Μια φορά κι έναν καιρό, εκεί που τώρα βρίσκεται η Αγγλία, ήταν Χριστούγεννα και μόλις είχε πεθάνει ο βασιλιάς της χώρας, ο οποίος λεγόταν Ουθερ Πέντραγκον. Οι βαρόνοι και οι ιππότες, που μετά το θάνατο του Βασιλιά τσακώνονταν αδιάκοπα μεταξύ τους, μαζεύτηκαν στη μεγάλη εκκλησία του Λονδίνου. Τους είχε καλέσει ο τρανός μάγος Μέρλιν, που κάποτε ήταν ο σύμβουλος του βασιλιά. Κανένας τους όμως δεν ήξερε γιατί τους φώναξε εκεί ούτε τους είπε τίποτα.
1485
Δημοφιλή παραμύθια
Γειά σας παιδιά, μικρά και μεγάλα! Είμαι ο Γάιδαρος, έχω αποφασίσει να σας διηγηθώ την Ιστορία μου.
Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ο Θεός φώναξε τους αγγέλους σε συμβούλιο. Ήθελε ν’ ανοίξει καινούργια βιβλία για τη νέα χρονιά κι ήθελε να ξέρει πόσα από τα έργα του παλιού χρόνου είχαν τελειώσει, πόσα είχαν μείνει μισοτελειωμένα και πόσα δεν είχαν αρχίσει ακόμα, παρά τις οδηγίες του.
Κόκκινη κλωστή δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν’ αρχινίσει.
Παραμύθι μύθι μύθι,
το κουκί και το ρεβύθι,
εμαλώνανε στη βρύση.
Πέρασε και η φακή
και τα βάζει φυλακή.
Μα η φάβα της φωνάζει:
»Φακή, βγάλτα, δεν πειράζει.»
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας βασιλιάς κυνηγούσε στο μεγάλο δάσος. Τον συντρόφευαν στο κυνήγι όλοι οι φίλοι του και οι αυλικοί.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό σύννεφο που όλο έχανε το δρόμο του. Μια μέρα, μετά από δυνατό αέρα, ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα και το μικρό σύννεφο δεν πρόλαβε ν' ακολουθήσει τα αδέρφια του που απομακρύνονταν βιαστικά πάνω από τη θάλασσα. Μίλια μακριά άκουγε μια μουσική από τη φωτεινή ρόδα του λούνα – πάρκ στην παραλία του Φαλήρου. Το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα χίλια χρωματιστά λαμπιόνια που αντανακλούσαν στη θάλασσα, υψωνόταν ως τον ουρανό.
Υπήρχε κάποτε μία μπάμπουσκα, που μέσα της είχε επτά μικρά παιδάκια. Ήταν πολύ χαρούμενη για τα παιδάκια της η μπάμπουσκα αυτή. Όλα μέσα της φώλιαζαν κι ευτυχισμένα ζούσαν.
- ”Μαμά μαμά τι δώρο θα μου φέρει φέτος ο Άγιος Βασίλης;” ρώτησε η Μαρία επίμονα.
- “Φέτος αγάπη μου εξαιτίας της πανδημίας ο Άι Βασίλης δεν θα καταφέρει να στείλει τα δώρα του στα παιδάκια”.
- “Δηλαδή κανένας δεν θα πάρει δώρο φέτος”; ρώτησε θλιμμένη.
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή, το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν όλες οι νεράιδες μαζί σε ένα λιβάδι που ξεκινούσε από την κορυφή ενός πανύψηλου βουνού και τελείωνε στους πρόποδες του. Στο ψηλότερο σημείο ήταν το βασίλειο των νεράιδων, το κάστρο της Χρυσόσκονης, όπου έμενε η βασίλισσα Χρυσηίδα μαζί με την κόρη της.
Κάπου μακριά σε ένα ηλιόλουστο μέρος ζούσε ο Φίλιππος με την οικογένειά του. Το σπίτι τους ήταν μικρό αλλά δίπλα του εκτείνονταν ένας μεγάλος στάβλος ο οποίος φιλοξενούσε άλογα.