Τσιτσίρισε καθώς οι φλόγες τύλιγαν το καζάνι... Ήταν η κούνια του Σπαρματσέτου. Και από τη ζεστή κούνια βγήκε ένα κερί χωρίς ψεγάδι. Συμπαγές, λαμπερό, λευκό και λεπτό, ήταν έτσι φτιαγμένο ώστε έκανε όσους το έβλεπαν να πιστεύουν πως υποσχόταν ένα λαμπρό, ακτινοβόλο μέλλον. Και
πίστευαν πως ήταν μια υπόσχεση που αυτό το κερί θα ήθελε πραγματικά να κρατήσει και να υλοποιήσει.
Το πρόβατο- ένα καλό μικρό προβατάκι- ήταν η μητέρα του κεριού κι ένα χωνευτήρι ο πατέρας του. Από τη μητέρα του τού είχε πάρει ένα λαμπερό λευκό σώμα και μια υποψία για το τι είναι ζωή, αλλά από τον πατέρα του είχε πάρει τη λαχτάρα για τις πύρινες φλόγες, που θα διαπερνούσαν τελικά το μεδούλι του και θα το έκαναν να λάμπει στη πραγματικότητα.
Έτσι γεννήθηκε και μεγάλωσε. Και με τις μεγαλύτερες και λαμπρότερες προσδοκίες, ρίχτηκε μέσα στη ζωή. Εκεί γνώρισε, τόσα, μα τόσα πολλά παράξενα πλάσματα κι απόκτησε σχέσεις μαζί τους, θέλοντας να μάθει για τη ζωή - και ίσως να βρει το μέρος στο οποίο θα ταίριαζε καλύτερα. Όμως, το Σπαρματσέτο είχε τόσο πολλή πίστη στον κόσμο που νοιαζόταν μόνο για αυτόν και όχι για το ίδιο. Ένας κόσμος που αδυνατούσε να καταλάβει την αξία του, κι επομένως προσπαθούσε να το χρησιμοποιήσει για δικό του όφελος, κρατώντας το με λάθος τρόπο. Μαύρα δάχτυλα που άφηναν όλο και μεγαλύτερα σημάδια στη κάτασπρη παρθενική του αθωότητα, που τελικά ξεθώριασε, εντελώς καλυμμένη από τη βρωμιά του γύρω κόσμου που είχε έρθει υπερβολικά κοντά, πιο κοντά απ ́ ό,τι μπορούσε να αντέξει το κερί, αφού ήταν ανίκανο να ξεχωρίσει τη βρωμιά από την αγνότητα - αν και
παρέμενε πεντακάθαρο και άθικτο εσωτερικά.
Οι ψεύτικοι φίλοι ανακάλυψαν ότι δε μπορούσαν να αγγίξουν τον βαθύτερο εαυτό του και θυμωμένα πετούσαν το κερί παράμερα λες κι ήταν κάτι άχρηστο.
Το λερωμένο και λιγδιασμένο δέρμα του κράτησε όλους τους καλούς μακριά -φοβισμένοι καθώς ήταν μη τυχόν λερωθούν από τις βρωμιές και τους λεκέδες- και στέκονταν μακριά από το κερί.
Έτσι ήταν λοιπόν το Σπαρματσέτο, μοναχό και έρημο, χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Καθώς οι καλοί το είχαν απορρίψει, καταλάβαινε τώρα πια ότι το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να δυναμώνει τους κακούς . Ένιωθε τόσο απίστευτα δυστυχισμένο, επειδή είχε ξοδέψει τη ζωή του ανώφελα - στη πραγματικότητα, ίσως και να είχε βλάψει και πολλούς από τους γύρω του. Απλά δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο είχε γεννηθεί ή πού ανήκε: για ποιο λόγο είχε έρθει σε αυτή τη γη. Ίσως ο σκοπός του ήταν να καταστρέψει τον εαυτό του και άλλους.
Όλο περισσότερο, όλο και βαθύτερα, το κερί αναλογιζόταν - αλλά όσο περισσότερο σκεφτόταν την ύπαρξή του, τόσο πιο απελπισμένο ένιωθε, χωρίς να μπορεί να βρει τίποτα καλό, καμία ουσία στον εαυτό του, κανένα πραγματικό σκοπό για την ύπαρξη που του είχε δοθεί με την γέννηση του. Λες και το στρώμα βρωμιάς να είχε καλύψει ακόμη και τα μάτια του.
Τότε όμως συνάντησε μια μικρή φλόγα, ένα τσακμάκι. Αυτό γνώριζε το κερί καλύτερα απ’ ό,τι το Σπαρματσέτο τον εαυτό του. Το τσακμάκι ήταν τόσο καθαρό - μέχρι και το εξωτερικό του περίβλημα - και μέσα του εύρισκες τόση καλοσύνη.
