Κουραμπιεδομελομακαρονοκαβγάδες

Συγγραφέας παραμυθιού

Έφτασε εκείνη η εποχή του χρόνου. Σακιά ξέχειλα ζάχαρη άχνη στοιβάζονται πλάι σε καβουρντισμένα αμύγδαλα, έτοιμα να σκεπάσουν μοσχοβολιστούς κουραμπιέδες, αμέσως μόλις κρυώσουν. Καρύδια περιμένουν να στολίσουν αφράτα μελομακάρονα. Ήσυχα-ήσυχα τα μελομακάρονα περιμένουν τη σειρά τους για να βουτήξουν στο μέλι. Άλλα πιο τυχερά, μπλουμ, κάνουν βουτιά σε σοκολάτα γάλακτος ή λευκή.

Το παλιό ζαχαροπλαστείο στην πλατεία βάζει τα γιορτινά του. Η βιτρίνα στολίζεται με χριστουγεννιάτικες μπάλες και χιονονιφάδες. Οι τούρτες με τους μονόκερους, τις πριγκίπισσες, τους υπερήρωες και τις μπάλες ποδοσφαίρου φεύγουν από τη βιτρίνα. Βουνά από κουραμπιέδες και μελομακάρονα γεμίζουν τη βιτρίνα, πλάι σε ζαχαρωτά μπαστούνια και σοκολατένιους Αη-Βασίληδες. Κόσμος και κοσμάκης μπαινοβγαίνει κουβαλώντας μικρά, μεσαία, μεγάλα και τεράστια κουτιά.

Μα εκεί στη βιτρίνα, κάτω από τα πολύχρωμα φωτάκια, χρόνια τώρα μια έχθρα τρέφεται. Κουραμπιέδες και μελομακάρονα μαλώνουν, μαλώνουν, ασταμάτητα μαλώνουν.

- Εμείς είμαστε το πιο διάσημο γλυκό, καυχιούνται οι κουραμπιέδες.

- Ουουου, ναι καλά. Χριστούγεννα χωρίς μελομακάρονα γίνεται, δε γίνεται!, φωνάζουν τα μελομακάρονα.

- Γιατί γίνεται χωρίς κουραμπιέδες;

- Ναι, και θα μείνει και καθαρό το σπίτι!

- Παλιοαχαρομελομπισκοτάκια!

- Σπαζοδοντάκηδες!

- Ευκολοτριφτογλυκάκια!

- Αχνοζαχαροσκορπιστές!

Και κάπως έτσι με φωνές, βρισιές και καβγάδες περνούσαν οι μέρες ως τα Χριστούγεννα. Τόσο απασχολημένα ήταν με τους καβγάδες τους που δεν έβλεπαν ούτε το πανύψηλο, φωτισμένο έλατο, ούτε τα στολισμένα μαγαζιά, ούτε τα παιδάκια που έκαναν φιγούρες στο παγοδρόμιο που είχε στηθεί.

Μια μέρα, καθώς το καρότσι με τους φρεσκοφουρνισμένους και φρεσκοπασπαλισμένους κουραμπιέδες βγήκε από το εργαστήριο, αντί να προχωρήσει και να ξεφορτωθεί στη βιτρίνα, σταμάτησε στο τραπέζι κοντά στο ταμείο. Με αέρα νικητή περνούσαν τα μελομακάρονα από δίπλα τους μέχρι που και το δικό τους καρότσι σταμάτησε στο απέναντι τραπέζι. Κι όταν η κοπέλα άρχισε να ξεφορτώνει εκεί τις πιατέλες, κουραμπιεδοσούσουρο και μελομακαρονομουρμούρα να δεις!

- Κάποιο λάθος έγινε, μουρμούριζαν τα μελομακάρονα.

- Η θέση μας είναι στη βιτρίνα, σύντροφοι, διαμαρτυρήθηκαν οι κουραμπιέδες.

