Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπουτσής, εργατικός και πολύ καλός τεχνίτης αλλά πολύ φτωχός. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και, παρότι δούλευε όλη μέρα, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Με πολύ κόπο έβγαζε το ψωμί του. Ό,τι κέρδιζε το ξόδευε για την οικογένεια του και τις περισσότερες φορές δεν του περίσσευαν χρήματα ούτε για να αγοράσει καινούργια δέρματα.
Ένα βράδυ είχε αγοράσει δέρμα, που του έφτανε ίσα ίσα για να φτιάξει ένα ζευγάρι παπούτσια. Έκοψε λοιπόν πολύ προσεκτικά τα κομμάτια, τα άπλωσε πάνω στον πάγκο, πέρασε και κλωστή στις βελόνες του, για να είναι έτοιμα για ράψιμο το πρωί που έχει καλύτερο φως. Καθώς λοιπόν έκλεινε τα εξώφυλλα της βιτρίνας του αναστέναξε:
– Μπορεί να μην ξαναφτιάξω άλλο ζευγάρι παπούτσια. Όταν πουλήσω αυτά εδώ, θα πρέπει να δώσω όλα τα χρήματα για φαγητό και δε θα μείνει τίποτα για δέρμα. Πω πω, τι θα κάνω;
Έπειτα, ξάπλωσε στο κρεβάτι του με ήσυχη και καθαρή τη συνείδηση του και αποκοιμήθηκε βαθιά. Το επόμενο πρωί ξύπνησε με βαριά καρδιά, έκανε την προσευχή του και πήγε να πιάσει δουλειά στον πάγκο του. Αντί όμως για τα δερμάτινα κομμάτια, βρήκε να τον περιμένει ένα υπέροχο ζευγάρι παπούτσια! Ο φτωχός παπουτσής τα έχασε, δεν μπορούσε να καταλάβει πως έγινε αυτό το θαύμα! Πήρε στα χέρια του τα παπούτσια και τα εξέτασε προσεκτικά. Ήταν ραμμένα με λεπτότητα και μεγάλη τέχνη. Καμιά βελονιά δεν ξέφευγε από τη θέση της. Σίγουρα ήταν δουλειά ενός εξαιρετικού τεχνίτη! Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, ο παπουτσής έβαλε τα παπούτσια στη βιτρίνα.
Ακόμη αναρωτιόταν ποιος μπορεί να τα είχε φτιάξει, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας πλούσιος ηλικιωμένος κύριος. Μόλις είδε τα ωραία παπούτσια, του άρεσαν πολύ και ήθελε να τα αγοράσει. Τόσο πολύ του άρεσαν που έδωσε στον παπουτσή πολύ περισσότερα χρήματα από όσα είχε πληρωθεί ποτέ του!
Με τα χρήματα εκείνα, ο φτωχός παπουτσής μπόρεσε να αγοράσει δέρμα για δυο ζευγάρια παπούτσια αλλά και φαγητό για την οικογένεια του.
Το ίδιο βράδυ ο παπουτσής έκατσε πάλι στον πάγκο του κι έκοψε για δυο ζευγάρια παπούτσια από το καινούργιο δέρμα. Μετά άφησε τα κομμάτια απλωμένα όπως την προηγούμενη φορά, έτοιμα για να τα ράψει το πρωί.
Ξύπνησε φρέσκος το άλλο πρωί και πήγε με καινούρια όρεξη να πιάσει δουλειά. Μα δε χρειάστηκε να δουλέψει. Τα δύο ζευγάρια παπούτσια ήταν κιόλας έτοιμα πάνω στον πάγκο του, με υπέροχες καλοραμμένες ραφές. Ο παπουτσής αναρωτήθηκε:
– Μα ποιος μπορεί να είναι αυτός που δουλεύει τόσο γρήγορα και κάνει μάλιστα τόσο μικρές ραφές;
Έβαλε κι αυτά τα παπούτσια στη βιτρίνα και σε λίγη ώρα πλούσιοι άνθρωποι, που δεν είχαν πατήσει ξανά στο μαγαζί του, ακριβοπλήρωσαν για να τα αγοράσουν.
Με τα χρήματα που του έδωσαν, ο παπουτσής πήγε πάλι στην αγορά κι αγόρασε περισσότερο δέρμα. Έπειτα το έκοψε σε κομμάτια για να φτιάξει τέσσερα ζευγάρια παπούτσια. Και πάλι το άλλο πρωί όταν ξύπνησε ο παπουτσής βρήκε έτοιμα και τα τέσσερα ζευγάρια παπούτσια!
Αυτό γινόταν κάθε μέρα, για βδομάδες. Ο παπουτσής έβρισκε έτοιμα τα παπούτσια, τα πουλούσε και με τα λεφτά που έπαιρνε αγόραζε δέρμα για να φτιάξει ακόμα περισσότερα ζευγάρια. Έκοβε το δέρμα και το ετοίμαζε το βράδυ και το πρωί έβρισκε ομορφοφτιαγμένα τα παπούτσια. Και έτσι γρήγορα ο φτωχός παπουτσής έγινε γνωστός σε όλη την πόλη για τα καταπληκτικά του παπούτσια, έγινε καλός νοικοκύρης και περνούσε καλά.
