβηξαν πάνω. Έτσι, είπε ο Σιδεροζυμώνος:
- Ελάτε τώρα, είστε δειλοί. Να κατεβάσετε εμένα! Δεν φοβάμαι ούτε χίλιους διαβόλους!
Έφτασε στο μισό του δρόμου τρόμαξε και τον τράβηξαν. Τότε, o Ασπραλογογιός είπε:
- Να κατεβάσετε εμένα κάτω, αφήστε με να δοκιμάσω την τύχη μου!
Αυτός δεν φοβήθηκε. Πήγε στον κάτω κόσμο, βγήκε από το καλάθι, και έφυγε να ρίξει μια ματιά τριγύρω. Καθώς περπατούσε από ‘δω και από ΄κει, είδε ένα μικρό σπίτι, μπήκα μέσα, και τότε ποιον είδε; Τον Εφτασπιθαμή. Καθόταν σε μία γωνία βάζοντας στο πηγούνι του κάποιου είδους λάδι. Στη κουζίνα, σε ένα μεγάλο καζάνι, μαγειρευόταν ένας χυλός.
- Λοιπόν, ξωτικό, του λέει ο Ασπραλογογιός, επιτέλους σε βρήκα! Ήθελες να φάς τον χυλό μου από την κοιλιά μου αλλά τώρα ήρθε η ώρα να φάω το δικό σου από την κοιλιά σου.
Άρπαξε τον Εφτασπιθαμή, τον έριξε στο έδαφος, έχυσε τον χυλό στην κοιλιά του, το έφαγε, μετά τον τράβηξε έξω από το σπίτι, τον έδεσε σε ένα δέντρο και έφυγε. Καθώς περπατούσε, βρήκε ένα κάστρο που περιβαλλόταν από ένα χάλκινο λιβάδι και ένα χάλκινο δάσος. Όταν το είδε, μπήκε αμέσως μέσα. Εκεί, βρήκε μια όμορφη πριγκίπισσα, η οποία φοβήθηκε πολύ όταν είδε τον άντρα του πάνω κόσμου.
- Τι ψάχνεις εδώ άντρα του πάνω κόσμου, εδώ ούτε μυρμήγκι δεν περπατά.
- Λοιπόν, απάντησε ο Ασπραλογογιός, κυνήγησα ένα ξωτικό και τελικά ήρθα εδώ.
- Αλίμονο σε σένα που ήρθες εδώ! Ο άρχοντάς μου είναι ένας τρικέφαλος δράκος, αν γυρίσει σπίτι και σε βρει εδώ, θα σε σκοτώσει. Πρέπει να κρυφτείς σύντομα.
- Δεν κρύβομαι, αν γυρίσει, θα παλέψω μαζί του.
Ξαφνικά εμφανίστηκε ο δράκος.
- Ποιος είσαι εσύ; λέει στον Ασπραλογογιό, πρέπει να πεθάνεις τώρα! Ας πολεμήσουμε.
Πολέμησαν. Αλλά ο Ασπραλογογιός έριξε αμέσως τον δράκο στο έδαφος και έκοψε τα τρία του κεφάλια. Μετά, γύρισε στην πριγκίπισσα και της είπε:
- Τώρα σε ελευθέρωσα, έλα μαζί μου στον πάνω κόσμο!
- Δυστυχώς, αγαπητέ μου σωτήρα, λέει η Πριγκίπισσα, έχω δύο αδερφές εδώ τις οποίες απήγαγαν δύο δράκοι. Να τις ελευθερώσεις και ο πατέρας μου θα σου δώσει την ομορφότερη του κόρη και το μισό του βασίλειο.
- Δεν με πειράζει, πάμε να τις βρούμε, της απάντησε.
Έτσι έφυγαν για να τις βρουν. Καθώς περπατούσαν, βρήκαν ένα κάστρο που περιβαλλόταν από ένα ασημένιο λιβάδι και ένα ασημένιο δάσος.
- Λοιπόν, κρύψου εδώ μέσα στο δάσος, της είπε ο Ασπραλογογιός, θα μπω μέσα.