Καθώς αυτό πλησίασε, δημιουργήθηκε μια φωτεινή προσδοκία στο κερί- άναψε και η καρδιά του έλιωσε.
Περήφανα άναψε η φλόγα, όπως ένας θριαμβευτικός πυρσός σε μια χαρούμενη τελετή γάμου. Το φως ξεχύθηκε ολόγυρα λαμπρό και καθαρό, δείχνοντας το δρόμο μπροστά καθώς έλουζε με φως όλο το χώρο που τον περιβάλλει - τον αληθινό του φίλο - που μπορούσε πια να αναζητήσει την αλήθεια στη λάμψη του κεριού.
Ο κορμός του κεριού ήταν κι αυτός αρκετά δυνατός ώστε να κρατήσει την πύρινη φλόγα. Η μια σταγόνα μετά την άλλη, όπως οι σπόροι μιας νέας ζωής, κυλούσαν πάνω στο κερί, μεγάλες και στρογγυλές, καλύπτοντας την παλιά βρωμιά με τη μάζα τους.
Δεν ήταν μόνο το φυσικό, αλλά και το πνευματικό ζήτημα της ένωσης αυτής. Και το Σπαρματσέτο βρήκε τη σωστή θέση του σε αυτή τη ζωή- και έδειξε ότι ήταν ένα αληθινό κερί. Συνέχισε να λάμπει για πολλά ακόμα χρόνια, δίνοντας χαρά στο ίδιο, αλλά και σε όλους τους άλλους γύρω του.
Λίγα λόγια για το Σπαρματσέτο
Το Σπαρματσέτο (στα Αγγλικά The Tallow Candle), είναι ένα «χαμένο» παραμύθι του μεγάλου Δανού παραμυθά Χανς Κρίστιαν Αντερσεν. Το ανακάλυψε λίγο πριν τα Χριστούγενννα του 2012 ο Δανός ιστορικός Έσμπεν Μπράγκε (Esben Brage), μελετητής του Άντερσεν, στο Εθνικό Αρχείο της Δανίας. Το 6σέλιδο χειρόγραφο των 700 λέξεων βρισκόταν μέσα σε μια κούτα που περιείχε κειμήλια μιας πλούσιας οικογένειας της Οντένσε, γενέτειρας του Άντερσεν... Το άγνωστο παραμύθι το είχε αφιερώσει ο Άντερσεν στη χήρα του πάστορα με το όνομα Μπούνκεφλοντ, που έμενε απέναντι από το σπίτι της οικογένειας του. Ο Δανός συγγραφέας συνήθιζε να πηγαίνει σε αυτήν για να διαβάζει και να δανείζεται βιβλία. Πάνω στο χειρόγραφο του παραμυθιού, είχε γράψει την εξής αφιέρωση: «Στην κυρία Μπάνκεφλοντ, από τον αφοσιωμένο της ΧΚ Άντερσεν».
Λόγω του απλοϊκού στυλ γραφής, ο Μπράγκε θεωρεί ότι αυτό το πρώτο παραμύθι γράφτηκε από τον Άντερσεν, όταν ο Δανός παραμυθάς ήταν ακόμη στην εφηβεία και πήγαινε σχολείο! Παρόλα αυτά, αυτο το πρωτόλειο παραμύθι δεν παύει να είναι μια χαρακτηριστική ιστορία του Άντερσεν, μοραλιστική και συναισθηματική, όπου δίνει ζωή σε ένα άψυχο αντικείμενο: ένα «μοναχικό» κερί φτιαγμένο από ζωικό λίπος το οποίο μένει ρυπαρό και παραμελημένο, μέχρι να αναγνωριστεί και να αναφλεγεί η εσωτερική του ομορφιά.
Η λέξη σπαρματσέτο σημαίνει το στεατικό φωτιστικό κερί, δηλαδή αυτό που είναι ζωικά παραγόμενο, και το οποίο στα ελληνικά λέγεται κητόσπερμα, σπερματοκηρός ή αλλειματοκέρι. Πρόκειται για λέξη που χρησιμοποίησαν οι μεταφραστές για τον τίτλο του παραμυθιού στα Ελληνικά, και τη δανείστηκαν από το ιταλικό/λατινικό spermaceti, το οποίο όμως με τη σειρά του είναι ελληνογενής κατασκευή, από τις ελληνικές λέξεις "σπέρμα" και "κήτος" (όπως και το ελληνικό "σπερματοκηρός"), μια και οι πρώτοι-πρώτοι φαλαινοθήρες πίστευαν ότι αυτό το κηρώδες άσπρο λίπος στο κεφάλι της φάλαινας ήταν το σπέρμα της...
Μετάφραση παραμυθιού:
Χριστίνα Μαρκουλάκη
Κώστας Στοφόρος