Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας μπαλωματής και τον έλεγαν Λάζαρο. Μια μέρα, που μπάλωνε, μαζεύτηκαν πολλές μύγες. Ο Λάζαρος τράβηξε ένα μπάτσο και σκότωσε σαράντα μύγες. Τότε πήγε κι έφτιαξε ένα σπαθί κι έγραψε πάνω του: "Με μια τραβησιά σκότωσα σαράντα ψυχές!". Κι αφού το έφτιαξε το σπαθί, κίνησε και πήγε στην ξενιτιά.
Και σαν περπάτησε δυο μέρες μακριά από τον τόπο του, βρήκε ένα πηγάδι κι έπεσε κι εκοιμήθηκε. Εκεί όμως έμεναν δράκοι.
Τότε ήρθε στο πηγάδι ένας δράκος να πάρει νερό κι είδε το Λάζαρο, πού κοιμόταν, αλλά είδε και κείνα, που ήταν γραμμένα στο σπαθί του, και πήγε και τα είπε και στους άλλους δράκους.
Οι άλλοι δράκοι του είπαν, να του πει να γίνουν βλάμηδες (φίλοι). Πήγε λοιπόν ο δράκος πίσω στο Λάζαρο και του είπε, αν έχει ευχαρίστηση να γίνουν φίλοι. Ο Λάζαρος του απάντησε, πως θέλει, και έτσι γίνηκαν φίλοι και κάθονταν αντάμα. Ύστερα του είπαν οι δράκοι να πηγαίνουν με τη σειρά για νερό καθώς και για ξύλα.
Πήγαν πρώτοι οι δράκοι για ξύλα και για νερό. Και ύστερα ήρθε η σειρά του Λάζαρου να πάει να φέρει νερό με το ασκί.
Ο Λάζαρος με μεγάλη δυσκολία πήγε το ασκί άδειο στο πηγάδι, κι επειδή δε μπορούσε να το φέρει πίσω γεμάτο νερό, δεν το γέμισε το ασκί, αλλά κάθισε και έσκαφτε ολόγυρα το πηγάδι.
Οι δράκοι σαν άργησε ο Λάζαρος, φοβήθηκαν κι έστειλαν έναν, να πάει να δει τι γίνηκε.
Ο δράκος πήγε και του είπε:
"Τί κάνεις αυτού κυρ-Λάζαρε;"
"Δε μπορώ, του απαντάει ο Λάζαρος, κάθε μέρα να έρχομαι να παίρνω νερό. Θα φέρω μια φορά όλο το πηγάδι να ξεγλιτώσω!"
"Για όνομα του Θεού, κυρ-Λάζαρε, μη, γιατί ψοφούμε από τη δίψα, θα πηγαίνουμε εμείς στην σειρά σου."
Ετσι έγινε. Υστερα από λίγο καιρό, ήρθε του Λάζαρου η σειρά να φέρει και ξύλα, κι επειδή δεν μπορούσε να φορτωθεί ένα δένδρο όπως οι άλλοι δράκοι, έδενε όλα τα δέντρα με σχοινιά.
Και σαν άργησε ως το βράδυ, έστειλαν πάλι οι δράκοι ένα δράκο να δει τι κάνει.
"Τί κάνεις αυτού κυρ-Λάζαρε;" του είπε.
"Θέλω να φέρω όλο το δάσος μια φορά για να ξεγλιτώσω", του απαντά ο Λάζαρος.
"Μη κυρ-Λάζαρε, γιατί θα ψοφήσουμε απ'το κρύο. Θα πηγαίνουμε εμείς στη σειρά σου."
Και πήρε ο δράκος το δέντρο και το πήγε πίσω.
Ύστερ'από κάμποσον καιρό που συνεχιζόταν αυτό το βιολί, είπαν οι δράκοι να σκοτώσουν το Λάζαρο μια και δεν τον χρειάζονταν πια. Ετσι αποφάσισαν το βράδυ να τον χτυπήσουν όλοι από μια τσεκουριά.
Ο Λάζαρος όμως τα άκουσε αυτά, και το βράδυ έβαλ'ένα κούτσουρο στη θέση του και το εσκέπασε με την κάπα του.
