«Άραγε, ποιος να μένει σε αυτό το μανιταρόσπιτο;», ρωτάνε τα σύννεφα. «Μα φυσικά, ποιος άλλος; Ο Χέρμαν!», απαντάει ο ήλιος. «Και ποιος είναι ο Χέρμαν;», ρωτάνε ξανά τα σύννεφα. «Δεν ξέρετε τον Χέρμαν; Ελάτε να σας τον γνωρίσω!», λέει ο ήλιος.
αετός
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το αγαπούσαν όλοι. Πιο πολύ απ' όλους την αγαπούσε η γιαγιά της, αλλά ήταν φτωχή και το μόνο που μπόρεσε να της δώσει ήταν ένα μικρό κόκκινο σκουφάκι από βελούδο. Η μικρή το φορούσε πάντα και της ταίριαζε πολύ, έτσι όλοι τη φώναζαν "η Κοκκινοσκουφίτσα".
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας έμπορος ο οποίος είχε τρεις κόρες που τις αγαπούσε περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό. Μια μέρα, ο έμπορος έπρεπε να κάνει ένα μακρινό ταξίδι για να αγοράσει κάποια αγαθά. Προτού φύγει, ρώτησε τις κόρες του αν επιθυμούν να τους φέρει δώρα.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα καταπράσινο δάσος με πολλά όμορφα λουλούδια, δέντρα πράσινα πουλιά κάθε λογής ζούσε ένα μικρό αηδόνι μαζί με την οικογένεια του τον λέγανε Ρίκο.
Το αηδόνι ήταν πολύ θλιμμένο. Τα αδέρφια του, οι φίλοι του δεν τον κάνανε παρέα γιατί δεν ήξερε να κελαηδάει όπως τα άλλα πουλιά, και τον κορόιδευαν.
Μια φορά και έναν καιρό, η γυναίκα ενός πολύ πλούσιου ανθρώπου αρρώστησε βαριά. Και όταν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος της, φώναξε κοντά τη μοναχοκόρη της και της είπε:
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς που είχε μια πολύ όμορφη κόρη. Η βασιλοπούλα αυτή ήταν τόσο πεντάμορφη που καμιά δεν μπορούσε να την παραβγεί στην ομορφιά. Ήταν όμως και τόσο περήφανη που κανέναν απ’ όσους έρχονταν στο παλάτι και ζητούσαν να την παντρευτούν δεν τον θεωρούσε άξιό της. Τους έδιωχνε όλους και πολλές φορές τους περιφρονούσε και τους κορόιδευε άσχημα.
Άλλη μια μέρα ξημέρωσε στο Χωριό του Αϊ-Βασίλη. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού εργάζονται πυρετωδώς για τη Μεγάλη Μέρα, τη Μέρα της Πρωτοχρονιάς.
Η Νένα, η μικρή πεταλουδίτσα κάθισε στην άκρη ενός μεγάλου, κατακόκκινου λουλουδιού και άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν ελεύθερα πάνω στα ροζουλί μαγουλάκια της.
Μια φορά και ένα καιρό, είχε έρθει το καλοκαίρι και ήταν υπέροχο. Στο κάμπο οι αγρότες είχαν μαζέψει το άχυρο και το'χαν βάλει σε μεγάλους σωρούς. Ψηλά στον ουρανό πετούσε ένας πελαργός με κόκκινα πόδια και τιτίβιζε. Γύρω από το κάμπο και τα χωράφια, υπήρχαν απέραντα δάση και στη μέση του κάμπου κρυστάλιζαν βαθιές λίμνες.
Μια φορά παλιά έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι που αποφάσισε να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί. Κάθισε με τη μάνα του λοιπόν, και σκέφτηκαν όλες τις κοπέλες του χωριού και των περιχώρων, για να βρουν ποια από όλες άρμοζε στον κανακάρη.
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε μια γυναίκα με τον μονάκριβο γιο της, τον Τζακ. Ήταν πολύ φτωχοί και μια μέρα η γυναίκα δεν είχε τίποτε για να φάνε. Το μόνο που τους απέμενε ήταν μια γριά αγελάδα. Έτσι, η γυναίκα έστειλε τον Τζακ να την πουλήσει στην αγορά.