Η πριγκίπισσα κρύφτηκε, και ο Ασπραλογογιός μπήκε μέσα στο κάστρο. Μέσα, βρήκε μια πριγκίπισσα ακόμα πιο όμορφη από την πρώτη. Τρόμαξε κι αυτή όταν τον είδε και του φώναξε.
- Τι ψάχνεις εδώ άντρα του πάνω κόσμου, που ούτε μυρμήγκι δεν περπατά εδώ;
- Ήρθα για να σε ελευθερώσω.
- Τότε ήρθες μάταια, γιατί ο άρχοντάς μου είναι ένας εξακέφαλος δράκος, αν γυρίσει σπίτι και σε βρει εδώ, θα σε σκοτώσει.
Ξαφνικά εμφανίστηκε ο δράκος. Όταν είδε τον Ασπραλογογιό τον γνώρισε αμέσως και του είπε:
Σκότωσες τον αδελφό μου γι’ αυτό πρέπει να πεθάνεις τώρα! Ας πολεμήσουμε.
Βγήκαν έξω, πολέμησαν για πολύ ώρα, αλλά ο Ασπραλογογιός έριξε αμέσως το δράκο στο έδαφος και έκοψε τα έξι του κεφάλια. Μετά πήρε και τις δύο πριγκίπισσες, και οι τρεις τους έφυγαν για να πάνε να βρουν και να ελευθερώσουν και την νεότερη αδελφή.
Καθώς πήγαιναν, βρήκαν ένα κάστρο που περιβαλλόταν από χρυσαφί λιβάδι και χρυσαφί δάσος.
Εδώ ο Ασπραλογογιός έκρυψε τις δύο πριγκίπισσες και μπήκε στο κάστρο. Η πριγκίπισσα σχεδόν πέθανε από την έκπληξη όταν τον είδε.
- Τι ψάχνεις εδώ άντρα του πάνω κόσμου; Εδώ ούτε το μυρμήγκι δεν περπατά, του είπε.
- Ήρθα για να σε ελευθερώσω, απάντησε ο Ασπραλογογιός.
- Τότε ήρθες μάταια, γιατί ο άρχοντάς μου είναι ένας δωδεκακέφαλος δράκος, αν γυρίσει σπίτι και σε βρει εδώ, θα σε σκοτώσει.
Μόλις το είπε αυτό μια τρομερή βροντή ακούστηκε.
- Αυτός ήταν ο άρχοντάς μου, κρύψου αμέσως.
Αλλά ακόμα και αν το ήθελε ο Ασπραλογογιός δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί αμέσως μπήκε μέσα ο δράκος, και όταν είδε τον Ασπραλογογιό τον γνώρισε αμέσως.
- Εδώ είσαι επιτέλους. Σκότωσες τους δύο αδελφούς μου γι’ αυτό πρέπει να πεθάνεις τώρα! Ας πολεμήσουμε.
Πολέμησαν για πολύ ώρα αλλά δεν μπορούσαν να νικήσουν ο ένας τον άλλον. Ο δράκος έριξε τον Ασπραλογογιό στο έδαφος στα γόνατά του. Τότε, ο Ασπραλογογιός πήδηξε πάνω στον δράκο και τον έριξε στο έδαφος, στη μέση του. Πήδησε και ο δράκος και έριξε τον Ασπραλογογιό στο έδαφος στις μασχάλες του. Ο Ασπραλογογιός ήταν ήδη πολύ θυμωμένος, πήδησε και αυτός πάλι και έριξε τον δράκο κάτω ώστε μόνο τα δώδεκα κεφάλια του ήταν ορατά, τότε με μία κίνηση έβγαλε το σπαθί του και έκοψε τα δώδεκα κεφάλια του δράκου. Μετά γύρισε στο κάστρο, πήρε όλες τις πριγκίπισσες και έφυγαν.
