Άσπρα καράβια τα όνειρά μας...!

Συγγραφέας παραμυθιού

Σ’ ένα ολόλευκο σοκάκι της Αμοργού, ο κύριος Ζήσης έδινε κάθε βράδυ χαρά σ’ όλους τους περαστικούς και, κυρίως, στα παιδιά. Μπροστά απ’ τα ασβεστωμένα σπίτια με τα μπλε και πράσινα παράθυρα και τις αυλές με τις φούξια μπουκαμβίλιες, έστηνε το μικρό του "μαγαζάκι"!

Μια μικρή καρέκλα με ψάθα για να κάθεται κι ένα γαλάζιο μεταλλικό τραπεζάκι για να βάζει πάνω του τον "Άι Νικόλα", τον "Άι Σώστη", τον "Αβύθιστο" και όλα τα υπέροχα ξύλινα καραβάκια που με τόση αγάπη και μεράκι έφτιαχνε. Δίπλα του ένα μικρό ραδιόφωνο που όταν έπαιζε το

«Άσπρα καράβια τα όνειρά μας
για κάποιο ρόδινο γιαλό…|
θα κόβουν δρόμο κι έναν δρόμο,
μυριστικό κι ευωδιαστό,...»

τραγουδούσε κι άστραφταν τα μάτια του!

Ο πατέρας του ήταν ξυλογλύπτης και δίπλα του είχε μάθει να δίνει μορφή σε κάθε ξύλο που έπιανε στα χέρια του. Δεν μπορούσε να ξεχάσει την πρώτη μέρα που είχε αρχίσει να σκαλίζει και ο ίδιος πάνω σ’ ένα κομμάτι φλαμούρι. Αυτό είναι το πιο μαλακό ξύλο, Ζήση, του έλεγε ο πατέρας του. Θα σε βοηθήσει πολύ στα πρώτα σου μαθήματα.

Η μεγάλη του αγάπη για τη θάλασσα και τα ταξίδια, κι ας μην είχε κάνει πολλά στη ζωή του, τον οδήγησαν στα ξύλινα καράβια, που το καθένα τους είχε να πει μια ξεχωριστή ιστορία. Ο "Αβύθιστος" για παράδειγμα, δεν λογάριαζε από φουρτούνες και όποιος ταξίδευε μ’ αυτόν έφτανε στα πιο μακρινά μέρη του κόσμου!

Οι ιστορίες του κυρίου Ζήση έγιναν γρήγορα γνωστές σε όλο το νησί και πολλοί τουρίστες περνούσαν απ’ το "μαγαζάκι" του για ν’ αγοράσουν ένα καράβι και ν’ ακούσουν την περιπέτειά του. Κάθε βράδυ δεκάδες παιδιά μαζεύονταν γύρω του και περίμεναν με λαχτάρα να τους ταξιδέψει σε μέρη μακρινά.

Στις αφηγήσεις του άκουγες ιστορίες για πειρατές, γοργόνες, γλάρους που μιλούσαν, νησιά που είχαν σχήμα ιππόκαμπου, καρδιάς, καρότου, σελήνης, ακόμη και χαμόγελου! Και σ’ όλα αυτά έφτανε κανείς με το καράβι που έπαιρνε απ’ τον κύριο Ζήση! Το δικό του καράβι! Τα γέλια των παιδιών αντηχούσαν σ’ όλο το νησί, και μαζί τους γινόταν και ο ίδιος πάλι παιδί!

Σαν ερχόταν όμως η ώρα να μαζέψει το τραπεζάκι του, την καρέκλα και τα καράβια που του απέμεναν κάθε βράδυ, το πρόσωπό του άλλαζε όψη. Γινόταν άλλος άνθρωπος. Άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του με σκυμμένο το κεφάλι, βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό!

Ο κύριος Ζήσης δεν έκανε ποτέ του δική του οικογένεια και αυτό τον πλήγωνε πολύ. Η μόνη του συντροφιά τα καράβια του. Τα κοιτούσε και τα ρωτούσε ψιθυριστά:

«Πάμε ταξίδια μακρινά
να διώξω την άγρια μοναξιά;»,

και ένα δάκρυ κυλούσε απ’ τα μάτια του.

