Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα πολύ μακρινό δάσος ήταν μια μικρή αρκουδίτσα που την έλεγαν Μπέτυ. Ζούσε με τους γονείς της σε μια μεγάλη πολύχρωμη σπηλιά.
κλεψιά
Δημοφιλή παραμύθια
Ητανε μία φορά πριν χρόνια
ένας καθρέφτης στρογγυλός
σαν κυπαρίσσι ήταν ψηλός
κι όλος πολύ γυαλιστερός
Σ' ένα καφέ αυτός βρισκόταν
σε μία πόλη μακρινή
κι οι άνθρωποι πριν μπούνε μέσα
κοιτάζονταν όλοι εκεί...
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν δύο αδέρφια. Η Γαριφαλιά και ο Δημήτρης. Αυτά τα δύο αδέρφια φαινόταν με μια ματιά ότι ήταν δίδυμα. Δυστυχώς, δεν είχαν καθόλου φίλους γιατί όλοι τους περνούσαν για τρελούς, λόγο της φαντασίας τους. Ήταν 8 χρονών και δεν ξέρω άλλα παιδιά που να ήταν τόσο μα τόσο περιπετειώδη.
Μια φορά και ένα καιρό, είχε έρθει το καλοκαίρι και ήταν υπέροχο. Στο κάμπο οι αγρότες είχαν μαζέψει το άχυρο και το'χαν βάλει σε μεγάλους σωρούς. Ψηλά στον ουρανό πετούσε ένας πελαργός με κόκκινα πόδια και τιτίβιζε. Γύρω από το κάμπο και τα χωράφια, υπήρχαν απέραντα δάση και στη μέση του κάμπου κρυστάλιζαν βαθιές λίμνες.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν στο χωριό. Ο Άγιος Βασίλης είχες τόσες πολλές δουλειές που δεν είχε χρόνο ούτε να κοιμηθεί. Αμέτρητες παιδικές επιθυμίες που έπρεπε να εκπληρωθούν. Πήρε ένα φλιτζάνι τσάι και έκατσε στο γραφείο του. Άνοιξε το συρτάρι και έπιασε τον σκονισμένο χάρτη. Ένα χρόνο είχε να τον δει. Πήρε το κόκκινο μολύβι του και άρχισε αμέσως να σημειώνει τα σπίτια που θα επισκεπτόταν το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Είχε τόση δουλειά που σίγουρα θα τον έπαιρνε το βράδυ.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας λαγός που καυχιόταν ότι έτρεχε πιο γρήγορα από κάθε ζώο του δάσους.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο καυχησιάρης λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι.
Καθώς έτρωγε, είδε λίγο πιο μακριά μια χελώνα να περνάει αργά-αργά.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ποντίκι πολύ λαίμαργο. Έτρωγε, έτρωγε, ώσπου φούσκωνε τόσο πολύ η κοιλιά του, που δεν μπορούσε να κάνει ρούπι* από τη θέση του!
Μία φορά σε μία πόλη, ήταν μαζεμένα πολλά περιστέρια σε μία πλατεία, όπως γίνεται άλλωστε σε πολλές πόλεις. Εκεί κάποιες φορές, τα τάιζαν οι περαστικοί, άλλοτε όχι, αλλά κάνανε κάθε μέρα το πρωινό τους συμβούλιο. Συζητούσαν πώς περάσανε τη μέρα τους, πού πετάξανε, πού υπάρχει καλό φαγητό, αν χάθηκε κάποιο, και άλλα πολλά.
«Μπρρ! Μανούλα μου κρύο που κάνει!» μουρμούρισε τουρτουρίζοντας ένα ποντικάκι.
Μέρες τώρα τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης, ψάχνοντας να τρυπώσει κάπου για να ζεσταθεί.
«Τι μέρος είναι αυτό; Όλο μπετόν και άσφαλτο. Δε μπορούσε να έχει λίγο χωματάκι να σκάψω να χωθώ μέσα; Ή κανένα αχυρώνα να κουρνιάσω στο ζεστό χόρτο;»
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό που λεγόταν Φρυγία, ήταν ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Μίδα ο οποίος φημιζόταν για τη σοφία, την ευσέβεια και τα πλούτη του.