Σημείωση: Το συγκεκριμένο παραμύθι αποδίδεται όπως στο πρωτότυπο, και το τέλος του περιλαμβάνει περιγραφές βίας που μπορεί να μην είναι κατάλληλες για πολύ μικρά παιδιά.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας στρατιώτης ο οποίος περπατούσε σε έναν επαρχιακό δρόμο δίνοντας ρυθμό στον εαυτό του: «Εν δυο, εν δυο». Ο στρατιώτης είχε μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο και πήγαινε στο σπίτι του. Στην πλάτη του είχε το σακίδιο του και στη μέση του ζωσμένο ένα σπαθί.
Καθώς προχωρούσε στο δρόμο, ο στρατιώτης συνάντησε μία γριά μάγισσα. Η μάγισσα ήταν βρώμικη και το κάτω χείλος της κρεμόταν μέχρι το στήθος.
«Καλησπέρα στρατιώτη» του λέει η μάγισσα «τι ωραίο σπαθί που έχεις και τι μεγάλο που είναι το σακίδιο σου! Είσαι πραγματικός στρατιώτης! Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αποκτήσεις όσα χρήματα επιθυμείς!».
«Ευχαριστώ πολύ, γριά μάγισσα. Πως θα γίνει αυτό;» ρώτησε απορημένος ο στρατιώτης.
«Βλέπεις εκείνο το μεγάλο δέντρο;» είπε η μάγισσα δείχνοντας του ένα δέντρο το οποίο ήταν εκεί δίπλα. «Είναι τελείως κούφιο εσωτερικά. Θα ανεβείς ως την κορυφή, μετά θα δεις μία τρύπα μέσα από την οποία θα περάσεις και θα μπεις βαθιά μέσα στο δέντρο. Θα σου δέσω ένα σχοινί γύρω από την μέση σου για να μπορέσω να σε τραβήξω, μόλις με φωνάξεις.»
«Τι να κάνω εκεί μέσα στο δέντρο;» ρώτησε ο στρατιώτης.
«Να φέρεις λεφτά!» απάντησε η μάγισσα. «Θα πρέπει να ξέρεις ότι όταν φτάσεις κάτω-κάτω στο δέντρο θα βρεθείς σε έναν μεγάλο διάδρομο, εκεί είναι πάρα πολύ φωτεινά, καθώς ανάβουν περισσότερα από 100 φώτα. Στο διάδρομο αυτό υπάρχουν τρεις πόρτες. Μπορείς εύκολα να τις ξεκλειδώσεις, γιατί τα κλειδιά είναι πάνω στις κλειδαριές. Αν πας στο πρώτο δωμάτιο, θα δεις στη μέση του δαπέδου ένα μεγάλο κουτί πάνω στο οποίο κάθεται ένας σκύλος ο οποίος έχει μάτια μεγάλα σαν τα φλιτζάνια του τσαγιού. Αλλά μην ανησυχήσεις για τον σκύλο! Πάρε μαζί σου την ποδιά μου και άπλωσε την πάνω στο πάτωμα, μετά πήγαινε γρήγορα άρπαξε τον σκύλο και ακούμπησε τον πάνω στην ποδιά. Μετά άνοιξε το κουτί και πάρε όσα χρήματα θέλεις. Η κούτα είναι γεμάτη με χάλκινα νομίσματα. Αν όμως προτιμάς ασήμι, τότε πήγαινε στο δεύτερο δωμάτιο. Εκεί υπάρχει ένας σκύλος ο οποίος έχει μάτια μεγάλα σαν μυλόπετρες, αλλά μην ανησυχήσεις ούτε για αυτόν τον σκύλο. Βάλε τον πάνω στην ποδιά μου και πάρε όσα χρήματα θέλεις από το κουτί. Αν πάλι προτιμάς χρυσάφι, τότε μπορείς να αποκτήσεις και από αυτό και μάλιστα όσο μπορείς να κουβαλήσεις, αρκεί να πας στο τρίτο δωμάτιο. Όμως ο σκύλος ο οποίος κάθεται πάνω στο κουτί αυτού του δωματίου έχει δύο μάτια το καθένα από τα οποία είναι τόσο μεγάλο όσο ο πύργος του Άιφελ. Ο σκύλος αυτός πρέπει να με πιστέψεις ότι είναι τεράστιος! Αλλά μην ανησυχήσεις ούτε γι’ αυτόν, βάλε τον πάνω στην ποδιά μου και δεν θα σε πειράξει. Μετά πάρε από το κουτί του, όσα χρήματα θέλεις».
