Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό που λεγόταν Φρυγία, ήταν ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Μίδα ο οποίος φημιζόταν για τη σοφία, την ευσέβεια και τα πλούτη του.
Μίδας
Δημοφιλή παραμύθια
Κάποτε υπήρχαν κάτι νότες, τυπωμένες σε ένα πεντάγραμμο, ενός βιβλίου, που σχημάτιζαν μία μελωδία για παιδιά.
Η μελωδία αυτή, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή, γι' αυτό και υπήρχε σε πάρα πολλά βιβλία. Και δεν ήταν άλλη από την εξής:
Ντο ντο σολ σολ λα λα σολ, φα φα μι μι ρε ρε ντο
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός είχε δώδεκα κόρες, τη μια ωραιότερη από την άλλη. Κοιμόντουσαν όλες μαζί στο ίδιο μεγαλόπρεπο δωμάτιο και τα κρεβάτια τους ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Τη νύχτα, όταν πήγαιναν να κοιμηθούν, ο βασιλιάς κλείδωνε την πόρτα και την αμπάρωνε. Το πρωί όμως, όταν την ξεκλείδωνε, κάθε φορά έβλεπε κάτι πολύ παράξενο. Τα παπούτσια που φορούσαν οι πριγκίπισσες ήταν όλα σκισμένα και χαλασμένα σα να χόρευαν όλη νύχτα! Κανένας δεν κατόρθωνε να εξηγήσει πώς γινόταν ένα τέτοιο πράγμα.
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας γέρος μυλωνάς με τα τρία παιδιά του. Ήρθε ο καιρός και ο μυλωνάς αρρώστησε βαριά και πέθανε. Όταν άνοιξαν τη διαθήκη του είδαν ότι στο μεγαλύτερο γιο του άφηνε το μύλο του, στο δεύτερο γιό άφηνε τον γάιδαρό του και στον μικρότερο γιό άφηνε… μόνο τον γάτο του!
Ο Φάμπι ήταν ένα σκυλάκι ζωηρό και παιχνιδιάρικο σαν αρκετά άλλα. Όμως η ιστορία του ήταν αυτή που τον έκανε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα σκυλάκια της Κουταβοπολιτείας, όπου και γεννήθηκε.
Ηταν μια φορά τρεις φίλοι. Οι δυο ήταν ψεύτες, ενώ ο τρίτος δεν ήξερε να λέει καθόλου ψέματα. Ξεκινήσανε να κάνουνε ένα μακρινό ταξίδι. Αφού περπατήσανε μια ολόκληρη μέρα, νύχτωσε κι ήτανε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Όμως δεν είχανε λεφτά ούτε για να φάνε, ούτε για να πάνε σε κανένα χάνι για να κοιμηθούν.
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή πόλη, ζούσε ο Τομ, ένα ήσυχο και όμορφο παιδάκι μαζί με την οικογένεια του. Το όνειρο του ήταν να γίνει ένας σπουδαίος και τρανός μάγειρας που όλοι θα τον θαύμαζαν. Πολλές φορές στεναχωριόταν γιατί ήταν πολύ μικρός και είχε πολλά χρόνια ακόμα μπροστά του ούτως ώστε να καταφέρει να μαγειρέψει μόνος του.
Η σχολική χρονιά είχε ξεκινήσει και τα πρώτα ζόρια με τα μαθήματα ξεκινούσαν. Ευτυχώς, όμως για τα παιδιά, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, είχαν ένα μικρό διάλειμμα μιας άλλης γιορτής, που αν και σύντομη, ήταν απ' τις αγαπημένες τους γιορτές του κόσμου. Αυτή του Χαλογουίν.
Μια φορά και έναν καιρό ... παραμονή Χριστουγέννων, αφού ο Άγιος Βασίλης μοίρασε όλα τα δώρα στα παιδιά, έφυγε ευχαριστημένος με το έλκηθρό του για το χωριό. Εκεί τον περίμενε ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι, η Αγιο-Βασιλίνα, τα ξωτικά και οι τάρανδοι... Θα διασκέδαζαν όλοι μαζί, όπως κάθε χρόνο, θα έτρωγαν και θα άκουγαν τις εμπειρίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη. Καθώς περνούσαν υπέροχα, χόρευαν και τραγουδούσαν, τα ξωτικά περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν ιστορίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη και των ταράνδων. Ενώ λοιπόν, ξεκίνησε να εξιστορεί για όλα όσα του συνέβησαν και τις ανησυχίες που είχε, μπαίνοντας στα σπίτια, για να μη ξυπνήσει κάποιο παιδάκι και τον δει...
Πίσω απ’ το ιερό στο ολόλευκο εκκλησάκι της Αγια Μαρίνας στην Αμοργό, ένας πεύκος και ένα κυπαρίσσι. Φουντωτό φουντωτό με στιβαρό κορμό το ένα, ψηλόλιγνο με αρχοντική ομορφιά το άλλο. Από τη στιγμή που φύτρωσαν, φύτρωσε και η αγάπη του ενός για το άλλο.
Άλλη μια μέρα ξημέρωσε στο Χωριό του Αϊ-Βασίλη. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού εργάζονται πυρετωδώς για τη Μεγάλη Μέρα, τη Μέρα της Πρωτοχρονιάς.