Μια φορά κι έναν καιρό, εκεί που τώρα βρίσκεται η Αγγλία, ήταν Χριστούγεννα και μόλις είχε πεθάνει ο βασιλιάς της χώρας, ο οποίος λεγόταν Ουθερ Πέντραγκον. Οι βαρόνοι και οι ιππότες, που μετά το θάνατο του Βασιλιά τσακώνονταν αδιάκοπα μεταξύ τους, μαζεύτηκαν στη μεγάλη εκκλησία του Λονδίνου. Τους είχε καλέσει ο τρανός μάγος Μέρλιν, που κάποτε ήταν ο σύμβουλος του βασιλιά. Κανένας τους όμως δεν ήξερε γιατί τους φώναξε εκεί ούτε τους είπε τίποτα.
Αρθούρος
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά παλιά έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι που αποφάσισε να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί. Κάθισε με τη μάνα του λοιπόν, και σκέφτηκαν όλες τις κοπέλες του χωριού και των περιχώρων, για να βρουν ποια από όλες άρμοζε στον κανακάρη.
Τα χωράφια στον Πηλό σμίγουν με τη θάλασσα, και όταν είναι βαρυχειμωνιά λάσπες και πηλοί παρασέρνονται στη θάλασσα από τη βροχή, ενώ όταν η θάλασσα είναι τρικυμιώδης, τα κύματα βγαίνουν στη στεριά και τραβούν τα χώματα της γης, μέσα στα θάλασσα. Τα χώματα είναι μαλακά και εύκολα σκάβονται, γι αυτό το λόγο η περιοχή κάποιες φορές χρησίμευε από τους πειρατές μέσα να κρύβουν μπαούλα θησαυρών που κούρσευαν και πλιατσικολογούσαν.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς που είχε τρεις γιους και τους αγαπούσε πολύ. Μια μέρα αποφάσισε να δει πόσο τον αγαπούσαν κι εκείνοι. Φώναξε λοιπόν τον καθένα και τον ρώτησε πόσο τον αγαπάει.
"Σ' αγαπώ όσο αγαπώ το χρυσάφι και τα κοσμήματα", είπε ο πρώτος γιος και ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας ποντικούλης που το λέγανε Τρωκτικούλη. Ο Τρωκτικούλης ο ποντικούλης κάθε φορά που έβλεπε τα αστεράκια στον ουρανό ήθελε να τα αγγίξει.
Τα παραμύθια έχουν υπόβαθρο κυρίως την κουλτούρα και την παράδοση των λαών, καθώς και τους θρύλους που δημιουργήθηκαν από παραλλαγές διηγήσεων ζητημάτων που κινούσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, και μεταποιημένων αναλόγως πώς εξυπηρετείτο το συμφέρον και η φαντασία τους. Γι αυτό το λόγο πολλές ιστορήσεις και διηγήσεις έχουν κοινή ρίζα, κυρίως όσες βασίζονται στη θρησκεία και στα ήθη και έθιμα του κάθε λαού.
Μια φορά και έναν καιρό, η γυναίκα ενός πολύ πλούσιου ανθρώπου αρρώστησε βαριά. Και όταν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος της, φώναξε κοντά τη μοναχοκόρη της και της είπε:
Μια φορά και έναν καιρό, βαθιά στο δάσος, εκεί όπου ο ζεστός ήλιος κι ο δροσερός αέρας σχημάτιζαν ένα γλυκό ήσυχο μέρος, μεγάλωνε ένα μικρό, όμορφο έλατο.
Υπήρχε κάποτε μία μπάμπουσκα, που μέσα της είχε επτά μικρά παιδάκια. Ήταν πολύ χαρούμενη για τα παιδάκια της η μπάμπουσκα αυτή. Όλα μέσα της φώλιαζαν κι ευτυχισμένα ζούσαν.
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή, το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο.
Από τόσο δα μικρό σποράκι θυμάμαι ένα μεγάλο, ζεστό χέρι να με κρατάει με αγάπη και μια πολύ γλυκιά φωνή να μου μιλά. Να με βάζει τρυφερά στο χώμα και σκεπάζοντάς με να εύχεται να μεγαλώσω και να γίνω. Να γίνω… «τι να γίνω;» σκεφτόμουν τότε. Τώρα ξέρω… ΈΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΝΤΡΟ γεμάτο με πολλά και ζουμερά κεράσια.