Ένα αστέρι κάθοταν ψηλά στους ουρανούς
Ήξερε πως τον θαύμαζαν
Μα ήθελε ναν μ' αυτούς
Τους γήινους που το θωρούν πως είναι μαγικό
Ένα αστέρι κάθονταν ψηλά στον ουρανό
πουλάκια
Μια φορά κι έναν καιρό, μια αρκούδα κι ένας λύκος περπατούσαν μέσα στο δάσος. Ήταν καλοκαίρι και η αρκούδα άκουσε ξαφνικά ένα πουλάκι που κελαηδούσε πάρα πολύ γλυκά.
Μια φορά και έναν καιρό, η γυναίκα ενός πολύ πλούσιου ανθρώπου αρρώστησε βαριά. Και όταν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος της, φώναξε κοντά τη μοναχοκόρη της και της είπε:
Δημοφιλή παραμύθια
Τα Χριστούγεννα είχαν περάσει και η μικρή Αριστέα ακόμη περίμενε υπομονετικά το δώρο της από τον Άγιο Βασίλη. Μέχρι στιγμής, της είχε φέρει κούκλες, επιτραπέζια και πολλά καινούρια ρούχα. Όμως, εκείνο που ήθελε πραγματικά, η κρυφή ευχή της δεν είχε πραγματοποιηθεί.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό σύννεφο που όλο έχανε το δρόμο του. Μια μέρα, μετά από δυνατό αέρα, ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα και το μικρό σύννεφο δεν πρόλαβε ν' ακολουθήσει τα αδέρφια του που απομακρύνονταν βιαστικά πάνω από τη θάλασσα. Μίλια μακριά άκουγε μια μουσική από τη φωτεινή ρόδα του λούνα – πάρκ στην παραλία του Φαλήρου. Το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα χίλια χρωματιστά λαμπιόνια που αντανακλούσαν στη θάλασσα, υψωνόταν ως τον ουρανό.
Μια φορά έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριό, ζούσε μια πτωχή πολύτεκνη οικογένεια. Δούλευαν όλοι σκληρά για να ζήσουν, αλλά η ζωή στην εξοχή ήταν δύσκολη. Ήσαν άκληροι και αναγκάζονταν να ξενοδουλεύουν, όμως και οι άλλοι χωριανοί ήσαν το ίδιο πτωχοί και δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν καθώς το χωριό είχε άγονη και κακοτράχαλη γη. Παρ’ όλη την φτώχεια τους, ήσαν άνθρωποι καλοί Χριστιανοί και υπέμεναν με υπομονή τα πάνδεινα με την προσευχή στο στόμα τους και την καλοσύνη στην καρδιά τους. Ζούσαν ενάρετο βίο σύμφωνα με τις καταβολές του Χριστού, καταβολές τα οποίες δίδασκαν στα παιδιά τους, που τις άκουαν υπάκουα και με ευλάβεια.
Ένα αστέρι κάθοταν ψηλά στους ουρανούς
Ήξερε πως τον θαύμαζαν
Μα ήθελε ναν μ' αυτούς
Τους γήινους που το θωρούν πως είναι μαγικό
Ένα αστέρι κάθονταν ψηλά στον ουρανό
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Μια φορα και ένα καιρό ήταν πολλές αμοιβάδες. Η καθεμία αμοιβάδα ήταν ξεχωριστή. Η κάθε αμοιβάδα έφτιαχνε τα δικά της έργα και έκανε κάτι διαφορετικό και πρωτότυπο. Όλες οι αμοιβάδες ήταν χαρούμενες και δημιουργικές. Ωστόσο, μια μέρα μια αμοιβάδα αποφάσισε να αλλάξει αυτή την κατάσταση. Δεν της άρεσαν τα πολύχρωμα χρώματα της χαράς. Τη νευρίαζε το πρωτότυπο και το κάτι διαφορετικό. Ήθελε να κάνει τις υπόλοιπες αμοιβάδες όμοιες μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει το κάτι διαφορετικό. Ήθελε να τις βουτήξει μέσα στη ρουτίνα και στη δυστυχία, χωρίς να υπάρχει δημιουργία και ελευθερία έκφρασης.
Μια φορά έναν καιρό στα δυτικά παράλια της Χλώρακας κοντά σε ένα γκρεμό που έστεκε πολύ ψηλός και πάνω του έσκαγαν τα άγρια κύματα, ζούσε μια έμμορφη χωριατοπούλα, κόρη ενός πλούσιου βοσκού που είχε τη μάντρα του στα χωράφια που εκτείνονταν στη συνέχεια της ακτής. Οι γονείς της την είχαν μη βρέξει και στάξει. Δεν την άφηναν να κάνει χειρωνακτικές εργασίες, παρά μόνο όλη μέρα έγνεθε με το αδράχτι της και ύφαινε με το σμιλί της.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς που είχε τρεις γιους και τους αγαπούσε πολύ. Μια μέρα αποφάσισε να δει πόσο τον αγαπούσαν κι εκείνοι. Φώναξε λοιπόν τον καθένα και τον ρώτησε πόσο τον αγαπάει.
"Σ' αγαπώ όσο αγαπώ το χρυσάφι και τα κοσμήματα", είπε ο πρώτος γιος και ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άντρας που είχε τρεις γιους. Τον μικρότερο τον έλεγαν Χαζούλη και όλοι τον περιφρονούσαν και τον κορόιδευαν.
Μια φορά κι έναν καιρο πάνω σ' ένα ξεχασμένο παλιό κεραμιδόσπιτο, στο άκρη ενός μικρού χωριού της Φθιώτιδας, ζούσαν τρεις γάτες που με τον καιρό είχαν γίνει φιλενάδες.