«Αυτό που μου προτείνεις ακούγεται πολύ καλό» απάντησε ο στρατιώτης «αλλά πες μου ποιο θα είναι το μερίδιο σου, γριά μάγισσα. Από ότι καταλαβαίνω, για να μου φανερώνεις τόσο μεγάλο θησαυρό, κάτι θα θέλεις και για τον εαυτό σου!»
«Όχι» απάντησε η μάγισσα «ούτε ένα γρόσι δεν θέλω από τα χρήματα! Για μένα θέλω μόνο να φέρεις έναν παλιό αναπτήρα, τον οποίο ξέχασε η γιαγιά μου όταν κατέβηκε για τελευταία φορά κάτω» του είπε η μάγισσα και τον καθησύχασε.
«Τότε δέσε μου το σχοινί γύρω από τη μέση», είπε ο στρατιώτης.
«Ορίστε, και πάρε και την ποδιά μου μαζί σου», λέει η μάγισσα αφού τον έδεσε.
Έτσι, ο στρατιώτης σκαρφάλωσε στο δέντρο, μπήκε μέσα στην τρύπα και κατέβηκε κάτω στο δάπεδο του δέντρου σε έναν μεγάλο διάδρομο στον οποίο έκαιγαν εκατοντάδες λάμπες όπως ακριβώς του είχε περιγράψει η μάγισσα.
Μετά ξεκλείδωσε την πρώτη πόρτα. Πω πω! Εκεί στεκόταν ένας σκύλος με μάτια μεγάλα σαν φλιτζάνια του τσαγιού και τον κοιτούσε.
«Εσύ είσαι πολύ χαριτωμένος σκύλος!» είπε τότε ο στρατιώτης. Έβαλε το σκύλο να καθίσει πάνω στη ποδιά της μάγισσας και μετά πήρε από το κουτί τόσα χάλκινα νομίσματα όσα μπορούσε να βάλει στις τσέπες του. Ύστερα, έκλεισε το κουτί, έβαλε πάλι τον σκύλο πάνω του και πήγε στο δεύτερο δωμάτιο. Αμάν! Εκεί στεκόταν ο σκύλος ο οποίος είχε μάτια τόσο μεγάλα σαν ένα ζευγάρι μυλόπετρες και τον κοίταζε επίμονα.
«Δεν θα έπρεπε να με κοιτάζεις τόση ώρα» λέει τότε ο στρατιώτης «θα πονέσουν τα μάτια σου!» Μετά πήρε τον σκύλο και τον έβαλε πάνω στη ποδιά της μάγισσας. Όταν όμως είδε τα ασημένια νομίσματα στο κουτί, πέταξε τα χάλκινα νομίσματα που είχε μαζέψει πιο πριν και γέμισε τις τσέπες και το σακίδιο του με τα ασημένια νομίσματα.
Μετά πήγε στο τρίτο δωμάτιο. Αμάν, πόσο απαίσιο ήταν! Ο σκύλος σε αυτό το δωμάτιο είχε πράγματι δύο μάτια μεγάλα σαν τον πύργο του Άιφελ!
«Καλησπέρα» είπε ο στρατιώτης και άγγιξε χαιρετώντας το καπέλο του καθώς σκύλο σαν αυτόν δεν είχε ξαναδεί. Αφού τον κοίταξε για λίγη ώρα, σκέφτηκε ότι αρκετά καθυστέρησε, τον κατέβασε από το κουτί και άνοιξε το καπάκι του. Θεέ μου, πόσο πολύ χρυσάφι ήταν αυτό που αντίκρισε! Όλον τον κόσμο θα μπορούσε να αγοράσει με αυτό και όλα τα ζαχαρωτά, και όλους τους μολυβένιους στρατιώτες, και όλα τα αλογάκια όλου του κόσμου. Αυτά ήταν πραγματικά πολλά χρήματα. Αμέσως ο στρατιώτης πέταξε κάτω τα ασημένια νομίσματα με τα οποία είχε γεμίσει τις τσέπες και το σακίδιο του. Έπειτα, γέμισε όλες τις τσέπες του, το σακίδιο του ακόμη και το καπέλο του και τις μπότες του με χρυσάφι έτσι ώστε δεν μπορούσε να περπατήσει καλά καλά. Τώρα είχε πάρα πολλά χρήματα! Έβαλε ξανά τον σκύλο πάνω στο κουτί, έκλεισε βιαστικά την πόρτα και μετά φώναξε μέσα από το δέντρο:
«Τράβηξε με πάνω, γριά μάγισσα!»
«Έχεις τον αναπτήρα μαζί σου;» τον ρώτησε πρώτα η μάγισσα.
«Πραγματικά αυτό το ξέχασα τελείως» είπε ο στρατιώτης και πήγε και βρήκε τον αναπτήρα. Τότε, η μάγισσα τράβηξε πάνω τον στρατιώτη που μετά από λίγο βρέθηκε ξανά στον καθαρό αέρα με τις τσέπες, το σακίδιο, το καπέλο και τις μπότες του γεμάτα χρυσάφι!
«Τι τον θέλεις άραγε τον αναπτήρα;» ρώτησε ο στρατιώτης τη μάγισσα.
«Αυτό δεν σε αφορά!» είπε η μάγισσα, «κέρδισες αρκετά χρήματα, νομίζω, οπότε δώσε μου τον αναπτήρα!»
«Άστα αυτά και πες μου αμέσως τι τον θέλεις» της απάντησε ο στρατιώτης, «αλλιώς θα τραβήξω το σπαθί και θα σου κόψω το κεφάλι!».
«Όχι, δεν σου λέω τίποτα» επέμεινε όμως η μάγισσα.
Τότε ο στρατιώτης έβγαλε το σπαθί του και της έκοψε το κεφάλι. Η μάγισσα έπεσε νεκρή στο έδαφος και ο στρατιώτης έβαλε όλα τα χρήματα του στην ποδιά της και την έριξε σαν τσάντα στην πλάτη του. Έβαλε και τον αναπτήρα στην τσέπη του και ξεκίνησε προς την πόλη.
Η πόλη αυτή ήταν πλούσια και λαμπερή και ο στρατιώτης πήγε να μείνει στο ακριβότερο πανδοχείο. Ζήτησε τα καλύτερα δωμάτια και τα αγαπημένα του φαγητά καθώς τώρα πια ήταν πάρα πολύ πλούσιος. Του υπηρέτη που πήγε να του καθαρίσει τις μπότες, του φάνηκε περίεργο ένας τόσο πλούσιος κύριος να φοράει μπότες παλιές και φθαρμένες καθώς ο στρατιώτης δεν είχε ακόμη αγοράσει καινούριες. Ωστόσο την επόμενη ημέρα, ο πλούσιος στρατιώτης αγόρασε καινούριες μπότες, κατάλληλες για αριστοκρατική αμφίεση, και καινούρια πανάκριβα ρούχα. Τώρα πια δεν ήταν ένας στρατιώτης αλλά ένας καθώς πρέπει κύριος με πάρα πολλά λεφτά.
Καθώς γύρναγε από εδώ κι απο εκεί και διασκέδαζε, ο στρατιώτης άκουγε να του λένε καταπληκτικές ιστορίες για τον βασιλιά της πόλης και για την κόρη του, την όμορφη πριγκίπισσα.
«Που θα μπορούσα να την δω;» ρώτησε ο στρατιώτης.
