Μια ηλιόλουστη μέρα σε ένα μικρό χωριουδάκι, γεννήθηκε ένα αγοράκι ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί.
Άννα Τριχωνα
Δημοφιλή παραμύθια
Μια ηλιόλουστη μέρα σε ένα μικρό χωριουδάκι, γεννήθηκε ένα αγοράκι ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα πολύ φτωχό αγόρι που το έλεγαν Πετράκι. Όταν μεγάλωνε θα ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής γιατί: και του άρεσε, και ήταν πολύ καλός σε αυτό. Μάλιστα στον ελεύθερό του χρόνο έπαιζε ποδόσφαιρο με τις φίλες και τους φίλους του, σε έναν μεγάλο, πλατύ δρόμο.
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, ένας ποιητής κιθαρωδός από τη Λέσβο, ο Αρίων, που δούλευε στην αυλή του βασιλιά της Κορίνθου, έμαθε ότι στη Σικελία θα γινόταν μεγάλος αγώνας μουσικός.
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ο βασιλιάς Γουλιέλμος μαζί με την κόρη του την Φιλομήλα, ένα κορίτσι ψηλό με μαύρα μακρυά μαλλιά που ήταν όμως άσχημο. Την αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Ήταν ένα άξιο κορίτσι που καταπιανόταν με πολλά και διάφορα πράγματα. Παρ’ ότι η εξουσία που είχε, όντας κόρη του βασιλιά, της επέτρεπε να μην ασχολείται με εργασίες στο παλάτι, εκείνη δεν επαναπαυόταν και βοηθούσε ακόμα και σε χειρωνακτικές δουλειές τους υπηρέτες. Ο πατέρας της ώρες ώρες σκεπτόταν μήπως είχε γίνει κάποιο λάθος μαζί της και γεννήθηκε κορίτσι διότι πέρα από το γεγονός ότι ήταν άσχημη εμφανισιακά, βοηθούσε στις δουλειές του παλατιού, αναλάμβανε πολλές φορές καθήκοντα του ίδιου του Βασιλιά και μάλιστα συχνά κανόνιζε η ίδια τις συναντήσεις του με άλλους βασιλείς.
Ένα ποντικάκι μία φορά προσπαθούσε να ξεφύγει από τα νύχια μίας γάτας η οποία το κυνηγούσε για ώρα και κρύφτηκε μέσα στην τρύπα ενός τοίχου. Η γάτα άρχισε τότε να σκαρφίζεται διάφορους τρόπους για να το βγάλει έξω.
Αγαπημένε μου φίλε, η μαμά μου όταν ήμουν μικρούλι, πιο μικρούλι φαντάσου από εσένα, συνήθιζε να μου τραγουδάει ένα πολύ όμορφο, γλυκό τραγουδάκι:
Μια φορά και ένα καιρό ζούσαν σε ένα μικρό χωριό που το έλεγαν Ελατοφωλιά δύο πολύ αγαπημένα αδερφάκια, ο Μενέλαος και η Χλόη.
Ο Μενέλαος είχε μαύρα μαλλιά και ματάκια στο χρώμα του μελιού και η Χλόη είχε καστανά μαλλάκια, μάτια πράσινα και ροδοκόκκινα μάγουλα που θύμιζαν ζουμερές φράουλες.
Ένα αστέρι κάθοταν ψηλά στους ουρανούς
Ήξερε πως τον θαύμαζαν
Μα ήθελε ναν μ' αυτούς
Τους γήινους που το θωρούν πως είναι μαγικό
Ένα αστέρι κάθονταν ψηλά στον ουρανό
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλέας και μια βασίλισσα και είχανε ένα γιο πολύ ωραίο, και τον λέγανε Ύπνο. Ο γιος τους λοιπόν αυτός δεν ήθελε να παντρευτεί. Πόσα του ’λεγε ο βασιλέας, η βασίλισσα «να παντρευτείς να κάμεις παιδιά», κείνος του κάκου.
Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.