Έφτασε εκείνη η εποχή του χρόνου. Σακιά ξέχειλα ζάχαρη άχνη στοιβάζονται πλάι σε καβουρντισμένα αμύγδαλα, έτοιμα να σκεπάσουν μοσχοβολιστούς κουραμπιέδες, αμέσως μόλις κρυώσουν. Καρύδια περιμένουν να στολίσουν αφράτα μελομακάρονα. Ήσυχα-ήσυχα τα μελομακάρονα περιμένουν τη σειρά τους για να βουτήξουν στο μέλι.
γλυκά
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα ήσυχο χωριό ζούσε η Βανέσσα, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι με κατάξανθα μαλλιά και ροδαλά μάγουλα. Περνούσε τη ζωή της πλάι στον παππού και την γιαγιά της, που την αγαπούσαν όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, ένας ποιητής κιθαρωδός από τη Λέσβο, ο Αρίων, που δούλευε στην αυλή του βασιλιά της Κορίνθου, έμαθε ότι στη Σικελία θα γινόταν μεγάλος αγώνας μουσικός.
"Η λιβελούλα και ο βάτραχος" είναι ένα παραμύθι σε βίντεο που συνδυάζει ζωντανή αφήγηση, πρωτότυπο τραγούδι και εικόνες από τη φύση.
Ήταν ένας άνθρωπος με πολυμελή οικογένεια που ανάθρεψε τα παιδιά του με σκληρή εργασία καθώς έζησε σε πέτρινες και φτωχές εποχές. Έσπερνε και καλλιεργούσε τα χωράφια του αυτός μόνος του με παρέα και βοηθό την γυναίκα του. Ζούσαν αγαπημένοι, και μεγάλωσαν και σπούδασαν με τη βοήθεια του Θεού όλα τα παιδιά τους, και ήταν ευχαριστημένοι. Δούλευαν ολημερίς από νωρίς έως βραδύς, και ήταν χαρούμενοι γιατί τους άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν δύο αδέρφια. Η Γαριφαλιά και ο Δημήτρης. Αυτά τα δύο αδέρφια φαινόταν με μια ματιά ότι ήταν δίδυμα. Δυστυχώς, δεν είχαν καθόλου φίλους γιατί όλοι τους περνούσαν για τρελούς, λόγο της φαντασίας τους. Ήταν 8 χρονών και δεν ξέρω άλλα παιδιά που να ήταν τόσο μα τόσο περιπετειώδη.
Μια φορά κι έναν καιρό, εκεί που τώρα βρίσκεται η Αγγλία, ήταν Χριστούγεννα και μόλις είχε πεθάνει ο βασιλιάς της χώρας, ο οποίος λεγόταν Ουθερ Πέντραγκον. Οι βαρόνοι και οι ιππότες, που μετά το θάνατο του Βασιλιά τσακώνονταν αδιάκοπα μεταξύ τους, μαζεύτηκαν στη μεγάλη εκκλησία του Λονδίνου. Τους είχε καλέσει ο τρανός μάγος Μέρλιν, που κάποτε ήταν ο σύμβουλος του βασιλιά. Κανένας τους όμως δεν ήξερε γιατί τους φώναξε εκεί ούτε τους είπε τίποτα.
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πολύ μακρινή χώρα ζούσε μια βασίλισσα. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, η βασίλισσα κάθονταν στο δωμάτιό της και δούλευε δίπλα στο παράθυρο. Όμως καθώς κοιτούσε έξω που χιόνιζε, τρύπησε κατά λάθος το δάκτυλό της. Τότε τρείς σταγόνες αίμα έπεσαν από το δάκτυλό της πάνω στο χιόνι. Η βασίλισσα κοίταξε το αίμα και είπε: "Θέλω όταν γεννηθεί η κόρη μου να είναι άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μαύρη σαν το ξύλο από το παράθυρό μου!"
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που είχε ένα γαϊδουράκι πολύ εργατικό, το οποίο για χρόνια ολόκληρα κουβαλούσε βαριά σακιά γεμάτα στάρι στο μύλο χωρίς να διαμαρτύρεται.
Ένας νεαρός κάποτε επισκέφτηκε έναν σοφό γέροντα. Ήταν ιδιαιτέρως θλιμμένος και πικραμένος.
Μια φορά και έναν καιρό, ένα ηλιόλουστο απόγευμα, η Αλίκη καθόταν στον κήπο με την αδερφή της. Διάβαζε ένα βιβλίο, αλλά βαριόταν πολύ!
Τότε, είδε ένα μικρό άσπρο κουνέλι με ροζ μάτια να τρέχει μπροστά της. Η Αλίκη αποφάσισε να αφήσει την αδερφή της και να το ακολουθήσει.
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλέας και μια βασίλισσα και είχανε ένα γιο πολύ ωραίο, και τον λέγανε Ύπνο. Ο γιος τους λοιπόν αυτός δεν ήθελε να παντρευτεί. Πόσα του ’λεγε ο βασιλέας, η βασίλισσα «να παντρευτείς να κάμεις παιδιά», κείνος του κάκου.