Ο Τοσοδούλης

Συγγραφέας παραμυθιού

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας πολύ φτωχός αγρότης. Τα βράδια στο σπίτι του άναβε το τζάκι και δίπλα του καθόταν η γυναίκα του που έπλεκε.

Μια μέρα λέει στη γυναίκα του:

«Πόσο μονότονα που είναι αφού δεν έχουμε παιδιά! Έχουμε τόση ησυχία στο σπίτι μας ενώ τα άλλα σπίτια έχουν φασαρία και χαρά!»

«Ναι» του απάντησε αναστενάζοντας η γυναίκα. «Ας είχαμε ένα μόνο παιδάκι και ας ήταν τόσο δα μικρό» είπε δείχνοντας τον αντίχειρά της, «εγώ θα ήμουν ευχαριστημένη και θα το αγαπούσαμε με όλη μας την καρδιά!»

Τότε η γυναίκα έμεινε έγκυος και μετά από επτά μήνες γέννησε ένα παιδάκι το οποίο ήταν μεν υγιές αλλά δεν ξεπερνούσε σε μέγεθος τον έναν αντίχειρα!

Το ζευγάρι είπε τότε πως εκπληρώθηκε η ευχή του, και φρόντιζε με αγάπη το μικρό αγοράκι που ονόμασαν Τοσοδούλη.

Οι γονείς του Τοσοδούλη δεν του στέρησαν ποτέ φαγητό αλλά το παιδί δεν μεγάλωνε, και έμεινε μικρό όπως ήταν την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε.

Ωστόσο αντιλαμβανόταν τα πάντα και ήταν πολύ έξυπνο και εργατικό.

Μια μέρα ο αγρότης πατέρας του ετοιμάστηκε να πάει στο δάσος για να κόψει ξύλα και μονολογούσε:

«Τι καλά που θα ήτανε αν είχα κάποιον μου φέρει την άμαξα όταν τελειώσω με το κόψιμο των ξύλων!»

«Μα πατέρα εγώ είμαι εδώ,» φώναξε ο Τοσοδούλης «μείνε ήσυχος ότι θα σου φέρω την άμαξα ότι ώρα την χρειαστείς.»

Ο πατέρας γέλασε και είπε:

«Πως θα το κάνεις αυτό αφού είσαι πολύ μικρός για μια τόσο δύσκολη δουλειά;»

«Δεν πειράζει πατέρα μόνο θα βάλω την μητέρα να ετοιμάσει την άμαξα και εγώ θα μπω στο αυτί του αλόγου και θα του δίνω διαταγές προς τα που θα πρέπει να πηγαίνει!»

«Λοιπόν» απάντησε ο αγρότης «για μία φορά μπορούμε να το δοκιμάσουμε!»

Όταν ήρθε η ώρα, η μητέρα έζεψε την άμαξα και έβαλε τον Τοσοδούλη στο αυτί του αλόγου.

Ο μικρός άρχισε τότε να δίνει εντολές, «χιου και χο! Χοτ και χαρ!»

Το άλογο υπάκουε και ακολουθούσε τις εντολές σαν να το οδηγούσε ο αφέντης του και πήγαινε στο σωστό δρόμο για το δάσος.

Την ώρα όμως που έστριβε σε ένα δρόμο, περνούσαν δύο ξένοι και απόρησαν με το θέαμα.

«Αμάν τι γίνεται» αναρωτήθηκε ο ένας «μία άμαξα προχωράει στο δρόμο, με έναν αμαξά ο οποίος δίνει εντολές στα άλογα αλλά παρόλα αυτά δεν φαίνεται πουθενά.»

«Κάτι δεν πάει καλά εδώ» απάντησε ο άλλος «ας ακολουθήσουμε την άμαξα για να δούμε που θα σταματήσει!»

Η άμαξα όμως μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος και έφτασε στο μέρος στο οποίο είχαν κοπεί τα ξύλα.

Ο Τοσοδούλης έφτασε βαθιά μέσα στο δάσος

Όταν ο Τοσοδούλης είδε τον πατέρα του, φώναξε:

«Είδες πατέρα έφτασα με την άμαξα, τώρα κατέβασε με.»

