Αλαντίν

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ο Αλαντίν, ο γιος ενός φτωχού ράφτη, που είχε πεθάνει όταν το αγόρι ήταν ακόμη πολύ μικρό.

Κάποιος γέρος, που του είπε πως ήταν θείος του, πρότεινε στον Αλαντίν να πάει μαζί του στις Ινδίες, για να μάθει εκεί τη δουλειά του ράφτη. Ο Αλαντίν δέχτηκε ενθουσιασμένος.

Έφυγαν από το σπίτι μόλις χάραξε η αυγή και ταξίδεψαν ώσπου έπεσε η νύχτα. Κατασκήνωσαν τότε σε μια πεδιάδα. Κι εκεί, το αγόρι έμαθε την αλήθεια. Εκείνος ο γέρος δεν ήταν θείος του, αλλά ένας κακός μάγος που είχε άσχημα σχέδια γι’ αυτόν.

Ο μάγος, λοιπόν, ήθελε να κατέβει ο Αλαντίν σε μια βαθιά σπηλιά, για να βρει ένα λυχνάρι. Εκεί, όμως, εκτός απ’ το λυχνάρι, ο νεαρός βρήκε και πολλές πολύτιμες πέτρες καθώς κι ένα δαχτυλίδι που το κράτησε για τον εαυτό του. Καθώς ετοιμαζόταν ν’ ανέβει πάλι στην επιφάνεια, ο Αλαντίν κατάλαβε πως ο κακός μάγος θα του έπαιρνε όσα είχε βρει και θα τον έθαβε στη σπηλιά. Γι’ αυτό, αρνήθηκε κι εκείνος να του δώσει το λυχνάρι. Τότε ο μάγος θύμωσε κι έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς με μια μεγάλη πέτρα.

Έτσι ο Αλαντίν έμεινε κλεισμένος στη σπηλιά για δυο μέρες και δυο νύχτες. Κάποια στιγμή, όμως, έτριψε τυχαία το δαχτυλίδι κι αμέσως παρουσιάστηκε μπροστά του ένα τεράστιο τζίνι. Το τζίνι του είπε αμέσως πως μπορούσε να το διατάξει να πραγματοποιήσει κάθε επιθυμία του. Κι ο Αλαντίν του ζήτησε τότε να τον ξαναφέρει πίσω στο σπίτι του.

Την άλλη μέρα το πρωί, η μητέρα του τον βρήκε να κοιμάται ήσυχα στο κρεβάτι του. Κι όταν ο Αλαντίν ξύπνησε, της διηγήθηκε όλα όσα του είχαν συμβεί. Μητέρα και γιος ζήτησαν κατόπιν απ’ το τζίνι του δαχτυλιδιού να τους φέρει φαγητό, αλλά εκείνο τους είπε πως δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την επιθυμία τους.

Τότε, ο Αλαντίν είπε στη μητέρα του ν’ ανταλλάξει το λυχνάρι με φαγητό. Εκείνη αποφάσισε πρώτα να το γυαλίσει και, καθώς το έτριβε, φανερώθηκε μπροστά τους το τζίνι του λυχναριού και τους είπε πως ήταν σκλάβος τους. Από εκείνη τη μέρα ο Αλαντίν κι η μητέρα του δε χρειαζόταν ν’ ανησυχούν για τίποτα.

Το παλάτι του Σουλτάνου

Ο Αλαντίν, που είχε στο μεταξύ ερωτευθεί την κόρη του Σουλτάνου, πήγε στο παλάτι για να ζητήσει το χέρι της. Ο Σουλτάνος του είπε τότε πως, αν μπορούσε να χτίσει ένα ολόκληρο παλάτι μέσα σε μια μονάχα μέρα, θα του έδινε το χέρι της κόρης του. Το τζίνι έχτισε το παλάτι κι ο Αλαντίν πήγε να ζήσει εκεί με την πριγκίπισσα.

Ο κακός μάγος, όμως, ξαναγύρισε, αποφασισμένος να βρει το μαγικό λυχνάρι. Παρουσιάστηκε στο παλάτι σαν ζητιάνος και κατάφερε την πριγκίπισσα να του δώσει το λυχνάρι. Κύριος τώρα του λυχναριού, ο κακός μάγος διέταξε το τζίνι να πάρει το παλάτι και την πριγκίπισσα και να τα φέρει στα λημέρια του. Ο Αλαντίν, όμως, με βοηθό του το τζίνι του δαχτυλιδιού, πήγε στο παλάτι και με μια δυνατή κλοτσιά πέταξε τον κακό μάγο έξω απ’ το παράθυρο. Τότε, το παλάτι ξαναγύρισε στη θέση του κι ο Αλαντίν ξαναβρήκε την αγαπημένη του γυναίκα. Από τότε οι δυο τους δε χώρισαν ποτέ κι έζησαν για πάντα ευτυχισμένοι.

 

Πληροφορίες παραμυθιού
Πληροφορίες
Συλλογή παραμυθιών
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.2 (253 ψήφοι)