Μια φορά παλιά έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι που αποφάσισε να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί. Κάθισε με τη μάνα του λοιπόν, και σκέφτηκαν όλες τις κοπέλες του χωριού και των περιχώρων, για να βρουν ποια από όλες άρμοζε στον κανακάρη.
Τις παλιές εποχές οι γαμπροί ήσαν περιζήτητοι και για να καταλήξει ένα συνοικέσιο, εξαρτιόταν κατά μέγα μέρος από την προίκα που θα είχε η νύφη.
Η προίκα ήταν ένας θεσμός, ένα έθιμο κατά το οποίο η οικογένεια παραχωρούσε περιουσία στη νύφη που θα παντρευόταν, και προϋπήρχε από τα αρχαία χρόνια. Ήταν ένα έγγραφο γάμου ενυπόγραφο που ονομαζόταν προικοσύμφωνο και σε αυτό αναγραφόταν η προίκα της νύφης.
Οι γονείς προσπαθούσαν από τα μικρά χρόνια κάθε κόρης μέχρι να την λογιάσουν, να της ετοιμάσουν την προίκα ώστε πόσο μεγάλη θα ήταν, να βρουν τον ανάλογο γαμπρό. Η προίκα αποτελείτο από χωράφια, σπίτια, χρήματα, ζώα, δένδρα, πηγάδια, χρυσαφικά και ασημικά.
-Μάνα, της λέει το παλικάρι, η γειτονοπούλα μας είναι όμορφη και την αγαπώ πολύ, θα ήθελα να την ζητήσουμε.
-Όχι γιέ μου, αυτή είναι φτωχή, δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Μπορεί να την αγαπάς, αλλά με την αγάπη μόνο, το στομάχι δεν γεμίζει. Αλλά αντιθέτως στο διπλανό χωριό ζει μια κοπέλα από μεγάλο σόι και διαθέτει μεγάλη προίκα. Έχει πολλά χωράφια και μισταρκούς που τα δουλεύουν, και αν εσύ την πάρεις, θα γίνεις άρχοντας. Είσαι πολύ όμορφος και δουλευταράς, και είμαι σίγουρη πως ο πατέρας της με χαρά θα σε ήθελε για γαμπρό του.
Στο νέο άρεσαν τα λόγια της μάνας του, και σκέφτηκε πως με τόσα πλούτη, ίσως εύκολα θα ξεχνούσε την αγάπη που είχε για τη γειτονοπούλα του. Είπε στη μάνα του πως δεν έχει αντίρρηση να την δει, και μετά να αποφασίσει.
Όταν όμως την αντίκρισε, ένας κόμπος έδεσε την καρδιά του καθώς ήταν κακάσχημη, κοντή και με καμπούρα. Αποφάσισε πως δεν την ήθελε, αλλά η μάνα του με λόγια προσπάθησε να τον πείσει πως αξία περισσότερη από την ομορφιά είχαν τα χρήματα. Του είπε πολλά, του τα έλεγε κάθε μέρα, και προσπαθούσε να τον πείσει.
Το παλικάρι έπεσε σε σκέψεις. Από τη μια σκεφτόταν την αγάπη που είχε στην καρδιά και την μιζέρια της φτώχειας την οποία θα διαβιούσε ένεκα αυτής, από την άλλη σκεφτόταν τα πολλά πλούτη και την κοινωνική θέση που θα αποκτούσε. Έπεσε σε μεγάλο δίλημμα. Δεν μπορούσε να αποφασίσει και ζητούσε χρόνο να σκεφτεί καλά, διότι αφορούσε τον υπόλοιπο βίο της ζωής του, εξηγούσε στη μάνα του. Αν παντρευόταν την όμορφη θα ζούσε στις αγκάλες της πελάγη ευτυχίας αλλά μια φτωχή ζωή, αν παντρευόταν την άσχημη θα ήταν δυστυχισμένος από αγάπη, αλλά μεγάλος άρχοντας και με πλούσια ζωή.
Οι μέρες περνούσαν και το παλικάρι δεν μπορούσε να αποφασίσει γιατί το δίλημμα ήταν μεγάλο, καθώς επιθυμούσε να έχει και την όμορφη κόρη, αλλά και τα μεγάλα πλούτη.
Οι μέρες έγιναν μήνες, έγιναν χρόνια, απόφαση όμως δεν μπορούσε να πάρει. Στο τέλος οι νύφες παντρεύτηκαν άλλους, και αυτός απόμεινε ανύπαντρος και μαγκούφης. Έχασε τα αυγά, έχασε και τα καλάθια.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κυριάκος Ταπακούδης γεννήθηκε στη Χλώρακα ένα χωριό της επαρχίας της Πάφου. Στην ηλικία των 55 ετών, αποφάσισε να αφοσιωθεί στα γράμματα που αγαπούσε από μικρός, αλλά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να τα σπουδάσει στη νεότην του, ένεκα οικονομικών δυσχεριών. Γι αυτό σε μεγάλη ηλικία πλέον, εγγράφεταιι στην δημοσιογραφική σχολή του ΑΝΤ και σπουδάζει Δημοσιογραφία. Φανατικός αναγνώστης και λάτρης της λογο-τεχνίας, δημιούργησε μια έπαλξη ώστε να μπορεί να εκφράζει τις δικές του ανησυχίες και αναζητήσεις. Εξέδωσε την «Εφημερίδα της Χλώρακας» την οποία μόνος του έγραφε, σελιδοποιούσε και εκτύπωνε. Είχε τεράστια επιτυχία, αλλά ένεκα οικονομικού κόστους, μετά από τέσσερα χρόνια έντυπης κυκλοφορίας της, περιορίστηκε μόνο στην ηλεκτρονική της έκδοση, η οποία επίσης κατάφερε να έχει ευρεία αποδοχή και παρακολούθηση, τόσο από Χλωρακιώτες αναγνώστες, όσο από όλη την Κύπρο, την Ελλάδα, αλλά και πολλούς Ελληνόφωνους της διασποράς σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Σ’ αυτήν εξέθετε τις απόψεις του τεκ-μηριωμένες με την απλή λογική, έτσι που κα-τάφερνε να πείθει πολλούς, και με τον καιρό δημιούργησε φανατικούς αναγνώστες. Ταυτόχρονα έγραφε λαογραφικές και ιστορικές μελέτες, καθώς επίσης βιβλία με παράδο-ξες ιστορίες του τόπου τις οποίες εμπνεύστηκε από τα συμπεράσματα του από μακριές συνομιλίες που ταχτικά είχε με γεροντότερους συμπολίτες του. Έγραψε επίσης βιβλία με ιστορίες που συνέβησαν μιαν παλαιάν εποχή, και που κατεδείκνυαν τον τρόπο διαβίωσης των ανθρώπων εκείνον τον καιρό, καθώς και τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους.