Ραπουνζέλ

Συγγραφέας παραμυθιού

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας άντρας και μία γυναίκα που ήθελαν πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Επιτέλους μετά από πολύ καιρό, η γυναίκα έμεινε έγκυος και περίμενε να φέρει στον κόσμο ένα μωράκι.

Στο πίσω μέρος του σπιτιού τους, υπήρχε ένα μικρό παράθυρο το οποίο έβλεπε σε έναν καταπληκτικό κήπο, που ήταν φυτεμένος με τα ωραιότερα φυτά, λαχανικά και λουλούδια.

Γύρω- γύρω ο κήπος αυτός είχε έναν ψηλό τοίχο και κανείς δεν τολμούσε να μπει μέσα γιατί άνηκε σε μια φοβερή μάγισσα.

Μια μέρα, η γυναίκα κοιτούσε από το παράθυρο της στον κήπο της μάγισσας και είδε λαχταριστά και καταπράσινα μαρούλια.  Μια που ήταν έγκυος, η γυναίκα τα λιγουρεύτηκε!

Κάθε μέρα που περνούσε, μεγάλωνε η επιθυμία της να φάει αυτά τα όμορφα μαρούλια αλλά απελπιζόταν γιατί ήξερε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να τα πάρει από τη μάγισσα.

Όταν την είδε ο άντρας της σε αυτή τη κατάσταση, τρόμαξε και ρώτησε για την αιτία.

- «Αν δεν μπορέσω να φάω μερικά από τα μαρούλια που είναι πίσω από το σπίτι μας, θα πεθάνω», του απάντησε.

Ο άντρας που αγαπούσε πάρα πολύ την γυναίκα του σκέφτηκε:

«Όσο επικίνδυνο και να είναι, θα πάω να φέρω αμέσως μερικά από αυτά τα μαρούλια».

Ετσι, ένα βράδυ σκαρφάλωσε πάνω από τον τοίχο, ξερίζωσε μερικά μαρούλια και τα πήγε στη γυναίκα του.

Η γυναίκα του τα έκανε αμέσως σαλάτα, και τα έφαγε με μεγάλη όρεξη. Τόσο πολύ της άρεσαν που την επόμενη ημέρα ήθελε να φάει και άλλα!

Ο άντρας της είδε ότι δεν θα μπορούσε να ηρεμήσει διαφορετικά τη έγκυο γυναίκα του οπότε ξαναπήγε στον κήπο. Ωστόσο τρόμαξε πάρα πολύ όταν είδε μπροστά του την μάγισσα, που άρχισε να φωνάζει γιατί τόλμησε να μπει στον κήπο της και να κλέβει τα λαχανικά της.

Ο άντρας δικαιολογήθηκε και της είπε για τις ορέξεις της γυναίκας του και για το πόσο επικίνδυνο είναι να της χαλάσει το χατίρι στην κατάσταση που βρίσκεται.

Η μάγισσα τότε του απάντησε:

«Θα σου επιτρέψω να παίρνεις όσα μαρούλια  θέλεις από τον κήπο μου, αλλά σε ανταπόδοση θα πάρω το παιδί μόλις το γεννήσει η γυναίκα σου!»

Από το φόβο και τον πανικό του, ο άντρας δέχτηκε ό,τι του ζήτησε η μάγισσα. Ετσι, όταν η ήρθε η ώρα και γέννησε η γυναίκα του ένα κοριτσάκι, η μάγισσα εμφανίστηκε και πήρε το κοριτσάκι το οποίο ονόμασε Ραπουνζέλ.

Η Ραπουνζέλ μεγάλωνε και ήταν το ομορφότερο παιδί του κόσμου. 

Όταν η Ραπουνζέλ έγινε δώδεκα χρονών, η μάγισσα την κλείδωσε σε έναν ψηλό πύργο ο οποίος δεν είχε ούτε πόρτα ούτε σκάλα. Μόνο πολύ ψηλά στη κορυφή του πύργου υπήρχε ένα μικρό παράθυρο. Όταν η μάγισσα ήθελε να ανεβεί στον πύργο στεκόταν από κάτω και φώναζε:

«Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ !Άφησε τα μαλλιά σου.»

