Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, για να της ζυμώνει το ψωμί της, και της έδινε για τον κόπο της ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε.
Παραδοσιακά Παραμύθια
Παραμύθια από την ελληνική παράδοση
Κάτω από τη Γη υπάρχει ένα μεγάλο δένδρο, ωσάν στύλος πελώριος, και γερός, και βαστάει τη γη. Έτσι έλεγαν οι παλαιότεροι. Εκεί κάτω ευρίσκονται όλο το χρόνο οι Καλικάντζαροι και δουλεύουν νύκτα και ήμερα.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας μπαλωματής και τον έλεγαν Λάζαρο. Μια μέρα, που μπάλωνε, μαζεύτηκαν πολλές μύγες. Ο Λάζαρος τράβηξε ένα μπάτσο και σκότωσε σαράντα μύγες. Τότε πήγε κι έφτιαξε ένα σπαθί κι έγραψε πάνω του: "Με μια τραβησιά σκότωσα σαράντα ψυχές!". Κι αφού το έφτιαξε το σπαθί, κίνησε και πήγε στην ξενιτιά.
Κόκκινη κλωστή δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν’ αρχινίσει.
Παραμύθι μύθι μύθι,
το κουκί και το ρεβύθι,
εμαλώνανε στη βρύση.
Πέρασε και η φακή
και τα βάζει φυλακή.
Μα η φάβα της φωνάζει:
»Φακή, βγάλτα, δεν πειράζει.»
Μια φορά και έναν καιρό, έναν Απρίλη, όλος ο κάμπος ήταν πράσινος και λουλουδιασμένος. Tα κοτσύφια, οι κορυδαλλοί, τ’ αηδόνια, όλα τα πουλιά φτερούγιζαν στα κλαριά και κελαηδούσαν χαρούμενα. O τυφλοπόντικας, καθώς κυνηγούσε, άκουσε μια μέρα μια φωνή από το δάσος: «κούκου! κούκου!».
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα χωριό στην Αφρική ζούσε ένας εργατικός χωρικός που τον έλεγαν Μαχμαντού. Μια μέρα ο Μαχμαντού πήγε να δει το χωράφι του δίπλα στο ποτάμι, που είχε φυτέψει φιστίκια… Έκπληκτος ανακάλυψε πώς έλειπε ένα μεγάλο μέρος από τη σοδειά του.
Mια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φαντασμένος κόρακας που νόμιζε ότι ειναι ξύπνιος και όμορφος. Μια μέρα, ο κόρακας της ιστορίας μας βρήκε ένα κομμάτι τυρί, το άρπαξε και κάθισε στο κλαδί μιας ελιάς να το φάει με την ησυχία του.
Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι με πολλά δωμάτια, έμενε μια γριά. Το σπίτι ήτανε παμπάλαιο. Κανείς δεν το πρόσεχε πια και οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να ραγίζουν, οι σοβάδες να πέφτουν, τα πατώματα να σαπίζουν.
Μια φορά και έναν καιρό, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.
Μια φορά και έναν καιρό, δυο φίλοι βάδιζαν στον ίδιο δρόμο, μέσα από βουνά και κοιλάδες. Παρόλο που βρισκόταν σε άγνωστο μέρος, ο άντρας ένοιωθε ασφαλής γιατί, ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του θα τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κίνδυνο εμφανιζόταν μπροστά τους.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας λαγός που καυχιόταν ότι έτρεχε πιο γρήγορα από κάθε ζώο του δάσους.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο καυχησιάρης λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι.
Καθώς έτρωγε, είδε λίγο πιο μακριά μια χελώνα να περνάει αργά-αργά.
Μια φορά και έναν καιρό, ένας ταξιδιώτης νοίκιασε ένα γάιδαρο και το αφεντικό του, για να τον βοηθήσουν να διασχίσει μια έκταση έρημη.
Ξεκίνησαν πολύ πρωί, ο ταξιδιώτης πάνω στο γάιδαρο και το αφεντικό του γαϊδάρου δίπλα του, με τα πόδια.
Το μεσημέρι που η ζέστη είχε γίνει αφόρητη έκαναν μια στάση.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πλούσιος κτηματίας, που δεν είχε κανέναν άλλον στον κόσμο, παρά τον μονάκριβο γιο του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ φοβητσιάρης, φοβόταν ακόμα και την ίδια του τη σκιά. Ένα βράδυ είδε ένα παράξενο όνειρο: πως το γιο του τον έφαγε ένα λιοντάρι.
Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ήταν μία μαμά κατσίκα η οποία είχε επτά μικρά κατσικάκια. Η κατσίκα αυτή αγαπούσε πολύ τα κατσικάκια της όπως κάθε μητέρα αγαπάει τα παιδάκια της.
