Η ιστορία του Όλιβερ, ενός αδέσποτου σκύλου που θέλησε να ζήσει ελεύθερος.
αδέσποτα ζώα
Ο Φάμπι ήταν ένα σκυλάκι ζωηρό και παιχνιδιάρικο σαν αρκετά άλλα. Όμως η ιστορία του ήταν αυτή που τον έκανε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα σκυλάκια της Κουταβοπολιτείας, όπου και γεννήθηκε.
Το μοναδικό φως που έσπαγε το σκοτάδι του δωματίου ήταν εκείνο της σόμπας που έκαιγε κάθε βράδυ. Κυριαρχούσε απόλυτη σιωπή. Κανείς δε μιλούσε, ήταν η ώρα της ημέρας που όλοι ηρεμούσαν. Την απόλυτη αυτή ηρεμία χαλούσε κάποιες στιγμές ένα ελαφρύ ροχαλητό της μικρής Ρόζας. Η Ρόζα ήταν το μικρό, νεοφερμένο σκυλάκι στο σπίτι της οικογένειας.
Αφιερωμένο στη δικιά μας Μελίτα που μας χρωμάτισε τη ζωή με τα καταπράσινα μάτια της!
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριό, ζούσε μια πτωχή πολύτεκνη οικογένεια. Δούλευαν όλοι σκληρά για να ζήσουν, αλλά η ζωή στην εξοχή ήταν δύσκολη. Ήσαν άκληροι και αναγκάζονταν να ξενοδουλεύουν, όμως και οι άλλοι χωριανοί ήσαν το ίδιο πτωχοί και δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν καθώς το χωριό είχε άγονη και κακοτράχαλη γη. Παρ’ όλη την φτώχεια τους, ήσαν άνθρωποι καλοί Χριστιανοί και υπέμεναν με υπομονή τα πάνδεινα με την προσευχή στο στόμα τους και την καλοσύνη στην καρδιά τους. Ζούσαν ενάρετο βίο σύμφωνα με τις καταβολές του Χριστού, καταβολές τα οποίες δίδασκαν στα παιδιά τους, που τις άκουαν υπάκουα και με ευλάβεια.
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο ήταν ένα μεγαλόπρεπο παλάτι περιτριγυρισμένο από ένα μεγάλο δάσος. Το δάσος εκείνο ήταν γεμάτο κυνήγι.
Ο Μάξιμος όπου σταθεί κι όπου βρεθεί λέει πως ο παππούς του έχει ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο.
- Παππού θέλεις να είσαι ο αρχηγός μου στα ταξίδια που θα κάνω όταν μεγαλώσω;
- Ο ξεναγός σου θέλεις μάλλον να πεις, απαντά εκείνος και γελάει τρανταχτά. Φυσικά, και θέλω!
Από τόσο δα μικρό σποράκι θυμάμαι ένα μεγάλο, ζεστό χέρι να με κρατάει με αγάπη και μια πολύ γλυκιά φωνή να μου μιλά. Να με βάζει τρυφερά στο χώμα και σκεπάζοντάς με να εύχεται να μεγαλώσω και να γίνω. Να γίνω… «τι να γίνω;» σκεφτόμουν τότε. Τώρα ξέρω… ΈΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΝΤΡΟ γεμάτο με πολλά και ζουμερά κεράσια.
Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ήταν μία μαμά κατσίκα η οποία είχε επτά μικρά κατσικάκια. Η κατσίκα αυτή αγαπούσε πολύ τα κατσικάκια της όπως κάθε μητέρα αγαπάει τα παιδάκια της.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πλούσιος κτηματίας, που δεν είχε κανέναν άλλον στον κόσμο, παρά τον μονάκριβο γιο του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ φοβητσιάρης, φοβόταν ακόμα και την ίδια του τη σκιά. Ένα βράδυ είδε ένα παράξενο όνειρο: πως το γιο του τον έφαγε ένα λιοντάρι.
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας έμπορος ο οποίος είχε τρεις κόρες που τις αγαπούσε περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό. Μια μέρα, ο έμπορος έπρεπε να κάνει ένα μακρινό ταξίδι για να αγοράσει κάποια αγαθά. Προτού φύγει, ρώτησε τις κόρες του αν επιθυμούν να τους φέρει δώρα.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πειρατής τρομερός. Ήταν ο καπετάν Μαυρογένης. Τον έλεγαν έτσι, γιατί είχε μακριά, μαύρη γενειάδα. Όλοι τον φοβόντουσαν, γιατί ήταν πολύ άγριος και τρομαχτικός.
Μια φορά και έναν καιρό, στην άκρη του φεγγαριού καθότανε μια μικρή νεράιδα. Κάθε βράδυ έβλεπε στη γη και τραγουδούσε όμορφα τραγούδια στα παιδιά. Ύπνο να έχουνε γλυκό. Καθώς τραγουδούσε το φεγγάρι κολυμπούσε πάνω από θάλασσες και άφηνε τα χρυσά του σχέδια πάνω στα νερά.
Αφιερωμένο στη δικιά μας Μελίτα που μας χρωμάτισε τη ζωή με τα καταπράσινα μάτια της!