Η Ραπουνζέλ είχε καταπληκτικά μακριά μαλλιά, σαν πλεξούδες από χρυσό, και όταν άκουγε την μάγισσα να λέει αυτά τα λόγια έλυνε τις πλεξούδες της, τις έδενε γύρω από το πόμολο του παραθύρου και στη συνέχεια τις έριχνε να πέσουν δέκα μέτρα κάτω στο κενό.

Η μάγισσα έπιανε τις κοτσίδες και ανέβαινε στον πύργο.

Μια μέρα περνούσε ένα βασιλόπουλο από το δάσος στο οποίο βρισκόταν ο πύργος. Το βασιλόπουλο είδε την Ραπουνζέλ στο παράθυρο και την άκουσε να τραγουδάει με τόσο γλυκιά φωνή που την ερωτεύτηκε παράφορα. Απογοητεύτηκε όμως καθώς δεν υπήρχε πόρτα στον πύργο και δεν υπήρχε καμία σκάλα που να μπορούσε να φτάσει σε αυτό το ύψος. Έτσι, πήγαινε κάθε μέρα στο δάσος και την παρατηρούσε, μέχρι που κάποια μέρα είδε την μάγισσα να έρχεται και να λέει:

«Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ !Άφησε τα μαλλιά σου.»

Ο πρίγκιπας κατάλαβε αμέσως τι έπρεπε να κάνει για να ανέβει στον πύργο. Έτσι συγκράτησε τα λόγια που θα έπρεπε να πει και το επόμενο βράδυ πήγε στον πύργο και φώναξε κι αυτός:

«Ραπουνζέλ, Ραπουνζέλ! Άφησε τα μαλλιά σου.»

Τότε η Ραπουνζέλ έριξε τις πλεξούδες της και ο πρίγκιπας ανέβηκε στο δωμάτιο της. Αρχικά η Ραπουνζέλ ταράχτηκε πάρα πολύ γιατί δεν είχε ξαναδεί άντρα από κοντά. Αλλά το βασιλόπουλο άρχισε να της μιλάει και της εξήγησε ότι το τραγούδι της τον είχε γοητεύσει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να βρει ησυχία παρά μόνο αν την έβλεπε από κοντά.

Τελικά έφυγε ο φόβος από την Ραπουνζελ και ο πρίγκιπας, που ήταν πολύ ερωτευμένος, της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Ραπουνζέλ είδε ότι ήταν νέος και όμορφος και σκέφτηκε ότι θα την αγαπούσε περισσότερο από την γριά μάγισσα.

«Θέλω να έρθω μαζί σου και να σε παντρευτώ αλλά πρέπει πρώτα να βρω έναν τρόπο για να κατεβώ από τον πύργο», του είπε η κοπέλα που είχε σκεφτεί έναν τρόπο. Του ζήτησε, κάθε φορά που θα έρχεται να την δει, να της φέρνει ένα κουβάρι μετάξι για να πλέξει μία σκάλα. Ετσι όταν τελειώσει τη σκάλα θα μπορούσε να κατέβει από τον πύργο και να φύγουν με το άλογο του πρίγκιπα.

Ετσι, το βασιλόπουλο συμφώνησε να έρχεται κάθε βράδυ στη Ραπουνζέλ γιατί την ημέρα πήγαινε να δει η γριά μάγισσα.

Οι μέρες περνούσαν, χωρίς η μάγισσα να καταλάβει τίποτε για το σχέδιο της Ραπουνζέλ. Μέχρι που κάποια μέρα η κοπέλα της είπε χωρίς να το θέλει:

«Για πες μου κυρά μάγισσα πως γίνεται και είναι τόσο δύσκολο να σε ανεβάσω πάνω στον πύργο ενώ το βασιλόπουλο ανεβαίνει σε μία στιγμή;»

«Αμάν άπιστο παιδί!» απάντησε η μάγισσα εξοργισμένη γιατί κατάλαβε αμέσως ότι η Ραπουνζέλ κρατούσε μυστικά.