«Κανείς δεν μπορεί να την δει!» του είπανε, «γιατί μένει σε ένα μεγάλο παλάτι που περιβάλλεται από κάστρο με πολύ ψηλά τείχη! Κανείς, εκτός από τον βασιλιά, δεν μπορεί να μπει εκεί ή να βγει. Υπάρχει μια προφητεία ότι η πριγκίπισσα θα παντρευτεί έναν απλό στρατιώτη και αυτό ο βασιλιάς δεν μπορεί να το δεχτεί με τίποτα!».
«Θα ήθελα πολύ να την δω» σκέφτηκε ο στρατιώτης αλλά όσο κι αν προσπάθησε, δεν του έδιναν την άδεια για κάτι τέτοιο.
Ο στρατιώτης συνέχισε να καλοπερνάει, πήγαινε στο θέατρο και στους κήπους του βασιλιά. Δεν παρέλειπε να δίνει και πολλά χρήματα στους φτωχούς, καθώς θυμόταν πολύ καλά πόσο άσχημα είναι όταν δεν έχεις στη τσέπη σου καθόλου χρήματα! Τώρα πια ήταν πλούσιος, είχε ωραία ρούχα και πολλούς φίλους οι οποίοι του τον καλόπιαναν και του έλεγαν τι ωραίος τύπος που είναι, ένας πραγματικός καβαλιέρος. Καθώς όμως κάθε μέρα σπαταλούσε τα χρήματα του, χωρίς να δουλεύει για να έχει έσοδα, στο τέλος τα ξόδεψε όλα και του απέμειναν μόνο δύο γρόσια!
Τότε, ο στρατιώτης αναγκάστηκε να αφήσει τα ωραία δωμάτια στα οποία έμενε και να μετακομίσει σε μία μικροσκοπική κάμαρη πάνω στη σοφίτα του πανδοχείου. Καθώς δεν είχε χρήματα, έπρεπε να γυαλίζει και να μπαλώνει μόνος του τις μπότες του και οι πρώην φίλοι του δεν πήγαιναν πια να τον δουν, γιατί έλεγαν ότι θα έπρεπε να ανεβούν πολλές σκάλες.
Ένα βράδυ σκοτεινό, ο στρατιώτης δεν είχε πια να αγοράσει ούτε καν ένα κερί. Τότε θυμήθηκε τον αναπτήρα που είχε φέρει μαζί του από το κούφιο δέντρο στο οποίο τον είχε κατεβάσει η μάγισσα. Ο αναπτήρας αυτός είχε ένα φιτίλι και σκέφτηκε να το χρησιμοποιήσει για να φωτίσει το δωμάτιο. Μόλις χτύπησε την πέτρα του αναπτήρα και άναψαν οι σπίθες, άνοιξε απότομα η πόρτα και μπήκε μέσα ο σκύλος, με τα μάτια που ήταν τόσο μεγάλα όσο τα φλιτζάνια του τσαγιού, που τον είχε δει εκείνη τη μέρα κάτω στο δέντρο. Ο σκύλος στάθηκε μπροστά του και του είπε με ανθρώπινη φωνή:
«Τι διατάζετε κύριε μου;»
«Άλλο πάλι και τούτο» αναφώνησε έκπληκτος ο στρατιώτης, «ωραίος αναπτήρας είναι αυτός αν μου επιτρέπει να έχω έτσι εύκολα ό,τι θελήσω»
«Φέρε μου λίγα χρήματα!» είπε στον σκύλο. Αμέσως ο σκύλος εξαφανίστηκε και μετά από λίγο επέστρεψε με ένα πουγκί γεμάτο με χρήματα στο στόμα του.
