Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλέας κι είχε μια θυγατέρα. Της έλεγε να την παντρέψει, δεν ήθελε. Της έλεγε για τον έναν, της έλεγε για τον άλλον, κανέναν δεν ήθελε. Του λέει μια μέρα:
Παραμύθια του λαού μας
Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός μικρού χωριού, σε ένα μικρό σπιτάκι ζούσε μια μάνα, η κυρά-Λένη, με την κόρη της τη Φιλιώ.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας μπαλωματής και τον έλεγαν Λάζαρο. Μια μέρα, που μπάλωνε, μαζεύτηκαν πολλές μύγες. Ο Λάζαρος τράβηξε ένα μπάτσο και σκότωσε σαράντα μύγες. Τότε πήγε κι έφτιαξε ένα σπαθί κι έγραψε πάνω του: "Με μια τραβησιά σκότωσα σαράντα ψυχές!". Κι αφού το έφτιαξε το σπαθί, κίνησε και πήγε στην ξενιτιά.
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς και μία βασίλισσα που επιθυμούσαν πάρα πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Κάποια μέρα και αφού είχε περάσει πολύς καιρός, η βασίλισσα πήγε για μπάνιο στην λίμνη.
Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία ("A Christmas Carol") είναι το πιο αγαπημένο βιβλίο-παραμύθι του Καρόλου Ντίκενς. Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 1843 και αναφέρεται στον παράξενο και τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ ο οποίος άλλαξε ριζικά μετά την επίσκεψη που δέχτηκε από το φάντασμα του πεθαμένου συνεταίρου του, Τζέικομπ Μάρλεϊ, αλλά και από τρία πνεύματα των Χριστουγέννων: το πνεύμα του Παρελθόντος, το πνεύμα του Παρόντος και το πνεύμα του Μέλλοντος... Το παρακάτω κείμενο είναι η συντομευμένη μετάφραση της πρωτότυπης ιστορίας του Ντίκενς που εκτεινόταν σε 166 σελίδες... Απολαύστε το!
Μία σουπιά πάει στο χταπόδι.
- Μπορείς να μου δανείσεις ένα πόδι σου για να μαγειρέψω;
- Όχι τα χρειάζομαι όλα, απαντά το χταπόδι και φεύγει κουνώντας και τα οχτώ πόδια του.
Την επόμενη μέρα, η σουπιά το ξαναπλησιάζει.
- Μπορείς να μου δανείσεις ένα πόδι σου για να παίξω ρακέτες;
Μια φορά και έναν καιρό, ένα ηλιόλουστο απόγευμα, η Αλίκη καθόταν στον κήπο με την αδερφή της. Διάβαζε ένα βιβλίο, αλλά βαριόταν πολύ!
Τότε, είδε ένα μικρό άσπρο κουνέλι με ροζ μάτια να τρέχει μπροστά της. Η Αλίκη αποφάσισε να αφήσει την αδερφή της και να το ακολουθήσει.
Μια φορά κι έναν καιρό, μαζευτήκανε 40 Γιάννηδες, που όλοι μαζί δεν είχανε ενός κοκκόρου γνώση...
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα και σε ένα μικρό χωριό, ζούσε μια νεαρή κοπέλα που την έλεγαν Ελένη. Η Ελένη ήταν ένα ευγενικό κορίτσι που του άρεσε να περνάει χρόνο στο δάσος, ακούγοντας τα πουλιά και κυνηγώντας τις πεταλούδες. Έμενε με τη μητέρα της σε ένα μικρό εξοχικό στην άκρη του δάσους.
Τι μπορεί να θέλει μια γυναίκα που φαινεται να εχει τα παντα? Ενα παιδακι! Αν ακολουθησει πιστα τις οδηγιες που της εδωσε μια γρια γυναικα με αιμα νεραϊδας, θα το αποκτησει. Και το ονομα της μικρουλας θα ειναι .....Τοσοδουλα!
Μια φορά και έναν καιρό, έναν Απρίλη, όλος ο κάμπος ήταν πράσινος και λουλουδιασμένος. Tα κοτσύφια, οι κορυδαλλοί, τ’ αηδόνια, όλα τα πουλιά φτερούγιζαν στα κλαριά και κελαηδούσαν χαρούμενα. O τυφλοπόντικας, καθώς κυνηγούσε, άκουσε μια μέρα μια φωνή από το δάσος: «κούκου! κούκου!».
Σ’ ένα όμορφο κτήμα, δίπλα στη θάλασσα, ήταν φυτεμένες εδώ και πολλά χρόνια δυο ελιές, η Έλι και η Λία. Τις είχαν φυτέψει στην άκρη του κτήματος μακριά από το σπίτι κι από όλα τα υπόλοιπα δέντρα. Ακόμη κι ο δρόμος ήταν από την άλλη πλευρά. Ούτε έβλεπαν ούτε άκουγαν κανέναν εκεί που τις είχαν βάλει.
Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι με πολλά δωμάτια, έμενε μια γριά. Το σπίτι ήτανε παμπάλαιο. Κανείς δεν το πρόσεχε πια και οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να ραγίζουν, οι σοβάδες να πέφτουν, τα πατώματα να σαπίζουν.