Έφτασαν στο καλάθι από το οποίο κατέβηκε ο Ασπραλογογιός, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να μπουν όλοι μαζί αλλά σε καμία περίπτωση δεν τα κατάφεραν. Γι’αυτό ο Ασπραλογογιός σήκωσε τις τρεις πριγκίπισσες μία προς μία, ώστε να ανέβουν πάνω και στη συνέχεια περίμενε να χαμηλώσουν το καλάθι. Απλά περίμενε... για τρεις μέρες, τρεις νύχτες. Ο καημένος θα μπορούσε να περιμένει μέχρι την ημέρα της κρίσης και πάλι κανείς δεν θα χαμήλωνε το καλάθι. Κι αυτό επειδή μόλις οι τρεις υπηρέτες τράβηξαν τις τρεις πριγκίπισσες, αποφάσισαν να τις παντρευτούν και αποφάσισαν να μην χαμηλώσουν ξανά το καλάθι για τον Ασπραλογογιό, αλλά να τον αφήσουν στον κάτω κόσμο.
Όταν ο Ασπραλογογιός βαρέθηκε να περιμένει, έφυγε από εκεί. Έκανες μερικές βόλτες και σύντομα άρχισε να βρέχει, έβαλε το παλτό του αλλά έγινε μούσκεμα και γι’ αυτό έπρεπε να ψάξει κάποια στέγη για να προστατευθεί από τη βροχή. Καθώς έψαχνε αυτό, είδε μια φωλιά γρύπα με τρία μικρά γρυπάκια. Δεν τους έβλαψε αλλά τους σκέπασε με το παλτό του και κρύφτηκε σε έναν κοντινό θάμνο. Εντελώς ξαφνικά γύρισε ο γρύπας.
- Ποιος σας σκέπασε; ρώτησε τους γιούς του.
- Δεν θα σου το πούμε, γιατί θα τον σκοτώσεις.
- Όχι, δεν θα του κάνω κακό, είπε ο Γρύπας.
- Λοιπόν, βρίσκεται εκεί δίπλα στον θάμνο περιμένοντας να σταματήσει η βροχή, ώστε να μπορέσει να πάρει το παλτό του πίσω .
Ο γρίπας πήγε στον θάμνο και ρώτησε τον Ασπραλογογιό.
- Πώς μπορώ να σε ευχαριστήσω που έσωσεις τους γιούς μου;
- Δεν χρειάζομαι τίποτα, απαντά ο Ασπραλογογιός.
- Απλά ευχήσου κάτι, δεν μπορείς να φύγεις χωρίς να βρω τρόπο να σε ευχαριστήσω.
- Λοιπόν, θέλω να με πάς στον πάνω κόσμο!
Τότε ο γρύπας είπε:
- Aν κάποιος άλλος τολμούσε να ευχηθεί κάτι τέτοιο, δεν θα ζούσε για πάνω από μια ώρα, αλλά θα το κάνω για σένα. Πάρε τρία ψωμιά και τρία μεγάλα κομμάτια μπέικον. Ανέβα πάνω μου και δέσε το ψωμί στα δεξιά της πλάτης σου, το μπέικον στ’ αριστερά, και όποτε γυρίζω το κεφάλι μου στα δεξιά να μου δίνεις ένα ψωμί στο στόμα, και όποτε γυρίζω το κεφάλι μου στ’ αριστερά, να μου δίνεις ένα μπέικον στο στόμα. Αν δεν το κάνεις έτσι, θα σε ρίξω κάτω.