Οι λιγοστοί συγγενείς που του είχαν απομείνει δε ζούσαν στο νησί και το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι τον θυμόντουσαν κάθε φορά που ήθελαν να κάνουν διακοπές εκεί. Το χειμώνα πάλι τα πράγματα ήταν χειρότερα. Η κακοκαιρία δεν του επέτρεπε να βγαίνει στα σοκάκια και να πουλάει τα καράβια του. Εξάλλου οι τουρίστες ήταν ελάχιστοι την εποχή αυτή. Και οι ώρες μοναξιάς ατελείωτες.

Ένα βράδυ γυρνώντας στο σπίτι του δεν είχε όρεξη ούτε να φάει. Ως πότε θα έχω τη δύναμη να βγαίνω έξω και να πουλάω καράβια; είπε στον εαυτό του. Ως πότε θα μπορώ να βλέπω τα χαμογελαστά πρόσωπα των παιδιών; Ας χτυπούσε κάποιος την πόρτα μου για λίγη συντροφιά! Ας είχα κάποιον να περιμένω κι ας μην είχα φαΐ να φάω, είπε και ξάπλωσε στο κρεβάτι του κλαίγοντας σαν μικρό παιδί.

Το πρωί ξύπνησε και το μαξιλάρι του ήταν ακόμη νωπό απ’ τα δάκρυά του. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, άλλαξε ρούχα και ξεκίνησε για την παραλία. Εκεί μάζευε ό,τι ξύλο έβρισκε, για να το μεταμορφώσει αργότερα σ’ ένα όμορφο καράβι.

Καθώς έψαχνε φορώντας το μεγάλο ψάθινο καπέλο του, κλώτσησε ξαφνικά χωρίς να το θέλει κάτι που έμοιαζε με βιβλίο. Έσκυψε όλο περιέργεια και το πήρε στα χέρια του. Είχε σκληρό εξώφυλλο με ροζ καρδούλες επάνω. Κάποιο κορίτσι θα το ξέχασε, είπε.

Γύρισε την πρώτη σελίδα...

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

μόλις τελειώσαμε με την μετακόμιση. Η μαμά και ο μπαμπάς είναι ενθουσιασμένοι. Πάντα ονειρεύονταν να φύγουν μακριά από την Αθήνα και να ζήσουν στο νησί όπου γνωρίστηκαν για πρώτη φορά. Δε λέω, είναι όμορφα εδώ και το σπίτι μας είναι ξεχωριστό. Δεν μοιάζει καθόλου με το διαμέρισμα της Αθήνας. Εδώ έχουμε και αυλή. Όμως τι να την κάνω, αφού όλοι μου οι φίλοι είναι μακριά; Νιώθω πολύ μόνη! Πότε θα ξαναδώ την κολλητή μου; Η μαμά και ο μπαμπάς λένε πως σύντομα θ’ αποκτήσω καινούριους φίλους στο νησί. Δεν θέλω! Θέλω να γυρίσω πίσω! Νιώθω μόνη, μόνη, μόνη!

Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό του κυρίου Ζήση και τίποτα δεν μπορούσε να τον λύσει. Ξαφνικά η δική του μοναξιά σαν να έγινε ένα με τη μοναξιά του κοριτσιού! Πρέπει να τη βρω, είπε κρατώντας σφιχτά το ημερολόγιο στα χέρια του.

Εκείνο το βράδυ βιαζόταν πολύ να βγει στο σοκάκι του. Στο μυαλό του είχε συνεχώς τα λόγια του ημερολογίου.

Έστησε το τραπεζάκι του, τα καινούρια του καράβια, και δίπλα τους ακριβώς τοποθέτησε το ημερολόγιο. Αν περάσει από εδώ, δεν μπορεί θα το δει, σκέφτηκε.

Οι ώρες περνούσαν και ο κύριος Ζήσης πουλούσε όπως κάθε βράδυ τα καράβια του, λέγοντας τις δικές του ιστορίες. Το βλέμμα του όμως ήταν ανήσυχο και όσο η ώρα προχωρούσε, φανέρωνε όλο και περισσότερο την απογοήτευσή του.