Ο πατέρας έπιασε το άλογο με το αριστερό χέρι και έβγαλε τον Τοσοδούλη με το δεξί χέρι από το αυτί του αλόγου.

Όταν οι δύο ξένοι είδαν τον μικρούλη τα έχασαν και δεν ήξεραν τι να πουν.

Τότε πιάνει ο ένας το χέρι του άλλου και του λέει συνωμοτικά:

«Άκου, ο μικρούλης μπορεί να είναι η τύχη μας, θα τον πάρουμε μαζί μας στη μεγάλη πόλη και θα τον δείχνουμε στα πανηγύρια. Πάμε να τον αγοράσουμε!»

Πήγαν και είπαν στον αγρότη:

«Πούλησε μας τον μικρό άνθρωπο και θα τα περάσει καλά μαζί μας.»

«Όχι» απάντησε ο πατέρας «είναι η η ίδια μου η ψυχή και δεν το δίνω για όλο το χρυσάφι του κόσμου.»

Ο Τοσοδούλης όμως ο οποίος άκουσε το παζάρι πιάστηκε από την πιέτα του παντελονιού του πατέρα και σκαρφάλωσε στον ώμο του.

Τότε του ψιθύρισε στο αυτί:

«Πατέρα δώσε με και εγώ θα επιστρέψω πάλι!»

Τότε ο πατέρας έδωσε τον Τοσοδούλη στους δύο άντρες παίρνοντας μια καλή ανταμοιβή.

«Που θέλεις να καθίσεις;» τον ρώτησαν οι ξένοι.

«Βάλτε με στην άκρη του καπέλου σας τότε θα μπορέσω να ανεβοκατεβαίνω και να παρατηρώ το τοπίο χωρίς να πέσω κάτω.»

Οι ξένοι του έκαναν το χατίρι και αφού ο Τοσοδούλης αποχαιρέτησε τον πατέρα του ξεκινήσανε.

Έτσι περπάτησαν μέχρι το σούρουπο οπότε ο μικρός τους είπε:

«Κατεβάστε με κάτω, είναι ανάγκη.»

«Μείνε επάνω» του είπε ο άνδρας στο κεφάλι του οποίου καθόταν «δεν με ενοχλεί άλλωστε συμβαίνει συχνά τα πουλιά να αφήνουν να πέσει κάτι στο κεφάλι μου.»

«Όχι» απάντησε ο Τοσοδούλης «δεν είναι σωστό: κατεβάστε με κάτω γρήγορα.»

Ο άνδρας πήρε το καπέλο του και το κατέβασε σε ένα χωράφι που βρισκόταν παραδίπλα στο δρόμο.

Στην αρχή ο Τοσοδούλης έτρεξε ανάμεσα σε κάποιες φλούδες πέρα δώθε, μετά πετάχτηκε και μπήκε μέσα σε μία ποντικότρυπα που είχε προηγουμένως εντοπίσει.

«Καλό σας βράδυ κύριοι, επιστρέψτε σπίτι σας χωρίς εμένα» είπε τότε ο μικρός και άρχισε να γελάει κοροϊδευτικά.

Οι άντρες πήραν κάτι μακριά ξύλα και τα  έβαζαν μέσα στην ποντικότρυπα, αλλά ήταν μάταιος κόπος. Ο Τοσοδούλης τρύπωνε ολοένα και βαθύτερα μέσα στην τρύπα και καθώς μετά από λίγο νύχτωσε εντελώς οι δύο ξεκίνησαν τσαντισμένοι και απογοητευμένοι για το σπίτι τους.

Όταν ο Τοσοδούλης κατάλαβε ότι είχαν φύγει, βγήκε πάλι από την υπόγεια κρυψώνα του.

«Τα πράγματα στο χωράφι μπορούν γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνα το βράδυ», σκέφτηκε. «Πόσο εύκολα μπορεί κανείς σπάσει τον λαιμό του ή το πόδι του».

Ευτυχώς βρήκε ένα άδειο καβούκι σαλιγκαριού και μπήκε μέσα. «Δόξα τον Θεό εδώ θα μπορέσω να περάσω την νύχτα με ασφάλεια» είπε και έπεσε για ύπνο.

