Παιδιά, σήμερα θα έχουμε την καλύτερη εκδρομή που κάναμε μέχρι σήμερα. Θα κάνουμε κάμπινγκ στο δάσος, είπε ο πατέρας της Κατερίνας και της Αλεξάνδρας.
Νέα παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια οικογένεια που τους άρεσε να παίζουν μουσική. Ο μπαμπάς, η μαμά και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια έπαιζαν όλα τα όργανα. Κιθάρα, πιάνο, ακορντεόν, βιολί, φλογέρα και όλα τα άλλα.
Μία φορά και έναν καιρό, ζούσε μία μικρόσωμη γατούλα με γκρίζο τρίχωμα και κίτρινα γλυκά ματάκια. Η Τερέζα, όπως την έλεγαν, ήταν παιχνιδιάρα. Της άρεσαν πολύ οι περιπέτειες και τα παιχνίδια δράσης.
Άλλο ένα Πάσχα πλησίαζε και στο μαντρί επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Το ένα μετά το άλλο, τα πρόβατα εξαφανίζονταν και εκείνα που έμεναν πίσω, γίνονταν όλο και πιο ανήσυχα για την ασφάλειά τους.
Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα δάσος μακρινό, ζούσε ένας μικρός λαγός που του άρεσε το παιχνίδι με τα άλλα ζώα και το ωραίο φαγητό.
- Όχι! Όχι, σε λέω, ξέχασε το! - Έλα, Τζίνα, σε παρακαλώ! Τόσες μέρες έχω έρθει εδώ και δεν έχει γίνει τίποτα συναρπαστικό.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα και σε ένα μικρό χωριό, ζούσε μια νεαρή κοπέλα που την έλεγαν Ελένη. Η Ελένη ήταν ένα ευγενικό κορίτσι που του άρεσε να περνάει χρόνο στο δάσος, ακούγοντας τα πουλιά και κυνηγώντας τις πεταλούδες. Έμενε με τη μητέρα της σε ένα μικρό εξοχικό στην άκρη του δάσους.
- Ο καιρός αλλάζει πρέπει να αρχίσουμε προετοιμασίες για το μεγάλο ταξίδι. Έχω λίγο άγχος θα είναι η πρώτη φορά να ηγηθώ όλου του μεγάλου πληθυσμού των χελιδονιών από Αφρική στα καλοκαιρινά μέρη της Ευρώπης.
Ήταν Απρίλιος όταν γεννήθηκα. Να πω την αλήθεια δεν έβλεπα τίποτα ούτε την Μαμά που με γέννησε. Ξέρετε γιατί; Τα αλεπουδάκια τις πρώτες δέκα - δεκαπέντε μέρες είναι τυφλά.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσανε δύο πολύ όμορφες και καλόκαρδες πριγκίπισσες μαζί με τον μπαμπά τους βασιλιά και την μαμά τους βασίλισσα. Μεγάλωναν μέσα στο παλάτι χωρίς να τους λείπει τίποτα. Είχανε τα καλύτερα ρούχα. Είχανε τα καλύτερα παιχνίδια. Είχανε τα πιο όμορφα άλογα.
Δημοφιλή παραμύθια
Σε μια κωμόπολη της Ελλάδας, σε άλλους γνωστή και σε άλλους εντελώς άγνωστη, ζούσε η Ειρήνη, μια νέα και όμορφη κοπέλα, που είχε την τύχη αλλά και την κατάρα να κρατά στις πλάτες της ένα τόσο βαρύ όνομα. Ειρήνη. Όλοι μας "ειρήνη" ευχόμαστε για τον κόσμο μας, όλοι αυτό θέλουμε κι όμως πολλές φορές το μίσος μας την κρύβει.
Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι με πολλά δωμάτια, έμενε μια γριά. Το σπίτι ήτανε παμπάλαιο. Κανείς δεν το πρόσεχε πια και οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να ραγίζουν, οι σοβάδες να πέφτουν, τα πατώματα να σαπίζουν.