Με δοκιμές, ο στρατιώτης κατάλαβε πως λειτουργούσε ο αναπτήρας. Μόλις χτυπούσε μία φορά την πέτρα του, ερχόταν ο σκύλος που καθόταν πάνω στο κουτί με τα χάλκινα νομίσματα. Όταν χτυπούσε δύο φορές την πέτρα, ερχόταν ο σκύλος ο οποίος καθόταν πάνω στα ασημένια νομίσματα, ενώ όταν χτυπούσε τρεις φορές εμφανιζόταν ο σκύλος που φύλαγε το χρυσάφι. Έτσι ο στρατιώτης μετακόμισε και πάλι κάτω στα ωραία δωμάτια του πανδοχείου και φορούσε τα όμορφα του ρούχα και ήρθαν και πάλι οι παλιοί του φίλοι, οι οποίοι ως δια μαγείας άρχισαν πάλι να τον εκτιμούν ιδιαίτερα.
Κάποια νύχτα ο στρατιώτης σκέφτηκε: «Είναι πράγματι πολύ περίεργο που κανείς δεν μπορεί να δει την πριγκίπισσα. Θα πρέπει να είναι πανέμορφη από ότι λένε όλοι, αλλά τι ωφελεί τόση ομορφιά αν είναι πάντοτε κλεισμένη στο παλάτι; Δεν θα μπορούσα να την δω καθόλου;»
Παίρνει τότε τον αναπτήρα και χτυπάει την πέτρα. Αμέσως ήρθε ο σκύλος με τα μάτια που ήταν μεγάλα σαν τα φλιτζάνια του τσαγιού.
«Είναι μεσάνυχτα» του λέει ο στρατιώτης «αλλά λαχταρώ να δω την πριγκίπισσα, έστω και για μία μόνο στιγμή!»
Ο σκύλος χίμηξε έξω από την πόρτα και, πριν προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε ο στρατιώτης, τον είδε να επιστρέφει με την πριγκίπισσα. Η πριγκίπισσα καθόταν κοιμισμένη στην πλάτη του σκύλου και ήταν τόσο όμορφη που ο καθένας μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν μια πραγματική πριγκίπισσα.
O στρατιώτης θαμπώθηκε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και έσκυψε να φιλήσει την πριγκίπισσα. Μετά, ο σκύλος επέστρεψε στο παλάτι μαζί με την πριγκίπισσα.
Το πρωί, όταν η πριγκίπισσα καθόταν με τον βασιλιά πατέρα της και τη βασίλισσα μητέρα της στο τραπέζι, είπε στους γονείς της ότι είδε ένα πολύ όμορφο όνειρο με έναν σκύλο και έναν στρατιώτη. Αυτή είχε καβαλήσει πάνω στον σκύλο και ο στρατιώτης την φίλησε.
«Ωραία ιστορία» είπε ενοχλημένη η βασίλισσα.
Για να διαπιστώσουν αν είναι κάποιο όνειρο ή κάτι άλλο, ο βασιλιάς και η βασίλισσα αποφάσισαν ότι από εδώ και στο εξής μία από τις κυρίες της αυλής, η μεγαλύτερη και η πιο έμπιστη, θα στέκεται στο πλάι του κρεβατιού της πριγκίπισσας κατά την διάρκεια της νύχτας.
Μόλις νύχτωσε ξανά, ο στρατιώτης είχε ήδη νοσταλγήσει την πανέμορφη πριγκίπισσα και έτσι έστειλε τον σκύλο να του την φέρει. Η κυρία της αυλής όμως μόλις είδε τι γίνεται, έβαλε τις γαλότσες της και έτρεξε ξωπίσω από τον σκύλο. Αφού τους είδε να εξαφανίζονται σε ένα μεγάλο σπίτι σκέφτηκε: «Τώρα ξέρω που είναι» και σχεδίασε έναν μεγάλο σταυρό με κιμωλία πάνω στην πόρτα. Μετά πήγε πίσω στο παλάτι και ξάπλωσε πάλι, μέχρι που ο σκύλος επέστρεψε και αυτός μαζί με την πριγκίπισσα. Όταν όμως ο σκύλος είδε ότι στην πόρτα του σπιτιού όπου έμενε ο στρατιώτης υπήρχε ένας σταυρός, πήρε και αυτός ένα κομμάτι κιμωλία και σχεδίασε έναν σταυρό σε όλες τις πόρτες της πόλης. Με αυτή την έξυπνη κίνηση, η κυρία της αυλής δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει ποια είναι η σωστή πόρτα!
