Κάποτε σε μία ντουλάπα, όπως μπορεί να συμβαίνει σε πολλές ντουλάπες στον κόσμο, κάθονταν ένα καλοστημένο, μοσχομυριστό, ακριβό, σιδερωμένο, απαλό, γυαλιστερό, μακρύ και συννεφί φόρεμα. Ήταν το πιο όμορφο φόρεμα σ΄ ολόκληρο τον πλανήτη. Έξω από την ντουλάπα, πεταμένο στην καρέκλα, στο κρεβάτι, καμιά φορά και στο ίδιο το πάτωμα, καθόταν ένα φούτερ.
ρούχα
Μία γυναίκα έμενε κάποτε σε χωριό. Καθημερινά ξυπνούσε από νωρίς, όταν ακόμα δεν είχε ξημερώσει, και πήγαινε να μαζέψει γάλα και αυγά, να βάλει νερό σε κανάτες και να περιποιηθεί τους στάβλους με τα ζωντανά.
Μια φορά και έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια ζούσε ένας πολύ γκρινιάρης αυτοκράτορας που όλη τη μέρα ασχολούνταν με το ντύσιμό του. Τόσο πολύ του άρεσε να ντύνεται με ωραία ρούχα, που έδινε όλα τα χρήματα του βασιλείου του για να αγοράζει καινούρια και να είναι ντυμένος στην εντέλεια.
Μια φορά και έναν καιρό, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.
Δημοφιλή παραμύθια
Γεια σας με λένε Τούλα, δηλαδή Δήμητρα αλλά όλοι με φωνάζουν Τούλα χαϊδευτικά.
- Εγώ φτιάχνω καλύτερα κεντήματα από ‘σένα καυχήθηκε η Κυρά Βελόνα, έτσι όπως στεκόταν ξαπλωμένη στο κουτί της, δίπλα στις πολλές πολλές μικρές καρφιτσούλες, στην μικρή αράχνη που είχε μπει στο κουτί που είχε ξεμείνει ανοιχτό πάνω στη ραπτομηχανή και περιεργαζόταν το στενό χώρο στον οποίο είχε βρεθεί.
Μία γυναίκα έμενε κάποτε σε χωριό. Καθημερινά ξυπνούσε από νωρίς, όταν ακόμα δεν είχε ξημερώσει, και πήγαινε να μαζέψει γάλα και αυγά, να βάλει νερό σε κανάτες και να περιποιηθεί τους στάβλους με τα ζωντανά.
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλέας και μια βασίλισσα και είχανε ένα γιο πολύ ωραίο, και τον λέγανε Ύπνο. Ο γιος τους λοιπόν αυτός δεν ήθελε να παντρευτεί. Πόσα του ’λεγε ο βασιλέας, η βασίλισσα «να παντρευτείς να κάμεις παιδιά», κείνος του κάκου.
Άλλη μια μέρα ξημέρωσε στο Χωριό του Αϊ-Βασίλη. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού εργάζονται πυρετωδώς για τη Μεγάλη Μέρα, τη Μέρα της Πρωτοχρονιάς.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα όμορφο μικρό σπιτάκι στην μέση του δάσους ζούσαν τρία γουρουνάκια μαζί με τους γονείς τους , η Πέππα, ο Τζορτζ και ο Τζόνι...
Σε ένα μικρό χωριό της Ελλάδας γεννήθηκε ένα γλυκό και όμορφο κοριτσάκι. Μόλις άνοιξε πρώτη φορά τα μάτια του, αντίκρισε τα μεγάλα στοργικά μάτια της μητέρας του και χαμογέλασε γλυκά.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.
Το μοναδικό φως που έσπαγε το σκοτάδι του δωματίου ήταν εκείνο της σόμπας που έκαιγε κάθε βράδυ. Κυριαρχούσε απόλυτη σιωπή. Κανείς δε μιλούσε, ήταν η ώρα της ημέρας που όλοι ηρεμούσαν. Την απόλυτη αυτή ηρεμία χαλούσε κάποιες στιγμές ένα ελαφρύ ροχαλητό της μικρής Ρόζας. Η Ρόζα ήταν το μικρό, νεοφερμένο σκυλάκι στο σπίτι της οικογένειας.
Η Νένα, η μικρή πεταλουδίτσα κάθισε στην άκρη ενός μεγάλου, κατακόκκινου λουλουδιού και άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν ελεύθερα πάνω στα ροζουλί μαγουλάκια της.