Αργά το βράδυ, καθώς ήταν έτοιμος να μαζέψει τα πράγματά του, μια οικογένεια πέρασε από μπροστά του χωρίς να του δώσει ιδιαίτερη σημασία. Μονάχα το κορίτσι κοντοστάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα και μετά συνέχισε να περπατά.

- Περίεργο, είπε. Μου φάνηκε πως είδα το ημερολόγιό μου πάνω στο τραπεζάκι του κυρίου με τα καράβια.

- Δε γίνεται παιδί μου αυτό! Απάντησαν με σιγουριά οι γονείς. Τι δουλειά έχει ο κύριος Ζήσης με το ημερολόγιό σου;

- Μα πώς τον ξέρετε; ρώτησε με απορία εκείνη.

- Ο γιος της σπιτονοικοκυράς μας πηγαίνει κάθε βράδυ και ακούει τις ιστορίες του για τα καράβια που φτιάχνει. Αν θέλεις, μπορούμε να πάμε και εμείς κάποιο βράδυ.

- Θέλω να πάμε αύριο, απάντησε με ανυπομονησία εκείνη.

Η νύχτα πέρασε για άλλη μια φορά γεμάτη μοναξιά για τον κύριο Ζήση και γλυκιά προσμονή για το κορίτσι.

Την επόμενη μέρα εκείνος έκανε μια βόλτα στην παραλία για να βρει καινούρια ξύλα. Οι ώρες περνούσαν ασυνήθιστα αργά ή μήπως έτσι του φαινόταν; Δεν πρέπει οι άνθρωποι να νιώθουν μόνοι, είπε και έβγαλε πάλι έναν βαθύ αναστεναγμό!

Σαν ήρθε το βράδυ, πήρε τη θέση του στο σοκάκι και άρχισε να στήνει τα καράβια του στο τραπέζι.

-Συγγνώμη... Ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή.

Ο κύριος Ζήσης σήκωσε το κεφάλι του από τη βαλίτσα του και αντίκρισε ένα κορίτσι με μακριά μαύρα μαλλιά και βλέμμα διστακτικό. Αμέσως κατάλαβε ότι ήταν εκείνη.

- Δικό σου είναι; τη ρώτησε δείχνοντας το ημερολόγιο.

- Ναι! Απάντησε εκείνη με έκπληξη.

- Το βρήκα στην παραλία και ήλπιζα πως θα το έβλεπες κάποια στιγμή εδώ.

- Ευχαριστώ πολύ!

- Θα μείνεις ν’ ακούσεις τις ιστορίες μου;

- Ναι, το θέλω πολύ! είπε το κορίτσι με ενθουσιασμό ρίχνοντας μια ματιά στους γονείς της που στέκονταν δίπλα της.

- Ορίστε, της είπε ο κύριος Ζήσης. Αυτό είναι το καράβι σου! Ο καθένας έχει το καράβι του εδώ! Χωρίς αυτό δεν ξεκινάμε τα ταξίδια μας!

Σε λίγο το σοκάκι γέμισε παιδιά και ο κύριος Ζήσης έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, προκειμένου να κάνει το κορίτσι να ξεχάσει για λίγο τη μοναξιά του. Και μάλλον τα κατάφερε!

Στο τέλος της βραδιάς έδειχνε γεμάτη ενθουσιασμό το καράβι στους γονείς της.

- Είναι υπέροχο, Μυρτώ! είπαν εκείνοι όλο χαρά που η κόρη τους μετά από πολύ καιρό ήταν ενθουσιασμένη με κάτι στο νησί! Τι θα ’λεγες να πηγαίναμε στο σπίτι του κυρίου Ζήση και να έβλεπες πώς τα φτιάχνει; Ίσως, να μάθεις και εσύ!

- Με μεγάλη μου χαρά! πρόλαβε ν’ απαντήσει εκείνος.

Τι όμορφη ήταν εκείνη η νύχτα για τον κύριο Ζήση!

Χοροπηδώντας πήγαινε σπίτι του!

Από την επόμενη μέρα είχε κάποιον να περιμένει!

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Τζένη Μαλανδρένη
Εικόνες: www.paidika-paramythia.gr

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.7 (110 ψήφοι)