Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πειρατής, κάπως διαφορετικός από τους άλλους πειρατές. Τον έλεγαν Χρυσοδόντη, γιατί είχε ένα δόντι χρυσό που γυάλιζε κάθε φορά που γελούσε. Αυτός ο πειρατής είχε κι ένα ξύλινο πόδι, επειδή έχασε το δικό του σε μια μάχη. Ο Χρυσοδόντης όμως δεν ήταν άγριος πειρατής σαν τους υπόλοιπους και γι' αυτό οι άλλοι πειρατές δεν του μιλούσαν.
ροζ διαμάντι
Δημοφιλή παραμύθια
Μια ηλιόλουστη μέρα σε ένα μικρό χωριουδάκι, γεννήθηκε ένα αγοράκι ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί.
Οι καλικάντζαροι, όπως όλοι πολύ καλά ξέρουμε, είναι εκείνα τα τρομακτικά και άσχημα πλάσματα που ζούνε κάτω από τη γη. Μόνη τους έγνοια όλο το χρόνο είναι να πριονίζουν το δέντρο που τη κρατάει. Χρόνια και χρόνια παλεύουν να το κόψουν όμως ποτέ δεν τα καταφέρνουν.
Ένας νεαρός κάποτε επισκέφτηκε έναν σοφό γέροντα. Ήταν ιδιαιτέρως θλιμμένος και πικραμένος.
Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι με πολλά δωμάτια, έμενε μια γριά. Το σπίτι ήτανε παμπάλαιο. Κανείς δεν το πρόσεχε πια και οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να ραγίζουν, οι σοβάδες να πέφτουν, τα πατώματα να σαπίζουν.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βασίλειο πολύ μακρυά από εδώ, που είχε έναν βασιλιά και μια βασίλισσα. Η βασίλισσα ήταν καλόκαρδη μα πολύ λυπημένη. Βλέπετε δεν είχε την τύχη να κάνει παιδιά.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πειρατής, κάπως διαφορετικός από τους άλλους πειρατές. Τον έλεγαν Χρυσοδόντη, γιατί είχε ένα δόντι χρυσό που γυάλιζε κάθε φορά που γελούσε. Αυτός ο πειρατής είχε κι ένα ξύλινο πόδι, επειδή έχασε το δικό του σε μια μάχη. Ο Χρυσοδόντης όμως δεν ήταν άγριος πειρατής σαν τους υπόλοιπους και γι' αυτό οι άλλοι πειρατές δεν του μιλούσαν.
Αν υπάρχει ένα βιβλίο που έχει αγαπηθεί όσο κανένα άλλο, αυτό είναι ο «Μικρός Πρίγκιπας» του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Η ιστορία του Μικρού Πρίγκιπα, ενός ιδιαίτερου παιδιού που έφτασε στη γη από άλλον πλανήτη, είναι ένα μαγικό και διαχρονικό παραμύθι που γράφτηκε για μικρούς αλλά αγαπήθηκε από μεγάλους...
Η Νένα, η μικρή πεταλουδίτσα κάθισε στην άκρη ενός μεγάλου, κατακόκκινου λουλουδιού και άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν ελεύθερα πάνω στα ροζουλί μαγουλάκια της.
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, για να της ζυμώνει το ψωμί της, και της έδινε για τον κόπο της ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία μικρά γουρουνάκια που ζούσαν ξέγνοιαστα κι ευτυχισμένα με τη μαμά τους.
Όταν μεγάλωσαν τους είπε η μαμά τους: