Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσανε δύο πολύ όμορφες και καλόκαρδες πριγκίπισσες μαζί με τον μπαμπά τους βασιλιά και την μαμά τους βασίλισσα. Μεγάλωναν μέσα στο παλάτι χωρίς να τους λείπει τίποτα. Είχανε τα καλύτερα ρούχα. Είχανε τα καλύτερα παιχνίδια. Είχανε τα πιο όμορφα άλογα.
μπαμπάς
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα πολύ μακρινό δάσος ήταν μια μικρή αρκουδίτσα που την έλεγαν Μπέτυ. Ζούσε με τους γονείς της σε μια μεγάλη πολύχρωμη σπηλιά.
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, για να της ζυμώνει το ψωμί της, και της έδινε για τον κόπο της ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε.
Ήτανε μια φορά ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχανε κι ένα γιο. Όσο ήτανε ο βασιλιάς κι βασίλισσα καλοί άνθρωποι, τόσο ήταν ο γιος διαστραμμένος.
«Άραγε, ποιος να μένει σε αυτό το μανιταρόσπιτο;», ρωτάνε τα σύννεφα. «Μα φυσικά, ποιος άλλος; Ο Χέρμαν!», απαντάει ο ήλιος. «Και ποιος είναι ο Χέρμαν;», ρωτάνε ξανά τα σύννεφα. «Δεν ξέρετε τον Χέρμαν; Ελάτε να σας τον γνωρίσω!», λέει ο ήλιος.
Μία φορά σε μία πόλη, ήταν μαζεμένα πολλά περιστέρια σε μία πλατεία, όπως γίνεται άλλωστε σε πολλές πόλεις. Εκεί κάποιες φορές, τα τάιζαν οι περαστικοί, άλλοτε όχι, αλλά κάνανε κάθε μέρα το πρωινό τους συμβούλιο. Συζητούσαν πώς περάσανε τη μέρα τους, πού πετάξανε, πού υπάρχει καλό φαγητό, αν χάθηκε κάποιο, και άλλα πολλά.
Μία φορά κι έναν καιρό...Σε ένα δάσος, κρυμμένο καλά, τόσο που για να μάθεις για την ύπαρξή του έπρεπε να περπατήσεις χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη, ζούσε ο Μάρκος, ο σκαντζόχοιρος. Ο Μάρκος ήταν 4 χρόνων γέρος. Γέρος, βέβαια. Αφού οι σκαντζόχοιροι ζουν μέχρι 5 χρόνια. Όποιον και να ρωτούσες στο δάσος όμως, έλεγε πως ήταν εφτάψυχος, σαν γάτα.
Μια φορά και έναν καιρό, ένας φτωχός ξυλοκόπος και η γυναίκα του είχαν επτά γιους. Ομως, κάθε παιδί που γεννιόταν ήτανε μικρότερο από το προηγούμενο. Όταν μάλιστα γεννήθηκε το έβδομο, δεν ξεπερνούσε το μέγεθος ενός ρεβιθιού και γι' αυτό όλοι το φώναζαν Κοντορεβιθούλη. Ακόμα και όταν πέρασε πολύς καιρός, ο Κοντορεβιθούλης παρέμεινε το ίδιο σχεδόν μικρούλης. Ήταν όμως τόσο έξυπνος και τόσο ετοιμόλογος που ξεπερνούσε όλα τα αδέρφια του στο μυαλό.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπουτσής, εργατικός και πολύ καλός τεχνίτης αλλά πολύ φτωχός. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και, παρότι δούλευε όλη μέρα, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Με πολύ κόπο έβγαζε το ψωμί του. Ό,τι κέρδιζε το ξόδευε για την οικογένεια του και τις περισσότερες φορές δεν του περίσσευαν χρήματα ούτε για να αγοράσει καινούργια δέρματα.
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ο βασιλιάς Γουλιέλμος μαζί με την κόρη του την Φιλομήλα, ένα κορίτσι ψηλό με μαύρα μακρυά μαλλιά που ήταν όμως άσχημο. Την αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Ήταν ένα άξιο κορίτσι που καταπιανόταν με πολλά και διάφορα πράγματα. Παρ’ ότι η εξουσία που είχε, όντας κόρη του βασιλιά, της επέτρεπε να μην ασχολείται με εργασίες στο παλάτι, εκείνη δεν επαναπαυόταν και βοηθούσε ακόμα και σε χειρωνακτικές δουλειές τους υπηρέτες. Ο πατέρας της ώρες ώρες σκεπτόταν μήπως είχε γίνει κάποιο λάθος μαζί της και γεννήθηκε κορίτσι διότι πέρα από το γεγονός ότι ήταν άσχημη εμφανισιακά, βοηθούσε στις δουλειές του παλατιού, αναλάμβανε πολλές φορές καθήκοντα του ίδιου του Βασιλιά και μάλιστα συχνά κανόνιζε η ίδια τις συναντήσεις του με άλλους βασιλείς.
Μια φορά και ένα καιρό ζούσαν σε ένα μικρό χωριό που το έλεγαν Ελατοφωλιά δύο πολύ αγαπημένα αδερφάκια, ο Μενέλαος και η Χλόη.
Ο Μενέλαος είχε μαύρα μαλλιά και ματάκια στο χρώμα του μελιού και η Χλόη είχε καστανά μαλλάκια, μάτια πράσινα και ροδοκόκκινα μάγουλα που θύμιζαν ζουμερές φράουλες.
- ”Μαμά μαμά τι δώρο θα μου φέρει φέτος ο Άγιος Βασίλης;” ρώτησε η Μαρία επίμονα.
- “Φέτος αγάπη μου εξαιτίας της πανδημίας ο Άι Βασίλης δεν θα καταφέρει να στείλει τα δώρα του στα παιδάκια”.
- “Δηλαδή κανένας δεν θα πάρει δώρο φέτος”; ρώτησε θλιμμένη.