Βαριόταν ο Παραμυθούλης ολομόναχος όλη μέρα στο ράφι πάνω από το κρεβάτι, να κάθεται και να καταπίνει όλη τη σκόνη που η Σοφούλα απορροφημένη όλη μέρα από τα διαβάσματα κι άλλοτε από τα παιχνίδια, άφηνε συχνά να μαζεύεται στα ράφια κι άρχισε να σκέφτεται τι να κάνει για να σμίξει με τη παρέα του τα άλλα παραμύθια, να παίζει και να περνάει καλά,
Ειρήνη Χιώτη
Η Ειρήνη Χιώτη κάνει συχνά ταξίδια στην παραμυθοχώρα της, από το παράθυρο του παιδικού της δωματίου, όπου συναντά Μάγισσες, δράκους νεράιδες και ξωτικά που της λένε τα μυστικά τους. Κινδυνεύει καμιά φορά να αποξεχαστεί εκεί αλλά συνήθως βρίσκει το δρόμο της επιστροφής στην πραγματικότητα. Όταν γυρίζει πίσω στο κόσμο των κανονικών ανθρώπων συνήθως όλα αυτά τα κάνει παραμύθια...
Μια φορά κι έναν καιρο πάνω σ' ένα ξεχασμένο παλιό κεραμιδόσπιτο, στο άκρη ενός μικρού χωριού της Φθιώτιδας, ζούσαν τρεις γάτες που με τον καιρό είχαν γίνει φιλενάδες.
- Εγώ φτιάχνω καλύτερα κεντήματα από ‘σένα καυχήθηκε η Κυρά Βελόνα, έτσι όπως στεκόταν ξαπλωμένη στο κουτί της, δίπλα στις πολλές πολλές μικρές καρφιτσούλες, στην μικρή αράχνη που είχε μπει στο κουτί που είχε ξεμείνει ανοιχτό πάνω στη ραπτομηχανή και περιεργαζόταν το στενό χώρο στον οποίο είχε βρεθεί.
Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια μικρή κόκκινη κότα. Μια μέρα ενώ σκάλιζε το χώμα στον αχυρώνα που ζούσε, βρήκε ένα σπόρο σιταριού. Τότε ρώτησε τα υπόλοιπα ζώα του αγροκτήματος: «Ποιος θα φυτέψει αυτό το σιτάρι;»
Η σχολική χρονιά είχε ξεκινήσει και τα πρώτα ζόρια με τα μαθήματα ξεκινούσαν. Ευτυχώς, όμως για τα παιδιά, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, είχαν ένα μικρό διάλειμμα μιας άλλης γιορτής, που αν και σύντομη, ήταν απ' τις αγαπημένες τους γιορτές του κόσμου. Αυτή του Χαλογουίν.
Μια φορά και έναν καιρό, μακριά πολύ μακριά, εκεί που δεν φτάνει ανθρώπινο μάτι και ψηλά πολύ ψηλά, πιο ψηλά και από τις κορυφές των βουνών, πιο πέρα και από τα μαλακά λευκά και ροζ συννεφάκια, μέσα από λαμπερά αστεράκια που μοιάζουν με φαναράκια, τον χρυσοκίτρινο ήλιο που ζεσταίνει τον καταγάλανο ουρανό και το φεγγάρι που ασημοβάφει την θάλασσα
Μαμά θέλω καινούρια παπούτσια!
- Κι άλλα; Πριν δυο βδομάδες πήραμε!
- Κι άλλα…
- Να ρωτήσω γιατί;
- Να… Νομίζω πως δε με συμπαθούν πολύ… Και φοβάμαι μη μου κάνουν κακό όπως στο μικρό
Λουκά κάποτε.
- Ποιόν Λουκά; Τι;
Μια φορά και ένα καιρό, έξω από ένα μεγάλο δάσος, ζούσε ένας ξυλοκόπος τόσο φτωχός, που με δυσκολία εξασφάλιζε κάθε μέρα λίγο ψωμί για τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, τον Χάνσελ και την Γκρέτελ.
Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένα αγοράκι, ο Άγγελος. Ήταν πάντα ατημέλητο, και στο σχολείο δεν είχε πολλούς φίλους. Σπάνια έπαιζε με τα άλλα παιδιά και αυτό μόνο όταν τους έλειπε κάποιος παίκτης και δεν γινόταν να παίξουν αλλιώς. Μάλιστα καμία φορά το κορόιδευαν για τα παλιά ρούχα που φόραγε. Και κάποιες άλλες φορές επειδή ήταν σκισμένα. Μα αυτός δεν έλεγε τίποτα.
Μια φορά και έναν καιρό, ο βασιλιάς της Αθήνας που τον έλεγαν Αιγέα, γυρνούσε από το µαντείο των ∆ελφών, και πέρασε από την Τροιζήνα. Εκεί γνώρισε την Αίθρα, την κόρη του βασιλιά Πιτθέα, και την ερωτεύτηκε. Από αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας. Ενώ η Αίθρα ήταν ακόµη έγκυος, ο Αιγέας χρειάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα.
Μία φορά σε μία πόλη, ήταν μαζεμένα πολλά περιστέρια σε μία πλατεία, όπως γίνεται άλλωστε σε πολλές πόλεις. Εκεί κάποιες φορές, τα τάιζαν οι περαστικοί, άλλοτε όχι, αλλά κάνανε κάθε μέρα το πρωινό τους συμβούλιο. Συζητούσαν πώς περάσανε τη μέρα τους, πού πετάξανε, πού υπάρχει καλό φαγητό, αν χάθηκε κάποιο, και άλλα πολλά.
Ακούστε την Κάρμεν Ρουγγέρη και την Ελένη Ζιώγα, με την μουσική του Στέφανου Βαρελά, να διαβάζουν το πρώτο μέρος του γνωστού παραμυθιού «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» των Αδελφών Γκριμ.
Η Πεντάμορφη και το Τέρας είναι ένα κλασικό παραμύθι, για τη δύναμη της αληθινής αγάπης, η οποία είναι ικανή να μεταμορφώσει και το πιο φοβερό τέρας.
«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»