Ισα ίσα που είχε αποκοιμηθεί όταν άκουσε δύο άνδρες να περνάνε από πλάι του.

Ηταν δύο ληστές και ο ένας έλεγε στο άλλο: «Πρέπει να σκεφτούμε κάτι για να πάρουμε τα λεφτά και το ασήμι από τον πλούσιο παπά!»

«Θα σου πω εγώ τι να κάνεις!» φώναξε δυνατά ο Τοσοδούλης.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε τρομαγμένος ο ένας ληστής «ακούω κάποιον να μιλάει!»

Στάθηκαν και οι δύο για να ακούσουν και ο Τοσοδούλης τους φώναξε πάλι:

«Πάρτε με μαζί σας και θα σας βοηθήσω. Δείτε προς τη γη και ψάξτε από κει που ακούγεται η φωνή μου».

Τελικά οι ληστές βρήκαν τον μικρό και τον σήκωσαν ψηλά.

«Πως θα μπορέσεις να μας βοηθήσεις αλητάκο;» τον ρώτησαν.

«Είναι πανεύκολο, θα περάσω μέσα από τα κάγκελα στο δωμάτιο του παπά και θα σας δώσω ότι θέλετε.»

«Προχώρα να σε δούμε» του απάντησαν.

Όταν έφτασαν στο σπίτι του παπά, ο Τοσοδούλης τρύπωσε στην κάμαρα και άρχισε να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε:

«Τα θέλετε όλα όσα υπάρχουν εδώ μέσα;»

Οι ληστές τρόμαξαν και του λένε «Πιο σιγά, μίλα πιο σιγά θα ξυπνήσουμε τον παπά.»

Αλλά ο Τοσοδούλης έκανε ότι δεν κατάλαβε και φώναζε:

«Τι θέλετε να σας φέρω; Τα θέλετε όλα όσα υπάρχουν εδώ μέσα;»

Με όλες αυτές τις φωνές, η μαγείρισσα που κοιμόταν σε διπλανό δωμάτιο, σηκώθηκε για να δει τι συμβαίνει.

Οι ληστές φοβήθηκαν και έτσι απομακρύνθηκαν λίγο.

Τελικά ξαναβρήκαν το θάρρος τους και σκέφτηκαν ότι ο μικρός θέλει να τους ξεγελάσει. Επέστρεψαν και του είπαν ψιθυριστά:

«Σοβαρέψου επιτέλους και άρχισε να μας φέρνεις πράγματα»

Τότε ο Τοσοδούλης φώναξε για ακόμη μία φορά με όλη του τη δύναμη:

«Θέλω να σας δώσω τα πάντα, για περάστε τα χέρια σας μέσα.»

Η μαγείρισσα η οποία είχε στήσει αυτί τον άκουσε, πετάχτηκε από το κρεβάτι και μπήκε παραπατώντας στη κάμαρα.

Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια και έτρεχαν σαν να τους κυνηγούσε κάποιο άγριο τέρας. Η μαγείρισσα όμως δεν μπόρεσε να δει τίποτε το ασυνήθιστο και πήγε να ανάψει ένα κερί για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι κανείς.

Μόλις επέστρεψε έφυγε και ο Τοσοδούλης χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς.

Η μαγείρισσα, αφού έψαξε σε κάθε γωνία της κάμαρης, αποφάσισε να πάει ξανά για ύπνο. Σκέφτηκε ότι απλώς θα είχε ονειρευτεί με ανοιχτά μάτια.

Ο Τοσοδούλης κατέβηκε σκαρφαλώνοντας μέχρι τα χόρτα και αφού βρήκε ένα αναπαυτικό μέρος σε ένα δεμάτι σανό ετοιμάστηκε να κοιμηθεί.

Σκόπευε να περάσει την νύχτα του εκεί και όταν θα ξημέρωνε θα επέστρεφε στο σπίτι του και στους γονείς του.

Αλλιώς όμως τα σχεδίαζε και αλλιώς ήρθαν τα πράγματα!