Μια ωραία καλοκαιριάτικη μέρα, μια μικρή - μικρούτσικη Νεραϊδούλα βρήκε ένα παπουτσάκι μιας κούκλας. Ήταν ένα ωραίο μικρό παπουτσάκι πέτσινο και γαλάζιο σαν τον ουρανό.
"Πόσο χρήσιμο είναι αυτό το κουκλοπάπουτσο! σκέφτηκε η Νεραϊδούλα. Μπορεί να χρησιμεύσει για κούνια ενός μικρού σαλιγκαριού ακόμα και βάρκα ενός μικρού ψαριού".
Μια φορά και ένα καιρό, κάπου στο βυθό της θάλασσας ζούσε μια όμορφη γοργόνα με ξανθά μακριά μαλλιά, πράσινα μάτια και χρυσαφένια ουρά. Η γοργονίτσα κολυμπούσε όλη την ημέρα μόνο κοντά στο σπίτι της επειδή η μαμά της δεν την άφηνε να πηγαίνει μακριά μόνη της γιατί ήταν επικίνδυνα.
Μια φορά κι έναν καιρό σ' ένα χωριό κοντά στο δάσος ζούσαν με την οικογένεια τους δυο αδέλφια (ένα αγόρι κι ένα κορίτσι).
Κοντά στο σπίτι των παιδιών ζούσε άλλη μια οικογένεια που είχε ένα κοριτσάκι. Τα τρία (τα δύο αδέρφια και το κορίτσι που έμενε δίπλα τους) ήταν πολύ καλοί φίλοι κι έκαναν πολύ καλή παρέα.
Σε ένα μικρό χωριό της Ελλάδας γεννήθηκε ένα γλυκό και όμορφο κοριτσάκι. Μόλις άνοιξε πρώτη φορά τα μάτια του, αντίκρισε τα μεγάλα στοργικά μάτια της μητέρας του και χαμογέλασε γλυκά.
Τα χωράφια στον Πηλό σμίγουν με τη θάλασσα, και όταν είναι βαρυχειμωνιά λάσπες και πηλοί παρασέρνονται στη θάλασσα από τη βροχή, ενώ όταν η θάλασσα είναι τρικυμιώδης, τα κύματα βγαίνουν στη στεριά και τραβούν τα χώματα της γης, μέσα στα θάλασσα. Τα χώματα είναι μαλακά και εύκολα σκάβονται, γι αυτό το λόγο η περιοχή κάποιες φορές χρησίμευε από τους πειρατές μέσα να κρύβουν μπαούλα θησαυρών που κούρσευαν και πλιατσικολογούσαν.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια ήσυχη πόλη έξω από την Γαλλία, ζούσε η Ρενέ, ένα όμορφο κορίτσι γύρω στα 12, μαζί με την οικογένεια της.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός είχε δώδεκα κόρες, τη μια ωραιότερη από την άλλη. Κοιμόντουσαν όλες μαζί στο ίδιο μεγαλόπρεπο δωμάτιο και τα κρεβάτια τους ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Τη νύχτα, όταν πήγαιναν να κοιμηθούν, ο βασιλιάς κλείδωνε την πόρτα και την αμπάρωνε. Το πρωί όμως, όταν την ξεκλείδωνε, κάθε φορά έβλεπε κάτι πολύ παράξενο. Τα παπούτσια που φορούσαν οι πριγκίπισσες ήταν όλα σκισμένα και χαλασμένα σα να χόρευαν όλη νύχτα! Κανένας δεν κατόρθωνε να εξηγήσει πώς γινόταν ένα τέτοιο πράγμα.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πλούσιος κτηματίας, που δεν είχε κανέναν άλλον στον κόσμο, παρά τον μονάκριβο γιο του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ φοβητσιάρης, φοβόταν ακόμα και την ίδια του τη σκιά. Ένα βράδυ είδε ένα παράξενο όνειρο: πως το γιο του τον έφαγε ένα λιοντάρι.