Σε μια κωμόπολη της Ελλάδας, σε άλλους γνωστή και σε άλλους εντελώς άγνωστη, ζούσε η Ειρήνη, μια νέα και όμορφη κοπέλα, που είχε την τύχη αλλά και την κατάρα να κρατά στις πλάτες της ένα τόσο βαρύ όνομα. Ειρήνη. Όλοι μας "ειρήνη" ευχόμαστε για τον κόσμο μας, όλοι αυτό θέλουμε κι όμως πολλές φορές το μίσος μας την κρύβει.
ελευθερία
Μία φορά σε μία πόλη, ήταν μαζεμένα πολλά περιστέρια σε μία πλατεία, όπως γίνεται άλλωστε σε πολλές πόλεις. Εκεί κάποιες φορές, τα τάιζαν οι περαστικοί, άλλοτε όχι, αλλά κάνανε κάθε μέρα το πρωινό τους συμβούλιο. Συζητούσαν πώς περάσανε τη μέρα τους, πού πετάξανε, πού υπάρχει καλό φαγητό, αν χάθηκε κάποιο, και άλλα πολλά.
- Εγώ φτιάχνω καλύτερα κεντήματα από ‘σένα καυχήθηκε η Κυρά Βελόνα, έτσι όπως στεκόταν ξαπλωμένη στο κουτί της, δίπλα στις πολλές πολλές μικρές καρφιτσούλες, στην μικρή αράχνη που είχε μπει στο κουτί που είχε ξεμείνει ανοιχτό πάνω στη ραπτομηχανή και περιεργαζόταν το στενό χώρο στον οποίο είχε βρεθεί.
Μια φορά κι έναν καιρό, στο μεγάλο δάσος είχε πέσει μεγάλη πείνα. Τα άγρια ζώα, οι αρκούδες, οι λύκοι και οι αλεπούδες, δεν έβρισκαν τίποτε να βάλουν στο στόμα τους και πεινούσαν πολύ!
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας λαγός που καυχιόταν ότι έτρεχε πιο γρήγορα από κάθε ζώο του δάσους.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο καυχησιάρης λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι.
Καθώς έτρωγε, είδε λίγο πιο μακριά μια χελώνα να περνάει αργά-αργά.
Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα όμορφο, γερό, καφέ άλογο με μαύρη χαίτη και ουρά. Τον έλεγαν Popcorn και περνούσε τη ζωή του ήσυχα. Έμενε σε έναν ιππικό όμιλο όπου όλοι τον φρόντιζαν και τον αγαπούσαν.
Μια φορά και έναν καιρό, ένας φτωχός ξυλοκόπος και η γυναίκα του είχαν επτά γιους. Ομως, κάθε παιδί που γεννιόταν ήτανε μικρότερο από το προηγούμενο. Όταν μάλιστα γεννήθηκε το έβδομο, δεν ξεπερνούσε το μέγεθος ενός ρεβιθιού και γι' αυτό όλοι το φώναζαν Κοντορεβιθούλη. Ακόμα και όταν πέρασε πολύς καιρός, ο Κοντορεβιθούλης παρέμεινε το ίδιο σχεδόν μικρούλης. Ήταν όμως τόσο έξυπνος και τόσο ετοιμόλογος που ξεπερνούσε όλα τα αδέρφια του στο μυαλό.
Ητανε μία φορά πριν χρόνια
ένας καθρέφτης στρογγυλός
σαν κυπαρίσσι ήταν ψηλός
κι όλος πολύ γυαλιστερός
Σ' ένα καφέ αυτός βρισκόταν
σε μία πόλη μακρινή
κι οι άνθρωποι πριν μπούνε μέσα
κοιτάζονταν όλοι εκεί...
Σε ένα μικρό χωριό της Ελλάδας, στο Πόρτο Κάγιο, ζούσε ένα μικρό αγόρι, ο Κυριάκος, με τη μαμά του και τη μικρή αδερφή του. Ο Κυριάκος ήταν μόλις 11 χρόνων και πήγαινε στην πέμπτη τάξη του δημοτικού, ενώ η αδερφή του αυτή τη χρονιά θα πήγαινε στην πρώτη.
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, σε ένα μακρινό βασίλειο στη Φρυγία ήταν ένας βασιλιάς, που τον έλεγαν Μίδα. Ο Μίδας είχε πάθος για το χρυσάφι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που δεν θα πούμε εδώ.
Σ’ ένα όμορφο κτήμα, δίπλα στη θάλασσα, ήταν φυτεμένες εδώ και πολλά χρόνια δυο ελιές, η Έλι και η Λία. Τις είχαν φυτέψει στην άκρη του κτήματος μακριά από το σπίτι κι από όλα τα υπόλοιπα δέντρα. Ακόμη κι ο δρόμος ήταν από την άλλη πλευρά. Ούτε έβλεπαν ούτε άκουγαν κανέναν εκεί που τις είχαν βάλει.
Ο Μάξιμος όπου σταθεί κι όπου βρεθεί λέει πως ο παππούς του έχει ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο.
- Παππού θέλεις να είσαι ο αρχηγός μου στα ταξίδια που θα κάνω όταν μεγαλώσω;
- Ο ξεναγός σου θέλεις μάλλον να πεις, απαντά εκείνος και γελάει τρανταχτά. Φυσικά, και θέλω!
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν όμορφο κήπο με λαχανικά ζούσε ένα μικρό σαλιγκάρι. Όπως όλα τα σαλιγκάρια αγαπούσε τη βροχή. Μόλις σταματούσε να βρέχει, τσουπ, αμέσως έβγαινε βόλτα. Το μικρό μας σαλιγκάρι ήταν και πολύ περίεργο. Ήθελε συνέχεια να μαθαίνει καινούρια πράγματα.