Το πρωί, όταν έμαθαν τα νέα, ο βασιλιάς, η βασίλισσα και όλοι οι αξιωματικοί πήγαν στην πόλη για να δουν που είχε πάει νυχτιάτικα η πριγκίπισσα.
«Εκεί είναι» είπε ο βασιλιάς, μόλις είδε την πρώτη πόρτα με σταυρό πάνω της.
«Όχι, εκεί είναι άντρα μου!» είπε όμως η βασίλισσα, όταν είδε μια δεύτερη πόρτα με σταυρό.
«Αλλά και εδώ έχει έναν σταυρό, να κι άλλος, και άλλος!» φώναζαν όλοι καθώς σε όλες τις πόρτες της πόλης υπήρχαν σταυροί. Τότε κατάλαβαν ότι, όσο και να έψαχναν, δεν θα μπορούσαν να βρούνε την σωστή πόρτα.
Αλλά η βασίλισσα ήταν μια πολύ έξυπνη γυναίκα η οποία ήταν ικανή για πολλά περισσότερα από το να συνοδεύει τον βασιλιά στην άμαξα. Πήρε το μεγάλο της ψαλίδι, έκοψε ένα κομμάτι μεταξωτό ύφασμα σε μικρά κομμάτια με τα οποία έφτιαξε ένα όμορφο πουγκί. Το πουγκί το γέμισε με σούπα δημητριακών και το έδεσε στην πλάτη της πριγκίπισσας. Στη συνέχεια έκανε μία μικρή τρύπα στο πουγκί ώστε όπου πήγαινε η πριγκίπισσα να χύνεται λίγη από την σούπα και να αφήνει το ίχνος της.
Το βράδυ ξαναήρθε ο σκύλος, πήρε την πριγκίπισσα στην πλάτη του και την πήγε στον στρατιώτη. Τόσο πολύ αγαπούσε ο στρατιώτης την πριγκίπισσα που ευχόταν να ήταν πρίγκιπας ώστε να την πάρει για γυναίκα του.
Ο σκύλος δεν κατάλαβε ότι έχυνε την σούπα στον δρόμο από το παλάτι μέχρι το παράθυρο του στρατιώτη, όπου ανέβηκε σκαρφαλώνοντας τον τοίχο μαζί με την πριγκίπισσα. Έτσι, την επόμενη μέρα ο βασιλιάς και η βασίλισσα είδαν που ακριβώς βρισκόταν την νύχτα η κόρη τους. Αμέσως διέταξαν τους αξιωματικούς τους να συλλάβουν τον στρατιώτη και να τον ρίξουν στα μπουντρούμια.
Μέσα στα σκοτάδια καθόταν λοιπόν ο στρατιώτης και δεν είχε τι να κάνει και άκουγε φωνές που του λέγανε: «Αύριο θα σε κρεμάσουν». Δεν του ήταν καθόλου ευχάριστο αυτό και, δυστυχώς, είχε ξεχάσει στο πανδοχείο τον αναπτήρα που θα μπορούσε να τον βοηθήσει.
Όταν ξημέρωσε, ο στρατιώτης είδε μέσα από τις σιδερένιες βέργες του μικρού παραθύρου ότι το πλήθος έφτανε στην πόλη για να δει πως θα τον κρεμάσουνε. Άκουγε τα τύμπανα και είδε τους στρατιώτες να φτάνουν με βηματισμό. Όλοι οι άνθρωποι βρισκόταν στο δρόμο, και εκεί ήταν και ένα παιδί που βοηθούσε τον παπουτσή το οποίο έτρεχε τόσο πολύ που του έφυγε η παντόφλα και χτύπησε τον τοίχο στον οποίο ήταν το παράθυρο μέσα από το οποίο κοιτούσε ο στρατιώτης.