Μόλις άρχισε να ξημερώνει η υπηρέτρια σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ταΐσει τα ζώα.

Πήγε αμέσως στον στάβλο και άρπαξε ένα δεμάτι σανό και ήταν ακριβώς το δεμάτι στο οποίο κοιμόταν ο Τοσοδούλης.

Ο Τοσοδούλης κοιμόταν τόσο βαθιά και δεν ξύπνησε παρά όταν βρέθηκε μέσα στο στόμα της αγελάδας, στην οποία είχαν δώσει το σανό!

«Θεέ μου που βρέθηκα;», αναφώνησε ο μικρούλης αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβε τι είχε συμβεί και που βρισκόταν.

Τότε προσπάθησε με κόπο να αποφύγει τα δόντια της αγελάδας για να μην τον κομματιάσουν. Τελικά γλίστρησε μαζί με τον σανό στο στομάχι της αγελάδας.

«Σε αυτό το καμαράκι ξέχασαν να βάλουν παράθυρα και δεν περνάει ο ήλιος» είπε ο δύστυχος, «ούτε καν ένα κεράκι δεν μου φέρανε.»

Γενικά δεν του άρεσε καθόλου το μέρος αυτό και το χειρότερο ήταν ότι όλο και περισσότερος σανός έμπαινε στο στομάχι της αγελάδας και ο χώρος γινόταν ολοένα και στενότερος.

Τότε, πανικόβλητος άρχισε να φωνάζει με όλες του τις δυνάμεις:

«Δεν θέλω άλλη τροφή, δεν θέλω άλλη τροφή!»

Η κοπέλα εκείνη τη στιγμή άρμεγε την αγελάδα και όταν άκουσε τον Τοσοδούλη να φωνάζει χωρίς όμως να τον βλέπει πουθενά, θυμήθηκε ότι ήταν η φωνή που είχε ακούσει και την προηγούμενη νύχτα.

Τόσο πολύ φοβήθηκε η δύστυχη που γλίστρησε από το καρεκλάκι της και έχυσε το γάλα!

Έτρεξε τότε στο σπίτι φωνάζοντας:

«Πάτερ η αγελάδα μιλάει, ω Θεέ μου η αγελάδα μιλάει!»

«Τρελάθηκες;» απάντησε ο παπάς και πήγε ο ίδιος στο στάβλο για να δει το συμβαίνει.

Πριν καλά καλά φτάσει ο παπάς, ο Τοσοδούλης φώναξε ξανά:

«Δεν θέλω άλλη τροφή, δεν θέλω άλλη τροφή!»

Ο παπάς τρελάθηκε! Πίστεψε ότι κάποιος δαίμονας είχε μπει στην αγελάδα και ζήτησε αμέσως να την σφάξουν.

Έτσι έγινε. Αφού όμως έκοψαν το κρέας του ζώου σε κομμάτια, πέταξαν το στομάχι του μαζί με τον Τοσοδούλη στα σκουπίδια.

Ο Τοσοδούλης δυσκολευόταν να βγει από το στομάχι της αγελάδας. Κι όταν πλησίαζε να βγάλει το κεφάλι του, μια νέα συμφορά τον βρήκε.

Ένας πεινασμένος λύκος είχε μυρίσει από μακρυά το κρέας και έφτασε γρήγορα.  Το κατάπιε όλο κάνοντας το μία χαψιά, μαζί με τον Τοσοδούλη φυσικά!

Ο Τοσοδούλης δεν έχασε το θάρρος του όμως, και σκέφτηκε ότι ο λύκος μπορεί να είναι συζητήσιμος. Έτσι άρχισε να του φωνάζει:

«Κύριε λύκε, κύριε λύκε! Ξέρω να σας οδηγήσω σε ένα μέρος όπου υπάρχει άφθονο και εξαίσιο φαγητό!»

«Που μπορώ να το βρω;» ρώτησε ο λύκος.

«Λοιπόν, άκουσε με. Υπάρχει ένα πλούσιο σπίτι, που θε να μπεις μέσα από την πορτούλα της γάτας. Εκεί θα βρεις άφθονα γλυκά, κρέας και λουκάνικα», του είπε και περιέγραψε πως να πάει στο σπίτι του πατέρα του.

