Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.
- Άιντε, σήκω Ρηνιώ μου ξημέρωσε, ώρα να βάλουμε μπροστά τις δουλειές της μέρας.
Η Ρηνιώ σηκώθηκε ανόρεχτα, καθώς το κρεβάτι, μέσα στο κρύο χειμωνιάτικο ξημέρωμα, ήταν ζεστό ζεστό κι ο ύπνος γλυκός. Μα δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Έπρεπε να βοηθήσει τη μάνα της, να προκάνουν να ‘χουν έτοιμες τις δουλειές μέχρι να μεσημεριάσει και γυρίσει από τα χωράφια ο πατέρας της ο κυρ Γιώργης, να ΄βρει ένα πιάτο έτοιμο φαΐ να ξαποστάσει.
Γρήγορα γρήγορα, ετοιμάστηκε κι αυτή και μαζί με τη μάνα της βγήκαν στα σοκάκια του χωριού. Καλημέρισαν μια δυό γειτόνισσες που ‘χαν κι αυτές ξυπνήσει αχάραγα για τις δουλειές του σπιτιού κι ύστερα βγήκαν στο δημόσιο δρόμο έξω από το χωριό. Μια και δυο, πέρασαν το στενό πέτρινο γεφύρι, προχώρησαν λίγο ακόμα πάνω στο δρόμο που ΄βγαζε έξω απ’ το χωριό, κι ύστερα έφτασαν στην πηγή του χωριού, στις παρυφές του δάσους που στεφάνωνε το μικρό χωριουδάκι.
Ρίχνοντας οι δυο γυναίκες λίγο φοβισμένα βλέμματα γύρω τους, γιατί πολλά είχαν ακούσει να συμβαίνουν κοντά στα τρεχούμενα νερά και τα δάση, γέμισαν στα γρήγορα δυο μεγάλα κανάτια με νερό και βιαστικά βιαστικά, πήραν πάλι το δρόμο της επιστροφής. Η καρδιά τους χτυπούσε γρήγορα, γιατί ήξεραν, από τις ιστορίες που διηγούνταν συχνά οι συγχωριανοί τους, τα βράδια του χειμώνα, όταν μαζεύονταν οι παρέες γύρω από τα τζάκια, πως εκεί στην ερημιά, τριγυρίζουν φτερωτές νεράιδες και παμπόνηροι Καλικάντζαροι κι αν τύχει να τους συναντήσεις τούτες ‘δω τις μέρες των Χριστουγέννων, που ‘χουν αφήσει το αιώνιο πελέκημά τους κι έχουν ανέβει στην επιφάνεια της γης, θα σε βάλουν να χορεύεις μέσα στον κύκλο τους μέχρι που να τρελαθείς ή θα σου κλέψουν τη μιλιά. Ή ακόμα χειρότερα, θα σε πάρουν μαζί τους στον δικό τους κόσμο και θα γίνεις κι εσύ ξωτικό...
Αυτά κι άλλα παρόμοια περίεργα, ήξεραν από μικρές η Κυρά Πηνιώ και η Ρηνιώ και καθώς είχαν μεγαλώσει με το φόβο των ξωτικών, έτρεμαν κάθε πρωί που πήγαιναν στη βρύση, μη τυχόν και συναντήσουν κανένα απ’ αυτά τα αλλόκοτα πλάσματα και δεν ήξεραν τι θα μπορούσε να τους συμβεί. Και να, εκείνο το πρωί, έμελλε να επιβεβαιωθούν οι αρχέγονοι φόβοι τους...
Καθώς είχαν απομακρυνθεί γρήγορα γρήγορα από τη βρύση κι είχαν φτάσει πάλι στο γεφύρι, την ώρα που το διέσχιζαν μέσα στα σκοτάδια, καθώς δεν είχε ακόμη καλά καλά ξημερώσει, άκουσαν μια περίεργη φωνή μέσα από τα βάτα, κάτω από το γεφύρι, να τις καλεί.
« - Πηνιώ... Ρηνιώ... δωσ’ μου λίγο απ΄ το νερό σου... »
Οι δυο γυναίκες μαρμάρωσαν πάνω στο γεφύρι από τον τρόμο τους.
- Τι ‘ν τούτο; Ρώτησε η μια την άλλη με τα μάτια, μη τολμώντας μήτε να κουνήσουν ρούπι, μήτε να μιλήσουν.
- Μπα, η ιδέα μας θα είναι, είπαν ύστερα από λίγο σιγανά η μια στην άλλη και ξεκίνησαν πιο βιαστικά το βήμα τους, όταν δεν πρόλαβαν να κάνουν δυο βήματα κι η περίεργη φωνή ξανακούστηκε.