Ετσι, το βράδυ οι δράκοι εχτύπησαν το κούτσουρο όλοι από μια τσεκουριά και το έκαναν κομμάτια, και νόμιζαν πως τον εσκότωσαν τον Λάζαρο.
Αφού αποκοιμήθηκαν οι δράκοι, ο Λάζαρος πήρε το κούτσουρο και τό'ριξε όξω και πλάγιασε να κοιμηθεί.
Τα ξημερώματα ο Λάζαρος βόγκηξε, οπότε τον άκουσαν οι δράκοι και τον ρώτησαν:
"Τί έχεις;"
Κι αυτός τους είπε ότι κάτι ψύλλοι τον ετσίμπησαν.
Οι δράκοι όμως νόμιζαν ότι ο Λάζαρος έλεγε ψύλλους τις τσεκουριές που του έριξαν, οπότε την άλλη μέρα τον ρώτησαν αν έχει παιδιά και γυναίκα και τα έχει επιθυμήσει, κι αν θέλει, να του δώσουν ένα ταγάρι χρυσά φλουριά, και να πηγαίνει στο σπίτι του για να τον ξεφορτωθούν.
Ο Λάζαρος τους είπε, πως θα προτιμούσε να πάρει κι ένα δράκο από αυτούς για να του κουβαλήσει τα φλουριά στο σπίτι του. Ετσι λοιπόν, πήρε και το δράκο φορτωμένο φλουριά και πήγε στο σπίτι του.
Στο δρόμο, όπου πήγαινε, του είπε του δράκου:
"Στάσου, να πάω μπροστά να δέσω τα παιδιά μου, να μη σε φανε!"
Πήγε λοιπόν κι έδεσε τα παιδιά του με κάτι σχοινιά παλιά και τους είπε:
"Μόλις δείτε το δράκο, να φωνάζετε 'κρέας από δράκο'."
Κι έτσι έγινε. Μόλις πλησίασε ο δράκος τα παιδιά, αυτά του φώναξαν:
"Κρεάς από δράκο! Κρεάς από δράκο!"
Ο δράκος μόλις τ'άκουσε να φωνάζουν πήρε μεγάλη τρομάρα, άφησε τα φλουριά κι έφυγε τρέχοντας!
Στο δρόμο όπου πήγαινε ο δράκος, όμως, βρήκε μια αλεπού. Η αλεπού έτσι όπως τον είδε τον ρώτησε, γιατί είναι τόσο τρομοκρατημένος.
Κι ο δράκος της απάντησε πως τη γλίτωσε, γιατί θα τον έτρωγαν τα παιδιά του κυρ-Λάζαρου.
"Μα, απ'τα παιδιά του κυρ-Λάζαρου φοβήθηκες;" του λέει κοροϊδευτικά η αλεπού. "Αυτός είχε δυο κότες και τη μια του την έφαγα εχτές, και την άλλη θα πάω να του την φάω τώρα. Κι αν δεν πιστεύεις, έλα κοντά μου να ιδείς, δέσου απ'την ουρά μου."
Δέθηκε ο δράκος απ'την ουρά της αλεπούς, και πήγε να δει. Μόλις πλησίασαν το σπίτι του Λάζαρου, όμως, ο Λάζαρος παραφύλαγε με το ντουφέκι, γιατί φοβόταν ότι οι δράκοι θα έρθουν να τον τιμωρήσουν για τα ψέματά του. Σαν είδε την αλεπού, που έρχονταν μαζί με το δράκο, της φώναξε δυνατά:
"Δε σου είπα να φέρεις μόνον αυτόν τον δράκο, αλλά να τους φέρεις όλους."
Μόλις το άκουσε αυτό ο δράκος έγινε άφαντος, κι από τη μεγάλη τη τρεχάλα, έπεσε και ψόφησε.
Κι έτσι, αφού απελευθερώθηκε από τους δράκους ο κυρ-Λάζαρος, έφτιαξε το σπίτι του λαμπρό κι έζησε καλά και εμείς καλύτερα...