«Τι είναι αυτά που ακούω, νόμιζα πως σε είχα αποκόψει από τον κόσμο αλλά εσύ με εξαπάτησες» της λέει.

Τότε, η γριά μάγισσα άρπαξε τα όμορφα μαλλιά της Ραπουνζέλ, τα γύρισε δύο-τρεις φορές με το αριστερό της χέρι, άρπαξε ένα ψαλίδι με το δεξί και χρίτσι-χρίτσι της τα έκοψε!

Μετά, έστειλε την Ραπουνζέλ σε μια ερημιά όπου θα επιζούσε μόνο με μεγάλη δυσκολία και δυστυχία.

Την ημέρα που η μάγισσα έδιωξε την Ραπουνζέλ, έδεσε τις πλεξούδες από τα μαλλιά που είχε κόψει από την κοπέλα στο πόμολο της πόρτας.

Ετσι, όταν ήρθε το βασιλόπουλο και φώναξε να αφήσει η αγαπημένη του τα μαλλιά της για να ανέβει, η κακιά μάγισσα άφησε να πέσουν οι κομμένες πλεξούδες. Το βασιλόπουλο ανέβηκε γρήγορα πάνω, αλλά αντί για την αγαπημένη του βρήκε την μάγισσα η οποία τον κοίταξε με φαρμακερό βλέμμα και του είπε ειρωνικά:

«Μάλιστα! Ήρθες να βρεις την αγαπημένη σου, αλλά το όμορφο πουλάκι δεν είναι πια στη φωλιά του, το πήρε η γάτα που θα σου βγάλει και σένα τα μάτια σου. Για σένα η Ραπουνζέλ χάθηκε για πάντα, δεν πρόκειται να την ξαναδείς.»

Το βασιλόπουλο έχασε τα λογικά του με αυτά που άκουσε και πήδηξε από τον πύργο.

Ευτυχώς όμως δεν έχασε την ζωή του, γιατί έπεσε σε έναν θάμνο. Αλλά τα αγκάθια του θάμνου του τραυμάτισαν τα μάτια και δεν έβλεπε πια καθόλου!

Έτσι τυφλός τριγυρνούσε άσκοπα στο δάσος και δεν έτρωγε τίποτε άλλο πέρα από μούρα και ρίζες και όλο έκλαιγε για τον χαμό της αγαπημένης του.

Αφού περιπλανήθηκε για χρόνια, έφτασε επιτέλους στην ερημιά που ζούσε φτωχικά η Ραπουνζέλ, η οποία είχε γεννήσει στο μεταξύ τα δίδυμα παιδάκια τους, ένα κορίτσι και ένα αγόρι.

Το τυφλό βασιλόπουλο άκουσε μία φωνή που του φάνηκε πολύ γνωστή, και καθώς κατευθύνθηκε προς την φωνή η Ραπουνζέλ τον αναγνώρισε και έτρεξε να τον αγκαλιάσει κλαίγοντας.

Τότε, δύο από τα δάκρυα της Ραπουνζέλ έπεσαν στα μάτια του, που καθάρισαν αμέσως και άρχισε να βλέπει όπως και πριν. Ο πρίγκιπας πήρε την Ραπουνζέλ και τα παιδιά τους από το χέρι και επέστρεψαν στο βασίλειο του όπου τους υποδέχτηκαν με χαρά.

Έτσι έζησαν για πολλά χρόνια ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.

ΤΕΛΟΣ

Σημείωση: Στο αυθεντικό παραμύθι, τα φυτά που λιγουρεύεται η έγκυος γυναίκα δεν είναι μαρούλια αλλά λυκοτρίβολα, που μοιάζουν με την γλιστρίδα και μία από τις κοινές ονομασίες τους στα γερμανικά είναι «ραπούντσελ».

Πληροφορίες
Δώσε αστέρια
Average: 4.3 (200 ψήφοι)