Ο Ασπραλογογιός τα έκανε όλα ακριβώς όπως είπε ο γρύπας. Έφυγαν για τον πάνω κόσμο. Πετούσαν για πολύ ώρα και όταν γύριζε το κεφάλι του στα δεξιά ο γρύπας τότε έβαζε ο Ασπραλογογιός ένα ψωμί στο στόμα του, όταν κοιτούσε αριστερά τότε του έδινε ένα μπέικον, μέχρι που έφαγε και το τελευταίο. Μπορούσαν ήδη να δουν τον πάνω κόσμο, και τότε έστριψε ξανά αριστερά το κεφάλι του ο γρύπας. Ο Ασπραλογογιός πήρε το μαχαίρι του, έκοψε το αριστερό του χέρι, και το έβαλε στο στόμα του γρύπα. Μετά έστριψε πάλι δεξιά το κεφάλι του ο γρύπας, και ο Ασπραλογογιός του έδωσε το δεξί του πόδι. Μέχρι ο γρύπας να το φάει, είχανε ήδη φτάσει πάνω. Αλλά o Ασπραλογογιός δεν μπορούσε να πάει πουθενά, ξάπλωσε στο έδαφος γιατί δεν είχε ούτε χέρια ούτε πόδια. Τότε ο γρύπας έβγαλε ένα μπουκάλι κρασί κάτω από το φτερό του. Το έδωσε στον Ασπραλογογιό.
- Λοιπόν, του λέει, επειδή είσαι πολύ καλός που έβαλες τα χέρια και τα πόδια σου στο στόμα μου εδώ είναι αυτό το μπουκάλι κρασί, πιές το.
Ο Ασπραλογογιός το ήπιε όλο. Και τότε… κοιτάξτε να δείτε τι έγινε, ίσως δεν θα το πιστεύατε αν δεν σας το έλεγα εγώ, αλλά με το που το ήπιε, μεγάλωσαν αμέσως τα χέρια και τα πόδια του. Και επιπλέον, ήταν επτά φορές ισχυρότερος από πριν.
Ο γρύπας πέταξε πίσω στον κάτω κόσμο. Ο Ασπραλογογιός έφυγε να βρεί τους τρεις υπηρέτες του. Καθώς περπατούσε, βρήκε στον δρόμο του ένα μεγάλο κοπάδι. Ρώτησε τον βοσκό:
- Ποιανού είναι αυτό το όμορφο κοπάδι;
- Τριών κυρίων: του Σιδεροζυμώνου, του Πετράλεθου και του Αποψιλωτή.
- Λοιπόν, δείξε μου πού ζουν.
Του έδωσε οδηγίες ο βοσκός, και σύντομα έφτασε στο κάστρο του Σιδεροζυμώνου. Μπήκε και σχεδόν τυφλώθηκε από τη μεγάλη λάμψη που υπήρχε εκεί αλλά συνέχισε να προχωράει. Βρήκε τον Σιδεροζυμώνο ο οποίος όταν είδε τον Ασπραλογογιό τρόμαξε πολύ και δεν ήξερε αν αυτό που βλέπει είναι αλήθεια ή αυταπάτη.
Ο Ασπραλογογιός τον άρπαξε, τον πέταξε έξω από το παράθυρο για να πεθάνει αμέσως. Μετά πήρε την πριγκίπισσα και πήγαν στο Πετράλεθο για να τον σκοτώσει επίσης αλλά και αυτός και ο Αποψιλωτής πέθαναν από τρόμο, απλά και μόνο όταν έμαθαν ότι γύρισε ο Ασπραλογογιός από τον κάτω κόσμο.
Ο Ασπραλογογιός πήγε τις τρεις πριγκίπισσες στον πατέρα τους. Ο γέρος βασιλιάς ήταν πολύ χαρούμενος που είδε τις κόρες του. Και όταν έμαθε όλη την ιστορία έδωσε την μικρότερή του κόρη στον Ασπραλογογιό μαζί με το μισό του βασίλειο. Είχαν έναν υπέροχο γάμο και αν ζουν ακόμα, ζουν χαρούμενοι μέχρι σήμερα....
Η ιστορία "Ο γιός της άσπρης φοράδας" είναι ένα πολύ παλιό ουγγρικό παραμύθι, που μετέφρασε ο Ζολτ Ντομποσι.
Μετάφραση: Ζολτ Ντομποσι,
Επιμέλεια: Γεωργία Παπαδόπουλου
Εικόνες: paidika-paramythia.gr
Πολύ θανατικό... Και εκδίκηση...
Το διαβάζουμε συχνά
Ο γιος της ασπρης φοραδας