Ο λύκος άλλο που δεν ήθελε, και το βράδυ πήγε στο σπίτι του Τοσοδούλη και τρύπωσε από την πόρτα της γάτας μέσα. Ίσα-ίσα χώραγε να περάσει από την μικρή πορτούλα αλλά τα κατάφερε.

Μόλις βρήκε την αποθήκη του σπιτιού, έπεσε με τα μούτρα και έφαγε ό,τι και όσο τραβούσε η καρδιά του.

Όταν όμως χόρτασε και θέλησε να φύγει, η κοιλιά του είχε γίνει τόσο μεγάλη που δεν μπορούσε να χωρέσει από την πορτούλα της γάτας! Αυτό το είχε υπολογίσει ο πονηρός Τοσοδούλης που άρχισε αμέσως να φωνάζει και να ουρλιάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε μέσα από την κοιλιά του λύκου ώστε να τον ακούσουν οι γονείς του.

«Σταμάτα να φωνάζεις» είπε ο λύκος «θα ξυπνήσεις τους ανθρώπους!»

«Ε και;» απάντησε ο μικρός «εσύ έφαγες του σκασμού, τώρα θέλω να καλοπεράσω και εγώ» και άρχισε πάλι να φωνάζει με όλες του τις δυνάμεις.

Επιτέλους, ξύπνησαν οι γονείς του Τοσοδούλη και τρέξανε στην αποθήκη. Εκεί κοίταξαν από την κλειδαρότρυπα για να δουν τι συμβαίνει.

Όταν είδαν ότι υπήρχε ένα λύκος μέσα εκεί, έτρεξαν αμέσως να φέρουν όπλα. Ο πατέρας έφερε ένα τσεκούρι ενώ η μητέρα ένα δρεπάνι.

«Μείνε πίσω μου» είπε ο πατέρας πριν μπουν στην αποθήκη. «Αν δεν σκοτωθεί με το χτύπημα που θα του δώσω, θα πρέπει να τον χτυπήσεις και εσύ για να τον κόψεις στα δύο.»

Ο Τοσοδούλης, που είχε ακούσει την φωνή του πατέρα του, φώναξε:

«Πατέρα, είμαι εδώ μέσα στο σώμα του λύκου.»

Ο πατέρας του τον άκουσε και γεμάτος χαρά είπε στη γυναίκα του να αφήσει το δρεπάνι για να μη χτυπήσει τον Τοσοδούλη:

«Δόξα το Θεό, το παιδάκι μας, μας ξαναβρήκε!», είπε.

Μετά χτύπησε τον λύκο στο κεφάλι με το τσεκούρι και τον σκότωσε.

Η μητέρα έτρεξε αμέσως και άνοιξε την κοιλιά του λύκου με ένα μαχαίρι και έβγαλε το μικρό της.

«Πόσο πολύ ανησυχήσαμε για σένα!» είπαν ο πατέρας και η μητέρα με μια φωνή.

«Ναι, περιπλανήθηκα πολύ στον κόσμο και ευτυχώς με σώσατε και μπορώ πάλι να αναπνέω καθαρό αέρα», απάντησε γεμάτος χαρά ο Τοσοδούλης.

«Που πήγες και που βρέθηκες;», τον ρώτησαν.

«Ήμουν σε μία ποντικότρυπα, στην κοιλιά μιας αγελάδας και στο στομάχι ενός λύκου. Τώρα όμως θα μείνω μαζί σας!», απάντησε ο Τοσοδούλης.

«Και εμείς δεν σε ξαναδίνουμε σε κανέναν ούτε για όλους τους θησαυρούς του κόσμου!» είπαν γεμάτοι δάκρυα χαράς οι γονείς του αγκαλιάζοντας και φιλώντας τον Τοσοδούλη.

Επειτα, του έδωσαν να φάει και να πιει και έβαλαν να του φτιάξουν καινούρια ρούχα, γιατί τα παλιά είχαν καταστραφεί στο ταξίδι.

Και από τότε, έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Δώσε αστέρια
Average: 3.8 (72 ψήφοι)