Μια φορά ήταν ένας χαρούμενος και ευτυχισμένος άνθρωπος που ζούσε με την οικογένεια του στην άκρη του χωριού. Καλλιεργούσε ένα χωραφάκι που με πολλή ιδρώτα το όργωνε και το περιποιόταν, και αυτό πλουσιοπάροχα του έδινε τους καρπούς του. Δεν ήταν πλούσιος, αλλά ούτε φτωχός.
Διδακτικά Παραμύθια
Μια φορά παλιά έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι που αποφάσισε να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί. Κάθισε με τη μάνα του λοιπόν, και σκέφτηκαν όλες τις κοπέλες του χωριού και των περιχώρων, για να βρουν ποια από όλες άρμοζε στον κανακάρη.
Ήταν ένας άνθρωπος με πολυμελή οικογένεια που ανάθρεψε τα παιδιά του με σκληρή εργασία καθώς έζησε σε πέτρινες και φτωχές εποχές. Έσπερνε και καλλιεργούσε τα χωράφια του αυτός μόνος του με παρέα και βοηθό την γυναίκα του. Ζούσαν αγαπημένοι, και μεγάλωσαν και σπούδασαν με τη βοήθεια του Θεού όλα τα παιδιά τους, και ήταν ευχαριστημένοι. Δούλευαν ολημερίς από νωρίς έως βραδύς, και ήταν χαρούμενοι γιατί τους άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής.
Δημοφιλή παραμύθια
Σε ένα μικρό, φτωχικό χωριό ζούσε μια οικογένεια χωρικών. Το σπίτι τους μπορεί να ήταν μικρό και παλιό, είχε όμως πάντοτε μια ζεστασιά που προερχόταν από την αγάπη της οικογένειας. Τα αδέρφια ήταν τόσο αγαπημένα κι όλοι στο χωριό ζήλευαν την σχέση τους.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας στρατιώτης ο οποίος περπατούσε σε έναν επαρχιακό δρόμο δίνοντας ρυθμό στον εαυτό του: «Εν δυο, εν δυο». Ο στρατιώτης είχε μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο και πήγαινε στο σπίτι του. Στην πλάτη του είχε το σακίδιο του και στη μέση του ζωσμένο ένα σπαθί.
Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα πανέμορφο κάστρο, ένα κάστρο πάνω στα σύννεφα! Το κάστρο αυτό το φύλαγαν μαγικοί μονόκεροι. Αυτοί οι μονόκεροι ήταν τόσο όμορφοι που σάστιζες από την ομορφιά τους. Είχαν μακρυά βελούδινη χαίτη, πολύχρωμη ουρά και το κέρατό τους ήταν χρυσό.
Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα πελώριο κάστρο βαθιά μέσα στο δάσος στο οποίο ζούσε ένας γιγάντιος και τρομερός δράκος. Ο δράκος αυτός ήταν πολύ τυχερός καθώς είχε μπόλικο φαγητό και μια στέγη πάνω από το κεφάλι του για να ζήσει ευτυχισμένα κάθε του ημέρα.
Μια φορά κι έναν καιρό, στην αυλή της πριγκίπισσας Σταλαχτίτας, στο μακρινό βασίλειο της, στο μακρινό νησί της πριγκιπικής Αυτοκρατορίας, του μακρινού Ενάτου διαδόχου της γενιάς των γαλαζοαίματων Χρίκι, ζούσε η Αυτού Μεγαλειότης της Πριγκίπισσας Σταλαχτίτας και οι Ενενήντα Εννέα πιστοί της υπηρέτες.
«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας έμπορος, ο κυρ Θωμάς, που είχε τρεις κόρες. Μια μέρα έπρεπε να φύγει μακρυά σε ταξίδι, και πήγε να χαιρετήσει τις κόρες του.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν 25 στρατιωτάκια, όλα φτιαγμένα στο ίδιο καλούπι από μια παλιά μολυβένια κουτάλα. Ο τεχνίτης τα είχε ζωγραφίσει πολύ όμορφα! Είχε κάνει κόκκινες τις στολές τους και μαύρα τα παντελόνια τους και πράσινα τα καπελάκια τους με ένα κόκκινο φτερό.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πατέρας που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, τους φώναξε για τους πει κάτι πολύ σοβαρό και να τους δώσει από ένα δώρο. Ο πατέρας έδωσε στο μεγαλύτερο γιο έναν πετεινό, στο δεύτερο ένα δρεπάνι και στο τρίτο μια γάτα.
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή ζούγκλα, ζούσανε πολλά ζωάκια. Δύο από αυτά ήταν το λιοντάρι και η αρκούδα που ήταν πολύ καλοί φίλοι. Οι δύο τους έκαναν παρέα για όλη την ώρα και ήταν αχώριστοι.