«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
«Άραγε, ποιος να μένει σε αυτό το μανιταρόσπιτο;», ρωτάνε τα σύννεφα. «Μα φυσικά, ποιος άλλος; Ο Χέρμαν!», απαντάει ο ήλιος. «Και ποιος είναι ο Χέρμαν;», ρωτάνε ξανά τα σύννεφα. «Δεν ξέρετε τον Χέρμαν; Ελάτε να σας τον γνωρίσω!», λέει ο ήλιος.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσανε δύο φίλοι. Το έναν τον έλεγαν Παύλο, τον άλλο Παναγή. Ο Παύλος ήταν ανύπαντρος, και ο Παναγής είχε γυναίκα και έναν γιο...
Μια φορά ήταν ένας χαρούμενος και ευτυχισμένος άνθρωπος που ζούσε με την οικογένεια του στην άκρη του χωριού. Καλλιεργούσε ένα χωραφάκι που με πολλή ιδρώτα το όργωνε και το περιποιόταν, και αυτό πλουσιοπάροχα του έδινε τους καρπούς του. Δεν ήταν πλούσιος, αλλά ούτε φτωχός.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας ποντικούλης που το λέγανε Τρωκτικούλη. Ο Τρωκτικούλης ο ποντικούλης κάθε φορά που έβλεπε τα αστεράκια στον ουρανό ήθελε να τα αγγίξει.
Η ιστορία του Όλιβερ, ενός αδέσποτου σκύλου που θέλησε να ζήσει ελεύθερος.
Πίσω απ’ το ιερό στο ολόλευκο εκκλησάκι της Αγια Μαρίνας στην Αμοργό, ένας πεύκος και ένα κυπαρίσσι. Φουντωτό φουντωτό με στιβαρό κορμό το ένα, ψηλόλιγνο με αρχοντική ομορφιά το άλλο. Από τη στιγμή που φύτρωσαν, φύτρωσε και η αγάπη του ενός για το άλλο.
Γεια σας παιδιά! Είμαι ο Βίκτωρ και θέλω πολύ να μοιραστώ μαζί σας μια ιστορία! Είμαι 7 χρόνων και φέτος ξεκίνησα τη Δευτέρα Δημοτικού! Δύσκολη τάξη! Έχω μια μαμά που τη λένε Ντόνα, έναν μπαμπά, τον Έρικ και δύο αδέρφια, τον Τόνυ που είναι 11 χρονών και πηγαίνει στην Έκτη Δημοτικού και τη Λίλη που είναι 3 χρόνων και δεν πηγαίνει ακόμα σχολείο –η τυχερή!- Α! Έχω και μία γιαγιά, την Άλις και σήμερα, νομίζω, ότι θα μπορέσω να σας πω με σιγουριά πόσο χρονών είναι! Έχει τα γενέθλιά της σήμερα και το απόγευμα θα κόψουμε την τούρτα! Ξέρετε, μέχρι πέρσι δεν ήξερα πόσο χρονών είναι η γιαγιά μου γιατί όσες φορές τη ρώτησα δεν θυμόταν να μου πει και όσες φορές προσπάθησα να το καταλάβω μετρώντας τα κεράκια πάνω στην τούρτα δεν τα κατάφερνα, γιατί είναι τοοοοοσα πολλά που δεν προλάβαινα να τα μετρήσω όλα! Σήμερα όμως θα τα καταφέρω ,ξέρετε γιατί; Γιατί ΕΜΑΘΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟ! Ει, μη γελάτε, δεν ήταν καθόλου εύκολο να το καταφέρω! Ώρα να σας διηγηθώ τώρα πώς τα κατάφερα, αν θέλετε, τι λέτε;
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια βασίλισσα και ένας βασιλιάς. Αυτοί είχαν μια κορούλα, την Άρτεμη. Μετά από πολύ καιρό, η βασίλισσα και ο βασιλιάς γέρασαν, και άφησαν την κόρη τους βασίλισσα στο παλάτι. Αυτοί πήγαν σε ένα εξοχικό, και έζησαν εκεί για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή υπήρχε μία λευκή φοράδα στον κόσμο. Αυτή η λευκή φοράδα γέννησε ένα αγόρι. Το θήλασε για επτά χρόνια, και μετά του είπε:
- Γιε μου, βλέπεις αυτό το μεγάλο δέντρο;
- Το βλέπω.
- Να σκαρφαλώσεις στην κορυφή του και να βγάλεις τον φλοιό του.
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, σε ένα μακρινό βασίλειο στη Φρυγία ήταν ένας βασιλιάς, που τον έλεγαν Μίδα. Ο Μίδας είχε πάθος για το χρυσάφι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που δεν θα πούμε εδώ.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ποντίκι πολύ λαίμαργο. Έτρωγε, έτρωγε, ώσπου φούσκωνε τόσο πολύ η κοιλιά του, που δεν μπορούσε να κάνει ρούπι* από τη θέση του!