Γεια σας παιδιά! Είμαι ο Βίκτωρ και θέλω πολύ να μοιραστώ μαζί σας μια ιστορία! Είμαι 7 χρόνων και φέτος ξεκίνησα τη Δευτέρα Δημοτικού! Δύσκολη τάξη! Έχω μια μαμά που τη λένε Ντόνα, έναν μπαμπά, τον Έρικ και δύο αδέρφια, τον Τόνυ που είναι 11 χρονών και πηγαίνει στην Έκτη Δημοτικού και τη Λίλη που είναι 3 χρόνων και δεν πηγαίνει ακόμα σχολείο –η τυχερή!- Α! Έχω και μία γιαγιά, την Άλις και σήμερα, νομίζω, ότι θα μπορέσω να σας πω με σιγουριά πόσο χρονών είναι! Έχει τα γενέθλιά της σήμερα και το απόγευμα θα κόψουμε την τούρτα! Ξέρετε, μέχρι πέρσι δεν ήξερα πόσο χρονών είναι η γιαγιά μου γιατί όσες φορές τη ρώτησα δεν θυμόταν να μου πει και όσες φορές προσπάθησα να το καταλάβω μετρώντας τα κεράκια πάνω στην τούρτα δεν τα κατάφερνα, γιατί είναι τοοοοοσα πολλά που δεν προλάβαινα να τα μετρήσω όλα! Σήμερα όμως θα τα καταφέρω ,ξέρετε γιατί; Γιατί ΕΜΑΘΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟ! Ει, μη γελάτε, δεν ήταν καθόλου εύκολο να το καταφέρω! Ώρα να σας διηγηθώ τώρα πώς τα κατάφερα, αν θέλετε, τι λέτε;
Μαθηματικά
Δημοφιλή παραμύθια
Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ο Θεός φώναξε τους αγγέλους σε συμβούλιο. Ήθελε ν’ ανοίξει καινούργια βιβλία για τη νέα χρονιά κι ήθελε να ξέρει πόσα από τα έργα του παλιού χρόνου είχαν τελειώσει, πόσα είχαν μείνει μισοτελειωμένα και πόσα δεν είχαν αρχίσει ακόμα, παρά τις οδηγίες του.
Μια φορά κι έναν καιρό σ' ένα χωριό κοντά στο δάσος ζούσαν με την οικογένεια τους δυο αδέλφια (ένα αγόρι κι ένα κορίτσι).
Κοντά στο σπίτι των παιδιών ζούσε άλλη μια οικογένεια που είχε ένα κοριτσάκι. Τα τρία (τα δύο αδέρφια και το κορίτσι που έμενε δίπλα τους) ήταν πολύ καλοί φίλοι κι έκαναν πολύ καλή παρέα.
Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένα αγοράκι, ο Άγγελος. Ήταν πάντα ατημέλητο, και στο σχολείο δεν είχε πολλούς φίλους. Σπάνια έπαιζε με τα άλλα παιδιά και αυτό μόνο όταν τους έλειπε κάποιος παίκτης και δεν γινόταν να παίξουν αλλιώς. Μάλιστα καμία φορά το κορόιδευαν για τα παλιά ρούχα που φόραγε. Και κάποιες άλλες φορές επειδή ήταν σκισμένα. Μα αυτός δεν έλεγε τίποτα.
Μια φορά κι έναν καιρό, μαζευτήκανε 40 Γιάννηδες, που όλοι μαζί δεν είχανε ενός κοκκόρου γνώση...
Μια φορά και έναν καιρό, ήτανε μία βασιλοπούλα που κάθε πρωί που ξυπνούσε, έλεγε τι όμορφη που είναι.
Μία μέρα, καθώς κοιταζόταν είδε μπροστά στον καθρέφτη της, μία «κακιά μάγισσα» να της λέει:
Βασιλοπούλα μου εσύ,
εγώ είμαι πιο όμορφη,
δεν είσαι εσύ!
Μια φορά και έναν καιρό, στην άκρη του φεγγαριού καθότανε μια μικρή νεράιδα. Κάθε βράδυ έβλεπε στη γη και τραγουδούσε όμορφα τραγούδια στα παιδιά. Ύπνο να έχουνε γλυκό. Καθώς τραγουδούσε το φεγγάρι κολυμπούσε πάνω από θάλασσες και άφηνε τα χρυσά του σχέδια πάνω στα νερά.
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πόλη στην Περσία, ζούσαν δύο αδέλφια, ο Κασίμ και ο Αλή Μπαμπά. Ο Κασίμ ήταν παντρεμένος με μια πλούσια γυναίκα και είχε όλα τα αγαθά, ενώ ο Αλή Μπαμπά έπρεπε να συντηρήσει τη γυναίκα και τα παιδιά του κόβοντας ξύλα σε ένα γειτονικό δάσος και πουλώντας τα στην πόλη.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας τίμιος κι εργατικός γεωργός που είχε μόνο ένα γιο. Το παιδάκι αυτό ήταν τόσο μικροκαμωμένο που δεν ξεπερνούσε το μεγάλο δάχτυλο του χεριού. Τα χρόνια περνούσαν, μα ο μικρός δεν ψήλωνε καθόλου.
Μια φορά ήταν ένας χαρούμενος και ευτυχισμένος άνθρωπος που ζούσε με την οικογένεια του στην άκρη του χωριού. Καλλιεργούσε ένα χωραφάκι που με πολλή ιδρώτα το όργωνε και το περιποιόταν, και αυτό πλουσιοπάροχα του έδινε τους καρπούς του. Δεν ήταν πλούσιος, αλλά ούτε φτωχός.
Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός μικρού χωριού, σε ένα μικρό σπιτάκι ζούσε μια μάνα, η κυρά-Λένη, με την κόρη της τη Φιλιώ.