Χτυποκάρδια στο μαντρί

Συγγραφέας παραμυθιού

Άλλο ένα Πάσχα πλησίαζε και στο μαντρί επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Το ένα μετά το άλλο, τα πρόβατα εξαφανίζονταν και εκείνα που έμεναν πίσω, γίνονταν όλο και πιο ανήσυχα για την ασφάλειά τους.

- Δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά εγώ δε θα κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια, είπε ο Σπάρτακος, το κατσίκι. Απόψε που τα αφεντικά θα κοιμηθούν, εγώ θα φύγω.

- Και πώς θα περάσεις τη μάντρα, τον ρώτησαν κάποια από τα κατσίκια.

- Και πού θα πας, συνέχισαν κάποια άλλα.

- Και πώς θα ζεις, τι θα τρως, κατέληξαν τα υπόλοιπα.

- Καλύτερα μια ώρα ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή, είπε αποφασισμένος ο Σπάρτακος και πήγε σε μια άκρη, παραδομένος στις σκέψεις του.

Όταν έπεσε η νύχτα και όλοι πια κοιμούνταν βαθιά, ο Σπάρτακος, πατώντας στις μύτες των ποδιών του, πλησίασε σε μια γωνιά της μάντρας που βρίσκονταν στοιβαγμένα δεμάτια και σκαρφαλώνοντας πάνω τους, έφτασε τόσο ψηλά, που κατάφερε να πεταχτεί έξω. Ήταν ελεύθερος! Το κυριότερο όμως ήταν ότι δεν ήταν μόνος του, αφού τον ακολούθησαν και μερικά ακόμα κατσίκια, συγκινημένα από τα λόγια του, νωρίτερα στο μαντρί. Όλοι μαζί λοιπόν, ενωμένοι σαν γροθιά, δώσανε όρκο φιλίας και αφοσίωσης ο ένας στον άλλο και έβαλαν σκοπό να φτιάξουν τη ζωή τους δίχως αφέντη στο κεφάλι τους. Αμέσως μετά, τον λόγο πήρε ο Κρίξος, το δεύτερο πιο γενναίο κατσίκι, μετά τον Σπάρτακο.

- Και τώρα αρχηγέ, τι κάνουμε; Τι έχεις στο μυαλό σου; Ο λόγος σου, διαταγή μας!

- Το πρώτο που πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε, γενναίοι μου, είναι να βρούμε μια καλή κρυψώνα, γιατί είναι σίγουρο ότι ο αφέντης θα μας ψάξει. Όχι μόνο, για να μας πάρει πίσω στο μαντρί, αλλά και για να δείξει έτσι και στα υπόλοιπα ζωντανά ότι όποιος του αντισταθεί, στο τέλος δε θα καταφέρει τίποτα.

Έτσι και έκαναν λοιπόν και πραγματικά, για ένα μεγάλο διάστημα ζούσανε χωρίς έγνοιες και κάνανε όνειρα για ένα μέλλον, όπου όλα τα ζώα θα ήταν αυτοδύναμα.

Όπως αποδείχτηκε όμως, λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο, ή, καλύτερα, τον τσοπάνη τους, που δεν είχε πάψει να αναζητά τα κατσίκια του από τη μέρα που εξαφανίστηκαν από το μαντρί. Κάπως έτσι και επειδή, όποιος δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια, έρχεται η ώρα που δικαιώνεται, μια από τις φορές που ο τσοπάνης είχε βγει στις ρούγες με τα πιστά σκυλιά του, πέτυχε τα κατσίκια να κοιμούνται στην κρυψώνα τους και με προσεκτικές κινήσεις, για να μην τον πάρουνε είδηση και ξυπνήσουν, τα αιχμαλώτισε και τα οδήγησε και πάλι πίσω στο μαντρί του.

Εκεί όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν με έναν τρόπο που δεν περίμενε κανείς: Ο τσοπάνης, αντί να τιμωρήσει τα ζωηρά κατσίκια που το είχαν σκάσει νωρίτερα, το σκέφτηκε καλύτερα και κατάλαβε ότι όλα αυτά έγιναν γιατί ο ίδιος δεν τους φερόταν σωστά και δεν τα έβγαζε για βοσκή, όσο συχνά θα έπρεπε, ούτε τον ένοιαζε καθόλου πώς περνάνε στο μαντρί. Οπότε, από τη μέρα εκείνη και μετά, όλα άλλαξαν προς το καλύτερο και όλοι είχαν να λένε για τον Σπάρτακο και τους γενναίους του, που πίστεψαν στο αδύνατον με όλη τους την καρδιά και τελικά το πέτυχαν.

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Αλέξανδρος Πανούσης

Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Δώσε αστέρια
Average: 4.3 (8 ψήφοι)