Παράλληλα όμως τον έτρωγε κι η περιέργεια. Ποιος ήταν αυτός που του έφτιαχνε τα παπούτσια; Κάποια στιγμή, δεν άντεξε άλλο. Ένα βράδυ λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, αφού έκοψε το δέρμα για κάμποσα ζευγάρια παπούτσια, είπε στη γυναίκα του:
Τι θα έλεγες αν μέναμε απόψε άγρυπνοι για να δούμε ποιος είναι αυτός που μας βοηθάει τόσο πολύ και ετοιμάζει τα παπούτσια;
Δέχτηκε η γυναίκα του και έμειναν λοιπόν ξύπνιοι να δουν ποιοι ήταν αυτοί οι βραδινοί επισκέπτες. Κρύφτηκαν πίσω από την πόρτα και περίμεναν.
Μόλις το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα, άκουσαν ένα γρήγορο τρεχαλητό έξω από το παράθυρο και αμέσως μετά είδαν δυο μικρά ξυπόλητα ανθρωπάκια να τρυπώνουν μέσα από τις γρίλιες. Ύστερα πήγαν στον πάγκο του παπουτσή, έβγαλαν κάτι μικροσκοπικά εργαλεία από την τσάντα τους, πήραν τα κομμένα δέρματα και άρχισαν με τα μικροσκοπικά δάχτυλά τους να τρυπούν, να ράβουν και να καρφώνουν τόσο γρήγορα κι επιδέξια που ο παπουτσής δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του! Πριν ξημερώσει, τρία πανέμορφα ζευγάρια παπούτσια ήταν έτοιμα πάνω στον πάγκο. Τότε τα ξωτικά μάζεψαν ήσυχα τα εργαλεία τους, τακτοποίησαν και έφυγαν όπως ακριβώς είχαν έρθει. Ο παπουτσής και η γυναίκα του είχαν μείνει έκπληκτοι, γιατί τα μικρά ανθρωπάκια δεν ήταν μεγαλύτερα από τις βελόνες του μάστορα.
Όταν συνήλθαν από την έκπληξη, ο παπουτσής και η γυναίκα του άρχισαν να σκέφτονται πως θα μπορούσαν να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους σ' αυτα τα δύο ξωτικά. Η γυναίκα του πρότεινε να τους φτιάξουν καινούργια ρούχα και παπούτσια:
- Τα ανθρωπάκια αυτά μας έκαναν πλούσιους και πρέπει και εμείς να τους δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας. Πηγαίνουν κι έρχονται γυμνά και ξυπόλητα και σίγουρα θα παγώνουν από το κρύο. Θα τους ετοιμάσω λοιπόν πουκαμισάκια, πράσινα σακάκια και παντελονάκια. Θα τους πλέξω και από ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες. Και συ θα τους κάνεις από ένα ζευγάρι παπούτσια.
Ο παπουτσής συμφώνησε αμέσως μαζί της. Την άλλη μέρα, όλα ήταν έτοιμα και τα πουκαμισάκια και τα πράσινα σακάκια και τα παντελόνια και οι μάλλινες κάλτσες και τα παπούτσια.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, τα άπλωσαν όλα πάνω στον πάγκο του παπουτσή, μαζί με δυο ποτηράκια κρασί και μια πιατελίτσα με εδέσματα. Όταν νύχτωσε για τα καλά, κρύφτηκαν πάλι πίσω από την πόρτα για να δουν τι θα έκαναν τα παράξενα ανθρωπάκια.
Τα μεσάνυχτα, όπως πάντα, τα ξωτικά τρύπωσαν στο μαγαζί κι ανέβηκαν στον πάγκο για να δουλέψουν. Μα αντί για το κομμένο δέρμα βρήκαν τα ωραία δώρα. Στην αρχή απόρησαν, ύστερα όμως έδειξαν μεγάλο ενθουσιασμό με τις μικρά πράσινα σακάκια, τα παντελόνια και τα παπούτσια, και χοροπήδησαν από την χαρά τους.
Γρήγορα-γρήγορα φόρεσαν τα καθαρά και περιποιημένα ρούχα και τα παπούτσια, έφαγαν και ήπιαν κι άρχισαν να χορεύουν, να πηδούν πάνω στις καρέκλες και να τραγουδούν:
«Είμαστε λεβέντες ξακουστοί, και πολύ μας αγαπούν. Τραλαλά, τι χαρά!»
Τα ξωτικά χόρεψαν και τραγούδησαν κάμποση ώρα. Ύστερα έφυγαν χαρούμενα και γελαστά και εξαφανίστηκαν σαν αστραπή.
Μετά τα Χριστούγεννα ο παπουτσής συνέχισε να κόβει τα δέρματα και να τα αφήνει πάνω στον πάγκο, μα τα ξωτικά δεν ξαναήρθαν ποτέ. Είχαν καταλάβει πως ο παπουτσής και η γυναίκα του, τους είχαν δει. Και τα ξωτικά δεν θέλουν να τα βλέπουν οι άνθρωποι.
Αλλά ο παπουτσής δεν πειράχτηκε. Το μαγαζί του ήταν τόσο γνωστό πια, που είχε πάρα πολλούς πελάτες. Βέβαια οι δικές του ραφές δεν ήταν τόσο ταχτικές, όπως αυτές των ξωτικών, μα κανείς δεν το πρόσεχε. Έτσι, οι δουλειές του συνέχισαν να πηγαίνουν καλά και δεν έλειψε τίποτα πια από την οικογένεια του. Από τότε κάθε χρόνο, την παραμονή των Χριστουγέννων, μαζεύονται γύρω από τη φωτιά και πίνουν στην υγειά των ξωτικών, που τους είχαν βοηθήσει.