Κάτω από τη Γη υπάρχει ένα μεγάλο δένδρο, ωσάν στύλος πελώριος, και γερός, και βαστάει τη γη. Έτσι έλεγαν οι παλαιότεροι. Εκεί κάτω ευρίσκονται όλο το χρόνο οι Καλικάντζαροι και δουλεύουν νύκτα και ήμερα.
παπάς
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας πολύ φτωχός αγρότης. Τα βράδια στο σπίτι του άναβε το τζάκι και δίπλα του καθόταν η γυναίκα του που έπλεκε.
Δημοφιλή παραμύθια
Σε ένα μικρό, φτωχικό χωριό ζούσε μια οικογένεια χωρικών. Το σπίτι τους μπορεί να ήταν μικρό και παλιό, είχε όμως πάντοτε μια ζεστασιά που προερχόταν από την αγάπη της οικογένειας. Τα αδέρφια ήταν τόσο αγαπημένα κι όλοι στο χωριό ζήλευαν την σχέση τους.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία μικρά γουρουνάκια που ζούσαν ξέγνοιαστα κι ευτυχισμένα με τη μαμά τους.
Όταν μεγάλωσαν τους είπε η μαμά τους:
Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ο Θεός φώναξε τους αγγέλους σε συμβούλιο. Ήθελε ν’ ανοίξει καινούργια βιβλία για τη νέα χρονιά κι ήθελε να ξέρει πόσα από τα έργα του παλιού χρόνου είχαν τελειώσει, πόσα είχαν μείνει μισοτελειωμένα και πόσα δεν είχαν αρχίσει ακόμα, παρά τις οδηγίες του.
Ένα ποντικάκι μία φορά προσπαθούσε να ξεφύγει από τα νύχια μίας γάτας η οποία το κυνηγούσε για ώρα και κρύφτηκε μέσα στην τρύπα ενός τοίχου. Η γάτα άρχισε τότε να σκαρφίζεται διάφορους τρόπους για να το βγάλει έξω.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας άντρας και μία γυναίκα που ήθελαν πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Επιτέλους μετά από πολύ καιρό, η γυναίκα έμεινε έγκυος και περίμενε να φέρει στον κόσμο ένα μωράκι.
Μια φορά και έναν καιρό, ένας ταξιδιώτης νοίκιασε ένα γάιδαρο και το αφεντικό του, για να τον βοηθήσουν να διασχίσει μια έκταση έρημη.
Ξεκίνησαν πολύ πρωί, ο ταξιδιώτης πάνω στο γάιδαρο και το αφεντικό του γαϊδάρου δίπλα του, με τα πόδια.
Το μεσημέρι που η ζέστη είχε γίνει αφόρητη έκαναν μια στάση.
Μια φορά και έναν καιρό, έναν Απρίλη, όλος ο κάμπος ήταν πράσινος και λουλουδιασμένος. Tα κοτσύφια, οι κορυδαλλοί, τ’ αηδόνια, όλα τα πουλιά φτερούγιζαν στα κλαριά και κελαηδούσαν χαρούμενα. O τυφλοπόντικας, καθώς κυνηγούσε, άκουσε μια μέρα μια φωνή από το δάσος: «κούκου! κούκου!».
Κάποτε σε ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα ζούσε ένας σοφός γέροντας. Του άρεσε να κάθεται στη βεράντα του και να κοιτά τη θάλασσα. Για να μη νιώθει μοναξιά είχε κρεμάσει ένα ασημένιο κουδουνάκι στη σκεπή της βεράντας.
Ητανε μία φορά πριν χρόνια
ένας καθρέφτης στρογγυλός
σαν κυπαρίσσι ήταν ψηλός
κι όλος πολύ γυαλιστερός
Σ' ένα καφέ αυτός βρισκόταν
σε μία πόλη μακρινή
κι οι άνθρωποι πριν μπούνε μέσα
κοιτάζονταν όλοι εκεί...
Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι με πολλά δωμάτια, έμενε μια γριά. Το σπίτι ήτανε παμπάλαιο. Κανείς δεν το πρόσεχε πια και οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να ραγίζουν, οι σοβάδες να πέφτουν, τα πατώματα να σαπίζουν.