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε πολλές όμορφες κόρες. Η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, που ακόμη και ο ήλιος αναρωτιόταν κάθε φορά που της φώτιζε το πρόσωπο.
Τι μπορεί να θέλει μια γυναίκα που φαινεται να εχει τα παντα? Ενα παιδακι! Αν ακολουθησει πιστα τις οδηγιες που της εδωσε μια γρια γυναικα με αιμα νεραϊδας, θα το αποκτησει. Και το ονομα της μικρουλας θα ειναι .....Τοσοδουλα!
Κάποτε σε ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα ζούσε ένας σοφός γέροντας. Του άρεσε να κάθεται στη βεράντα του και να κοιτά τη θάλασσα. Για να μη νιώθει μοναξιά είχε κρεμάσει ένα ασημένιο κουδουνάκι στη σκεπή της βεράντας.
Δημοφιλή παραμύθια
Ένας ήρεμος άνθρωπος κάποτε κατοικούσε σε ένα χωριό. Καμία προσβολή, καμία κακία που άκουγε δεν τον πείραζε.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν δύο αδέρφια. Η Γαριφαλιά και ο Δημήτρης. Αυτά τα δύο αδέρφια φαινόταν με μια ματιά ότι ήταν δίδυμα. Δυστυχώς, δεν είχαν καθόλου φίλους γιατί όλοι τους περνούσαν για τρελούς, λόγο της φαντασίας τους. Ήταν 8 χρονών και δεν ξέρω άλλα παιδιά που να ήταν τόσο μα τόσο περιπετειώδη.
Μια φορά έναν καιρό στα δυτικά παράλια της Χλώρακας κοντά σε ένα γκρεμό που έστεκε πολύ ψηλός και πάνω του έσκαγαν τα άγρια κύματα, ζούσε μια έμμορφη χωριατοπούλα, κόρη ενός πλούσιου βοσκού που είχε τη μάντρα του στα χωράφια που εκτείνονταν στη συνέχεια της ακτής. Οι γονείς της την είχαν μη βρέξει και στάξει. Δεν την άφηναν να κάνει χειρωνακτικές εργασίες, παρά μόνο όλη μέρα έγνεθε με το αδράχτι της και ύφαινε με το σμιλί της.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Σε μια γειτονιά της Αθήνας, γκρι από το πολύ τσιμέντο και τις πολυκατοικίες, ένα μικρό μαγαζάκι την έκανε να ξεχωρίζει από τις άλλες, θυμίζοντας στον κάθε βιαστικό περαστικό, πως όλοι κάποτε ήμασταν παιδιά.
Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή υπήρχε μία λευκή φοράδα στον κόσμο. Αυτή η λευκή φοράδα γέννησε ένα αγόρι. Το θήλασε για επτά χρόνια, και μετά του είπε:
- Γιε μου, βλέπεις αυτό το μεγάλο δέντρο;
- Το βλέπω.
- Να σκαρφαλώσεις στην κορυφή του και να βγάλεις τον φλοιό του.
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος στο βασίλειο του ουρανού επικρατεί αναστάτωση. Όλοι οι άγγελοι θέλουν να κάνουν τα Χριστούγεννά μας όσο πιο όμορφα γίνεται. Άλλοι ετοιμάζουν το χιόνι που θα πέσει, άλλοι φροντίζουν το πνεύμα των Χριστουγέννων να πάει παντού, κάποιοι ετοιμάζουν τα μικρά θαύματα που θα γίνουν, κάποιοι άλλοι ελέγχουν τα φτερά τους ώστε να είναι έτοιμα για να πετάξουν από άκρη σε άκρη σε όλη τη γη και όλοι ψέλνουν με την υπέροχη, αγγελική φωνή τους.
Μια φορά κι έναν καιρό, η Δυσκολούλα ήταν μια χαριτωμένη και γλυκύτατη πριγκίπισσα που είχε όμως ένα ελάττωμα. Ήταν το πιο αναποφάσιστο κορίτσι του κόσμου, Δυσκολευόταν πολύ να αποφασίσει τι ακριβώς προτιμάει, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρεί όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και όλους τους άλλους.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα καταπράσινο δάσος με πολλά όμορφα λουλούδια, δέντρα πράσινα πουλιά κάθε λογής ζούσε ένα μικρό αηδόνι μαζί με την οικογένεια του τον λέγανε Ρίκο.
Το αηδόνι ήταν πολύ θλιμμένο. Τα αδέρφια του, οι φίλοι του δεν τον κάνανε παρέα γιατί δεν ήξερε να κελαηδάει όπως τα άλλα πουλιά, και τον κορόιδευαν.
Είμαι η Μόλυ η μωβ κιμωλία, και αποφάσισα να σας πω την ιστορία μου. Τον λόγο, θα τον καταλάβετε στο τέλος.