« - Πηνιώ... Ρηνιώ... δωσ’ μου λίγο απ΄ το νερό σου... »
Οι δυο γυναίκες κατατρόμαξαν. Δεν ήξεραν πως ν’ αντιδράσουν, ώστε να μη προκαλέσουν την οργή του αόρατου πλάσματος που τις καλούσε, καθώς δεν έβλεπαν γύρω τους κανέναν που θα μπορούσε να είναι άνθρωπος και να μιλάει μ’ αυτή τη φωνή. Σιγά σιγά η Κυρά Πηνιώ, έσκυψε λίγο από τη μια πλευρά του γεφυριού, μήπως δει εκεί κάποιον και σκεφτόταν μήπως κάποιο από τα σχολιαρόπαιδα του χωριού, το ‘χε βάλει σκοπό ‘κείνη την ώρα να τους κάνει πλάκα.
Μα μήτε κάτω απ΄ το γεφύρι αντίκρυσε κανέναν. Τότε γύρισε δίπλα στην κόρη της και κατατρομαγμένη της έκανε νόημα, να αφήσει σιγά σιγά κάτω τη στάμνα της, κι έκανε κι εκείνη τη ίδιο. Ύστερα οι δυο γυναίκες με μικρά βήματα, πέρασαν το γεφύρι και μόλις έφτασαν στα πρώτα σπίτια του χωριού, η Κυρά Πηνιώ, σήκωσε τη μακριά της φούστα που συνήθως όλο και μπερδεύονταν ανάμεσα στα πόδια της κι άρχισε να τρέχει πανικόβλητη, χτυπώντας τα πασούμια της στα πλακόστρωτα δρομάκια του χωριού. Κι ακολουθούμενη από την εξίσου φοβισμένη μικρή Ρηνιώ, μόλις έφτασαν στο φτωχικό τους, γρήγορα γρήγορα άνοιξαν την πόρτα, μπήκαν μέσα και κλείδωσαν, κι ύστερα κάθισαν λαχανιασμένες στις πρώτες καρέκλες που βρήκαν μπροστά τους και προσπαθούσαν να συνέλθουν και να κατανοήσουν τι ήταν αυτό που τους είχε συμβεί.
Πρώτη μίλησε η μικρή Ρηνιώ.
- Τι ήταν αυτό μάνα; Ρώτησε τρομαγμένο το κοριτσάκι.
- Δε ξέρω παιδί μου, της απάντησε σκιαγμένη ακόμα η μάνα της, ή κανά ξωτικό ή κανάς καλικάντζαρος απ’ αυτούς τους αναθεματισμένους που γυρίζουν τούτες τις μέρες στο χωριό. Θα φωνάξουμε τη γρια τη Γιάννενα, που τα ξέρει αυτή καλύτερα να μας δώσει αν μπορεί κάποια εξήγηση.
‘Έπειτα η Κυρά Πηνιώ, έφτιαξε ένα πικρό καφέ να συνέλθει, και καταπιάστηκε με βαριά καρδιά με τις δουλειές του σπιτιού, καθώς τα πόδια της από την τρομάρα της, δεν την βαστούσαν ακόμα, μα δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Και κατά το μεσημεράκι έστειλε τη Ρηνιώ της στο σπίτι της Γιάννενας, να καλέσει το απόγευμα τη γριούλα να της πούνε τα καθέκαστα.
Κατά τις τέσσερις το απόγευμα και πριν δύσει ξανά ο ήλιος, σαν είχαν αποφάει οι περισσότεροι νοικοκυραίοι του χωριού κι ο Κυρ Γιώργης, έπαιρνε στο μέσα το δωμάτιο τον μεσημεριανό του υπνάκο, χτύπησε την πόρτα του σπιτιού η γρια η Γιάννενα.
- Μετά τις σύντομες χαιρετούρες, οι τρεις γυναίκες έψησαν καφέ και κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας. Η Κυρά Πηνιώ, στα γρήγορα, διηγήθηκε την πρωινή της περιπέτεια στη γρια κι ύστερα τη ρώτησε, να τους πει αν ήξερε, τι πλάσμα ήταν αυτό που τις κατατρόμαξε το χάραμα.
Αφού το σκέφτηκε λίγο η Γιάννενα τους είπε:
- Καλικάντζαρος σίγουρα θα ‘ταν παιδί μου, και καλά κάνατε και τους αφήσατε τα κανάτια με το νερό, γιατί αλλιώς θα θύμωνε και θα καλούσε και τ’ άλλα τελώνια τους συντρόφους του και τότε μπορεί να είχατε άσχημα ξεμπερδέματα.
- Τι θα μας έκαναν γιαγιά; ρώτησε η μικρή Ρηνιώ φοβισμένη.
- Ή που θα σας έπαιρναν τη μιλιά παιδί μου, ή θα σας έβαζαν να χορεύετε μέσα στο κύκλο τους, ασταμάτητα μέχρι να τρελαθείτε ή θα σε παίρνανε μαζί τους κοριτσάκι μου και θα γινόσουν κι εσύ ξωτικό, είπε η γρια κι έφτυσε τρεις φορές τον κόρφο της.