«Ε, εσύ παιδί του παπουτσή! Μη βιάζεσαι τόσο, έτσι και αλλιώς αν δεν πάω εγώ δεν θα μπορέσεις να δεις τίποτε! Αλλά αν θέλεις να βγάλεις τέσσερα γρόσια τότε τρέχα στο μέρος που έμενα και φέρε μου τον αναπτήρα μου! Αλλά θα πρέπει να πας πολύ γρήγορα για να με προλάβεις», του λέει ο στρατιώτης. Το παιδί ήθελε πάρα πολύ να κερδίσει τα τέσσερα γρόσια και έτσι έτρεξε σαν αστραπή και του έφερε τον αναπτήρα.
Έξω στην είσοδο της πόλης είχαν στήσει την κρεμάλα. Γύρω γύρω στέκονταν φρουροί οι στρατιώτες και πολλές εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες περίμεναν να δουν το κρέμασμα. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα κάθονταν ήδη πάνω σε έναν πολυτελέστατο θρόνο, απέναντι από τους δικαστές και όλους τους συμβούλους τους.
Ανεβάσανε τον στρατιώτη πάνω στην σκάλα της κρεμάλας, αλλά όταν θέλησαν να του βάλουν τη θηλιά στο λαιμό για να τον κρεμάσουν, ο στρατιώτης φώναξε δυνατά ότι σε κάθε ένοχο επιτρέπεται μία τελευταία αθώα επιθυμία πριν εκτελέσουν την ποινή του. Αυτός ήθελε να καπνίσει μία πίπα με καπνό καθώς θα ήταν η τελευταία που θα κάπνιζε σε τούτο τον κόσμο.
Αυτήν την τελευταία επιθυμία του μελλοθάνατου δεν μπορούσε να την αρνηθεί ο βασιλιάς, και έτσι ο στρατιώτης πήρε τον αναπτήρα του και χτύπησε την πέτρα μία, δύο και τρεις φορές! Τότε εμφανίστηκαν και τα τρία σκυλιά, το ένα με τα μάτια που ήταν μεγάλα σαν φλιτζάνια του τσαγιού, το δεύτερο που είχε μάτια μεγάλα σαν μυλόπετρες και το τρίτο το οποίο είχε μάτια μεγάλα σαν τον πύργο του Άιφελ!
«Βοηθήστε με για να μη με κρεμάσουν!» διέταξε τα σκυλιά ο στρατιώτης, και οι σκύλοι όρμησαν πάνω στους δικαστές και σε όλο το συμβούλιο, άρπαξαν τον έναν από τα πόδια, τον άλλον από την μύτη και τους πετούσαν ψηλά στον αέρα, έτσι ώστε όταν έπεφταν στο έδαφος σκορπούσαν σε χίλια κομματάκια.
«Μην μου κάνετε κακό» τσίριξε ο βασιλιάς, αλλά ο μεγαλύτερος σκύλος τον άρπαξε μαζί με την βασίλισσα και τους πέταξε μαζί με όλους τους υπόλοιπους. Τότε οι στρατιώτες τρόμαξαν και ο λαός φώναζε:
«Γενναίε στρατιώτη, εσύ θα πρέπει να γίνεις ο βασιλιάς μας και να πάρεις την όμορφη πριγκίπισσα μας!»
Έτσι έγινε. Έβαλαν τον στρατιώτη στην άμαξα του βασιλιά, οι τρεις σκύλοι χόρευαν εμπρός και φώναζαν «Ζήτω» και τα αγόρια σφύριζαν με τα δάχτυλά τους και οι στρατιώτες παρουσίαζαν τα όπλα τους σε ένδειξη σεβασμού. Η πριγκίπισσα βγήκε από το παλάτι και έγινε βασίλισσα, πράγμα που της άρεσε ιδιαίτερα. Ο γάμος τους κράτησε οχτώ μέρες και οι σκύλοι κάθισαν στο τραπέζι και είχαν ορθάνοικτα τα μάτια τους. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα....