Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βασίλειο πολύ μακρυά από εδώ, που είχε έναν βασιλιά και μια βασίλισσα. Η βασίλισσα ήταν καλόκαρδη μα πολύ λυπημένη. Βλέπετε δεν είχε την τύχη να κάνει παιδιά.
γαρύφαλλο
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια ζούσε ένας πολύ γκρινιάρης αυτοκράτορας που όλη τη μέρα ασχολούνταν με το ντύσιμό του. Τόσο πολύ του άρεσε να ντύνεται με ωραία ρούχα, που έδινε όλα τα χρήματα του βασιλείου του για να αγοράζει καινούρια και να είναι ντυμένος στην εντέλεια.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.
Μια φορά και έναν καιρό, έναν Απρίλη, όλος ο κάμπος ήταν πράσινος και λουλουδιασμένος. Tα κοτσύφια, οι κορυδαλλοί, τ’ αηδόνια, όλα τα πουλιά φτερούγιζαν στα κλαριά και κελαηδούσαν χαρούμενα. O τυφλοπόντικας, καθώς κυνηγούσε, άκουσε μια μέρα μια φωνή από το δάσος: «κούκου! κούκου!».
Μία σουπιά πάει στο χταπόδι.
- Μπορείς να μου δανείσεις ένα πόδι σου για να μαγειρέψω;
- Όχι τα χρειάζομαι όλα, απαντά το χταπόδι και φεύγει κουνώντας και τα οχτώ πόδια του.
Την επόμενη μέρα, η σουπιά το ξαναπλησιάζει.
- Μπορείς να μου δανείσεις ένα πόδι σου για να παίξω ρακέτες;
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή ζούγκλα, ζούσανε πολλά ζωάκια. Δύο από αυτά ήταν το λιοντάρι και η αρκούδα που ήταν πολύ καλοί φίλοι. Οι δύο τους έκαναν παρέα για όλη την ώρα και ήταν αχώριστοι.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας βασιλιάς κυνηγούσε στο μεγάλο δάσος. Τον συντρόφευαν στο κυνήγι όλοι οι φίλοι του και οι αυλικοί.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.
Μια φορά και ένα καιρό ήτανε ένα πολύ όμορφο και γλυκό κοριτσάκι που το λέγανε Βάνα. Είχε και ένα μικρό πουλάρι, τη Λίζα. Περνούσε ατέλειωτες ώρες μαζί της η Βάνα και η Λίζα την αγαπούσε πολύ.
Μία μέρα, η Βάνα ήτανε στο κήπο της και συνάντησε μία φίλη της την Αννούλα. Η Αννούλα τη ρώτησε:
- Τι κάνεις εδώ;
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πατέρας που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, τους φώναξε για τους πει κάτι πολύ σοβαρό και να τους δώσει από ένα δώρο. Ο πατέρας έδωσε στο μεγαλύτερο γιο έναν πετεινό, στο δεύτερο ένα δρεπάνι και στο τρίτο μια γάτα.