Μίλησαν ώρα πολύ, μέχρι που νύχτωσε κι ύστερα η Γιάννενα, έφυγε πάνω στο μπαστούνι της, μουρμουρίζοντας προσευχές και διάφορα πανάρχαια αντιξόρκια και κάνοντας συνέχεια το σταυρό της. Και πριν φύγει τους είπε τούτο 'δω:
- Άλλη φορά, όταν το ΄χετε να πάτε στη πηγή του χωριού ή στο δάσος, θα παίρνετε μαζί σας, μέσα στις τσέπες σας μπόλικο αλάτι. Κι αν τύχει να ξανανταμώσετε κανά τέτοιο έξω από ΄δω, γρήγορα γρήγορα θα φτιάξετε ένα κύκλο με το αλάτι γύρω σας και θα περιμένετε μέχρι να ξημερώσει και να διαλυθούν οι σκιές. Έτσι τα ξωτικά και οι καλλικάντζαροι, δε θα μπορούν να μπουν μέσα στον κύκλο του αλατιού που θα σας προστατεύει και να σας βλάψουν.
Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω από τη γρια Γιάννενα, οι δυο γυναίκες, μάνα και κόρη, έμειναν ανακουφισμένες που δεν είχαν πάθει τα χειρότερα, να συλλογιούνται το αλλόκοτο συμβάν, δίπλα στο αναμμένο τζάκι τους. Είχε πια σκοτεινιάσει...
Από ΄κείνη την ημέρα και για πολύ καιρό μετά, Η κυρά Πηνιώ, δεν πήγαινε μόνη της στη βρύση. Περίμενε να μαζευτούν κι οι άλλες γυναίκες του χωριού, κι όλες μαζί τραβούσαν λίγο πιο αργά, κατά τη δημοσιά κι έτσι η Κυρά Πηνιώ, ένιωθε μια ασφάλεια μαζί τους. Και δεν ξαναπήρε μαζί της τη Ρηνούλα της, μα μήτε και της ξανάτυχε κάποιο παρόμοιο περιστατικό κι έτσι σιγά σιγά ο φόβος της ξεπεράστηκε και διαλύθηκε. Ωστόσο για καλό και για κακό, όποτε ξεμάκραινε από τα ασφαλή όρια του χωριού της, πάντα έπαιρνε μαζί της, μέσα στη τσέπη της, ένα σακουλάκι με αλάτι.
Μόνο που λίγες μέρες μετά, την ώρα που καθάριζε το τζάκι της, άκουσε κάτι σα φτερούγισμα μέσα στην καμινάδα. Έσκυψε λίγο μες το τζάκι και κοίταξε προς τα πάνω, μα δεν είδε τίποτα.
- Κανά μικρό πουλί θα πιάστηκε φαίνεται, σκέφτηκε και αποφεύγοντας να συνδυάσει το μυστηριώδες φτερούγισμα, με τη φωνή που τις είχε αναστατώσει τις προάλλες, έστειλε τις σκέψεις της, στις αγγαρίες της καθημερινότητάς της και δεν έδωσε περαιτέρω σημασία στο δεύτερο αυτό παράξενο συμβάν.
Ύστερα, το μεσημέρι, την ώρα που γυρνούσε από το φούρνο του χωριού, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, βρήκε πάνω στο τραπέζι της, τα δυο κανάτια, που ΄χαν αφήσει αλαφιασμένες πάνω στο γεφύρι ‘κείνο το πρωί, ξεχειλισμένα ως απάνω με κόκκινο γλυκύτατο κρασί και δίπλα στα κανάτια ένα μεγάλο και ζουμερό ρόδι.
Η Κυρά Πηνιώ τα ΄χασε, μα για να μη δώσει συνέχεια στην όλη ιστορία και για να μη τρομάξει κι άλλο την κόρη της, έκρυψε τα κανάτια στη θέση τους, φύλαξε το κρασί σε δυο μικρά βαρέλια στο κελάρι της, και κρέμασε το ρόδι στην είσοδο του σπιτιού της, χωρίς να πει πια τίποτα σε κανέναν. Κι εκείνη τη χρονιά, η σοδειά της οικογένειας ήταν η πιο πλούσια απ’ όλες τις προηγούμενες χρονιές, και το τραπέζι τους πάντα γεμάτο...
Λίγα λόγια για το παραμύθι
Το παραμύθι αυτό δεν είναι ακριβώς παραμύθι, μια και πρόκειται κατά το ήμισυ (ως προς το πρώτο μέρος του δηλαδή) για αληθινή ιστορία, κατά πως την έλεγε κάποτε η γιαγιά της συγγραφέως, όπως τη βίωσε την εποχή που ζούσε σε χωριό έξω από το Αγρίνιο, πριν μετοικήσει στο εμπορικό κέντρο της εποχής (στο κέντρο της πόλης δηλαδή)...
Η Ειρήνη Χιώτη κάνει συχνά ταξίδια στην παραμυθοχώρα της, από το παράθυρο του παιδικού της δωματίου, όπου συναντά Μάγισσες, δράκους νεράιδες και ξωτικά που της λένε τα μυστικά τους. Κινδυνεύει καμιά φορά να αποξεχαστεί εκεί αλλά συνήθως βρίσκει το δρόμο της επιστροφής στην πραγματικότητα. Όταν γυρίζει πίσω στο κόσμο των κανονικών ανθρώπων συνήθως όλα αυτά τα κάνει παραμύθια...