- Βλέπει κανείς τι γίνεται στη βιτρίνα, ρώτησε ένα μακρουλό μελομακάρονο.

- Αφήστε το πάνω μου, είπε ένας μικρούλης, ολοστρόγγυλος κουραμπιές. Και μόλις βρήκε ευκαιρία κύλισε στη βιτρίνα.

Λίγη ώρα μετά ο μικρός κουραμπιές πετάχτηκε στην τσέπη του παλτού ενός πελάτη. Καθώς αυτός περνούσε δίπλα από το ταμείο, τσουπ ο κουραμπιεδομικρουλης πήδηξε στη βάση της πιατέλας.

- Λέγε, λέγε φώναξαν οι αναστατωμένοι κουραμπιέδες.

- Πιο δυνατά, πιο δυνατά, είπαν τα μελομακάρονα.

- Σκούρα τα πράγματα, είπε ο μικρός κουραμπιές, ξεφυσώντας και σηκώνοντας ένα συννεφάκι άχνης ζάχαρης. Η βιτρίνα έχει γεμίσει σπιτάκια.

- Σπιτάκια; αναρωτήθηκαν κουραμπιέδες και μελομακάρονα μαζί.

- Σπιτάκια ντε, με γλάσο, ζαχαρωτά και καραμελίτσες. Δεν έμεινε σπιθαμή άδεια!

- Και τώρα, Εδώ θα περάσουμε τις γιορτές;, αναρωτήθηκαν τα γλυκά και σιώπησαν.

Σκέφτονταν το πανύψηλο, φωτισμένο δέντρο και τα στολισμένα μαγαζιά που δε θα έβλεπαν ξανά. Τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα των παιδιών και τα χαρούμενα πρόσωπά τους. Τη λαχτάρα στα παιδικά μουτράκια που κολλούσαν στη βιτρίνα χαζεύοντας τις γλυκοπυραμίδες.

Οι μέρες περνούσαν ενώ κουραμπιέδες και μελομακάρονα έμεναν πάντα εκεί δίπλα στο ταμείο. Σιωπή απλωνόταν. Κανείς δεν είχε όρεξη να μαλώσει. Ώσπου, μια μέρα, παραμονή Χριστουγέννων ήταν, το καρότσι με τους αχνοζαχαροσκέπαστους κουραμπιέδες προσπέρασε το ταμείο και έφτασε στη βιτρίνα. Χαρές οι κουραμπιέδες! Είχαν, όμως, και μια αγωνία…Θα ακολουθούσαν τα μελομακάρονα;

Κι εκεί, μέσα από το αλευρωμένο εργαστήριο, επιβλητική φάνηκε μια πυραμίδα μελομακάρονα. Καμαρωτά, καμαρωτά, χρυσαφιά και μοσχομυριστά πήραν τη θέση τους δίπλα στους κουραμπιέδες, που ήταν περιτριγυρισμένοι από γλυκοσπιτάκια.

- Δείτε, δείτε τα στολισμένα μαγαζιά, φώναξε ένα πλακουτσωτό μελομακάρονο.

- Δείτε, δείτε το φωτισμένο δέντρο, αναπήδησε ένας χοντρουλός κουραμπιές, χάνοντας λίγη από την άχνη ζάχαρή του.

- Τι όμορφα που είναι στη στολισμένη βιτρίνα, μουρμούρισαν τα μελομακάρονα.

- Τι όμορφα είναι που είμαστε όλοι μαζί, ψιθύρισαν οι κουραμπιέδες και γλύκαναν ακόμη πιο πολύ τα μελομακάρονα.

- Χιονίζει, χιονίζει, ξεφώνισαν όλα μαζί και σώπασαν κοιτάζοντας το χιόνι να σκεπάζει τους δρόμους.

Καλές γιορτές!

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Εύη Σαμαρά

Εικονογράφηση: www.paidika-paramythia.gr

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.5 (71 ψήφοι)