Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό που λεγόταν Φρυγία, ήταν ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Μίδα ο οποίος φημιζόταν για τη σοφία, την ευσέβεια και τα πλούτη του.
χρυσάφι
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πατέρας που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, τους φώναξε για τους πει κάτι πολύ σοβαρό και να τους δώσει από ένα δώρο. Ο πατέρας έδωσε στο μεγαλύτερο γιο έναν πετεινό, στο δεύτερο ένα δρεπάνι και στο τρίτο μια γάτα.
Δημοφιλή παραμύθια
Στο χωράφι απόψε είχε ξεμείνει από το πρωινό μάζεμα μια πατατούλα. Δεν ήταν από εκείνες τις ολοστρόγγυλες και παχουλές. Ήταν στενόμακρη, λίγο πλακουτσωτή και μ' ένα μικρό εξόγκωμα σαν καρούμπαλο αριστερά από τ' αυτί της.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας λαγός που καυχιόταν ότι έτρεχε πιο γρήγορα από κάθε ζώο του δάσους.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο καυχησιάρης λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι.
Καθώς έτρωγε, είδε λίγο πιο μακριά μια χελώνα να περνάει αργά-αργά.
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό που λεγόταν Φρυγία, ήταν ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Μίδα ο οποίος φημιζόταν για τη σοφία, την ευσέβεια και τα πλούτη του.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσανε δύο φίλοι. Το έναν τον έλεγαν Παύλο, τον άλλο Παναγή. Ο Παύλος ήταν ανύπαντρος, και ο Παναγής είχε γυναίκα και έναν γιο...
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας έμπορος ο οποίος είχε τρεις κόρες που τις αγαπούσε περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό. Μια μέρα, ο έμπορος έπρεπε να κάνει ένα μακρινό ταξίδι για να αγοράσει κάποια αγαθά. Προτού φύγει, ρώτησε τις κόρες του αν επιθυμούν να τους φέρει δώρα.
Κόκκινη κλωστή δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν’ αρχινίσει.
Παραμύθι μύθι μύθι,
το κουκί και το ρεβύθι,
εμαλώνανε στη βρύση.
Πέρασε και η φακή
και τα βάζει φυλακή.
Μα η φάβα της φωνάζει:
»Φακή, βγάλτα, δεν πειράζει.»
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που δεν είχαν παιδιά. Όλα τ’ αγαθά τα είχαν και μόνο παιδιά δεν είχαν. Η πίκρα τους γι’ αυτό ήταν μεγάλη. Έλεγαν:
Ο Φάμπι ήταν ένα σκυλάκι ζωηρό και παιχνιδιάρικο σαν αρκετά άλλα. Όμως η ιστορία του ήταν αυτή που τον έκανε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα σκυλάκια της Κουταβοπολιτείας, όπου και γεννήθηκε.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρία γουρουνάκια και ένας κακός λύκος. Ο κακός ο λύκος αφού είχε γκρεμίσει με δυο «φου» τα σπιτάκια από τα πρώτα δυο γουρουνάκια πήγε στο σπίτι που ήταν φτιαγμένο από τούβλα... Εκεί, το τρίτο γουρουνάκι έδωσε στον κακό λύκο ένα καλό μάθημα. Έβρασε νερό στο τζάκι και περίμενε. Ο κακός λύκος προσπάθησε να μπει μέσα στο σπιτάκι από την καμινάδα αλλά έπεσε μέσα στο καυτό νερό και κάηκε η ουρά του. Τρομαγμένος και φοβισμένος εξαφανίστηκε μέσα στο δάσος...
Κάποτε υπήρχε ένα παζλ σ' ένα δωμάτιο παιδικό έστεκε εκεί στα ράφια του μόνο του για πολύ καιρό ποτέ του δεν το έβγαζε να παίξει το παιδί καθώς ένα κομμάτι του είχε πια αλλαχθεί.