Τσιτσίρισε καθώς οι φλόγες τύλιγαν το καζάνι... Ήταν η κούνια του Σπαρματσέτου. Και από τη ζεστή κούνια βγήκε ένα κερί χωρίς ψεγάδι. Συμπαγές, λαμπερό, λευκό και λεπτό, ήταν έτσι φτιαγμένο ώστε έκανε όσους το έβλεπαν να πιστεύουν πως υποσχόταν ένα λαμπρό, ακτινοβόλο μέλλον. Και
Έσμπεν Μπράγκε
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που δεν είχαν παιδιά. Όλα τ’ αγαθά τα είχαν και μόνο παιδιά δεν είχαν. Η πίκρα τους γι’ αυτό ήταν μεγάλη. Έλεγαν:
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πολύ μακρινή χώρα ζούσε μια βασίλισσα. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, η βασίλισσα κάθονταν στο δωμάτιό της και δούλευε δίπλα στο παράθυρο. Όμως καθώς κοιτούσε έξω που χιόνιζε, τρύπησε κατά λάθος το δάκτυλό της. Τότε τρείς σταγόνες αίμα έπεσαν από το δάκτυλό της πάνω στο χιόνι. Η βασίλισσα κοίταξε το αίμα και είπε: "Θέλω όταν γεννηθεί η κόρη μου να είναι άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μαύρη σαν το ξύλο από το παράθυρό μου!"
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πειρατής, κάπως διαφορετικός από τους άλλους πειρατές. Τον έλεγαν Χρυσοδόντη, γιατί είχε ένα δόντι χρυσό που γυάλιζε κάθε φορά που γελούσε. Αυτός ο πειρατής είχε κι ένα ξύλινο πόδι, επειδή έχασε το δικό του σε μια μάχη. Ο Χρυσοδόντης όμως δεν ήταν άγριος πειρατής σαν τους υπόλοιπους και γι' αυτό οι άλλοι πειρατές δεν του μιλούσαν.
Μια φορά κι έναν καιρό, εκεί που τώρα βρίσκεται η Αγγλία, ήταν Χριστούγεννα και μόλις είχε πεθάνει ο βασιλιάς της χώρας, ο οποίος λεγόταν Ουθερ Πέντραγκον. Οι βαρόνοι και οι ιππότες, που μετά το θάνατο του Βασιλιά τσακώνονταν αδιάκοπα μεταξύ τους, μαζεύτηκαν στη μεγάλη εκκλησία του Λονδίνου. Τους είχε καλέσει ο τρανός μάγος Μέρλιν, που κάποτε ήταν ο σύμβουλος του βασιλιά. Κανένας τους όμως δεν ήξερε γιατί τους φώναξε εκεί ούτε τους είπε τίποτα.
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας μοναχικός γίγαντας στην Αστερούπολη-Αστεροχώρα.
Το όνομα του ήταν Πελώριος. Ήταν τόσο μεγάλος που όσοι τον έβλεπαν τον φοβόντουσαν, και γιαυτό δεν είχε φίλους. Η μόνη του ασχολία ήταν η μαγική του σφεντόνα, την αγαπούσε τόσο πολύ, και ήταν το μοναδικό του όπλο.
Η ιστορία του Όλιβερ, ενός αδέσποτου σκύλου που θέλησε να ζήσει ελεύθερος.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας τίμιος κι εργατικός γεωργός που είχε μόνο ένα γιο. Το παιδάκι αυτό ήταν τόσο μικροκαμωμένο που δεν ξεπερνούσε το μεγάλο δάχτυλο του χεριού. Τα χρόνια περνούσαν, μα ο μικρός δεν ψήλωνε καθόλου.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας λαγός που καυχιόταν ότι έτρεχε πιο γρήγορα από κάθε ζώο του δάσους.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο καυχησιάρης λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι.
Καθώς έτρωγε, είδε λίγο πιο μακριά μια χελώνα να περνάει αργά-αργά.
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πόλη της Ελλάδας που λεγόταν Κορώνη, ζούσε ένας πολύ πολύ πλούσιος κύριος, ο κύριος Γιώργος, ο οποίος πέρα από πλούσιος ήταν και πολύ καλός άνθρωπος.
Βοηθούσε οικονομικά φτωχούς ανθρώπους και έκανε πολλές ελεημοσύνες με αποτέλεσμα ο κόσμος να το αγαπάει πάρα πολύ.
Σε μία πόλη που έμοιαζε με παραμύθι, κατοικούσε μία πριγκίπισσα η οποία έχαιρε της εκτίμησης όλων των κατοίκων για την καλή και ζεστή της καρδιά. Ήταν πάντοτε γλυκιά και ευγενική με όλους, δίχως ίχνος κακίας και αποστροφής για κανέναν άνθρωπο.