Κάποτε σε μία ντουλάπα, όπως μπορεί να συμβαίνει σε πολλές ντουλάπες στον κόσμο, κάθονταν ένα καλοστημένο, μοσχομυριστό, ακριβό, σιδερωμένο, απαλό, γυαλιστερό, μακρύ και συννεφί φόρεμα. Ήταν το πιο όμορφο φόρεμα σ΄ ολόκληρο τον πλανήτη. Έξω από την ντουλάπα, πεταμένο στην καρέκλα, στο κρεβάτι, καμιά φορά και στο ίδιο το πάτωμα, καθόταν ένα φούτερ.
Το φούτερ, ήταν μικρό, κουρελιασμένο, φτηνό, βρώμικο, ασιδέρωτο, σκληρό και χρώμα τσιμεντί. Ακόμα και όταν έμπαινε στο πλυντήριο, η ιδιοκτήτρια του το βρόμιζε κατευθείαν από την πρώτη φορά που το έβαζε. Το πετούσε χωρίς να το νοιάζεται καθόλου. Και αυτό καθόταν θλιμμένο, κουρασμένο, πεταμένο κάθε φορά σε άλλη γωνιά, και πάντα το ίδιο πράγμα ήθελε: να γίνει μία μέρα σαν το όμορφο και συννεφί φόρεμα. Το ζήλευε τόσο μα τόσο πολύ κάθε φορά που η ντουλάπα άνοιγε και φαινόταν η ομορφιά του. Πόσο θα ήθελε έστω και για λίγο να νιώσει σαν και αυτό! Ώσπου μία μέρα, που η ιδιοκτήτρια ξέχασε ανοιχτό το ένα φύλλο της ντουλάπας στο σημείο που ήταν αυτό μέσα, και το τσιμεντί φούτερ ήταν έξω, δεν άντεξε, ρώτησε:
- Αχ συννεφί φόρεμα πώς σε ζηλεύω για την ομορφιά σου, το στήσιμό σου, το χρώμα σου, το καμάρι σου, το άρωμά σου! Είσαι τόσο όμορφο! Γιατί να υπάρχει τόση αδικία στον κόσμο που ζούμε; Εσύ πανέμορφο και γω πανάσχημο;
- Τί λες καλό μου φούτερ; Πού την είδες την ομορφιά; Επειδή είμαι ψηλό και μακρύ είμαι και όμορφο;
- Θα με τρελάνεις φόρεμα; Είσαι ψηλό, είσαι μακρύ, έχεις χρώμα συννεφί, άρωμα γιασεμί, και είσαι απαλό πάρα πολύ. Σε αντίθεση εγώ χρώμα τσιμέντου, βρωμερό, είμαι κοινότυπο, κοντό, τσαλακωμένο ανιαρό.
- Καλό μου φούτερ, θαρρώ πως τα΄χεις μπερδέψει.
- Καλό μου φόρεμα, θαρρώ σου χει σαλέψει δε σημαίνει ότι είμαι ευτυχισμένο επειδή είμαι όμορφο για σένα. Μας δουλεύεις ψιλό γαζί μου φαίνεται, όπως και είσαι ραμμένο.
- Καλό μου φούτερ, άκου καλά αυτό που έχω να σου πω...
Το ότι είμαι ίσιο και απαλό
χρώμα του σύννεφου φορώ
και γιασεμί μοσχοβολώ
την ευτυχία δεν τη ζω
γιατί κλεισμένο είμαι εδώ.
Η αφεντικίνα μας, κοινή
εσένα μόνο όλο φορεί
εμένα μόνο μία φορά.
Με έχει κλειστό στη μοναξιά
- Τι θές να πεις;
- Πότε σε φορά η αφεντικίνα;
- Κάθε μέρα
- Αυτό λοιπόν θέλω να πώ
γλυκό μου φούτερ γκριζωπό
μπορεί να είσαι μία σταλιά
θαμπό και βρώμικο συχνά
μα η αφεντικίνα η καλή
κάθε της μέρα σε φορεί
όταν το σκύλο περπατά
για ψώνια πάει στα μαγαζιά
όταν τρέχει για αναψυχή
ή βόλτα βγάζει το παιδί
δίπλα της καθημερινά
σ΄όσα της δίνουνε χαρά
πραγματική και όχι πλαστή
είσαι επάνω της εσύ
εμένα μόνο σε γιορτή
που τότε κάθεται στητή
εσένα όταν σε φορά ιδρώνει
μα δε χολοσκά είναι πάντα αληθινή
δε νοιάζεται πώς θα φανεί
- Ααααααα, είπε το φούτερ και έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο για λίγο. Τότε έχεις δίκαιο, ναι εγώ την βλέπω κάθε μέρα και όταν με φοράει, είναι ευτυχισμένη και γελάει. Και τρέχει με το σκύλο, το παιδί ή μονάχη της και ακούει μουσική.
- Γι' αυτό σου λέω τούτο εδώ το κλείσιμο μ' έκανε σοφό. Ό,τι θα δεις ψηλό, ακριβό, μοσχοβολάτο κι απαλό ευτυχισμένο δε σημαίνει μάλλον το αντίθετο θαρρώ...
Τότε, γύρισε η αφεντικίνα κι έκλεισε το φύλο της ντουλάπας που ήταν ανοιχτό.
Κάπως έτσι, τελείωσε η μία και μοναδική κουβέντα μεταξύ του συννεφί φορέματος και του τσιμεντί φούτερ.
Μετά, έβαλε η αφεντικίνα το φούτερ και βγήκε έξω. Από τότε και στο εξής, το φούτερ ένιωθε το πιο ευτυχισμένο φούτερ στον κόσμο. Κάθε φορά που η αφεντικίνα του ίδρωνε, απολάμβανε τον ιδρώτα, κάθε φορά που το λέρωνε, σκεφτόταν πόσο χαρούμενη είναι και τρώει ανεπιτήδευτα ό,τι επιθυμεί χωρίς να την νοιάζει πώς φαίνεται στους άλλους. Και κάπως έτσι, όσο πιο τσαλακωμένο, πεταμένο, λερωμένο ήτανε, τόσο πιο χαρούμενο ένιωθε.
Κείμενο: Άννα Πατσώνη
Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια
Το επίσημο φόρεμα και το πρόχειρο φούτερ
Πολυ ωραιο παραμυθι
Το παραμύθι