«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
Είχε αρχίσει σιγά σιγά να βραδιάζει και τα ζώα στον ζωολογικό κήπο ετοιμάζονταν να κοιμηθούν. Χιλιάδες επισκέπτες είχαν έρθει για ακόμη μια μέρα προκειμένου να δουν από κοντά τον Χάρη, το λιοντάρι, την Λίλα, τον Γορίλα, τον Λίνο , τον Πιγκουίνο και τα άλλα ζώα του ζωολογικού κήπου. Μετά από λίγη ώρα ο φύλακας κλείδωσε την μεγάλη μεταλλική πόρτα και όλα τα ζώα έπεσαν να κοιμηθούν. Όλα εκτός από ένα.
Μια φορά και έναν καιρό στο νησί Καραβόμυλος ζούσε ένας πειρατής που τον λέγανε Ριχάρδο.
Μια φορά και έναν καιρό, όταν ο παππούς γουρουνάκης ήταν μικρό παιδί είχε πάει βόλτα σε ένα πανηγύρι. Καθώς έκανε βόλτα στα όμορφα μαγαζάκια, κάτι ιδιαίτερο κέντρισε την προσοχή του σε ένα μαγαζί που πουλούσε παλιά πράγματα. Ήταν ένα ιδιαίτερο κουτί από ξύλο, γεμάτο σκόνη και είχε μόνο ένα κουμπί.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πειρατής τρομερός. Ήταν ο καπετάν Μαυρογένης. Τον έλεγαν έτσι, γιατί είχε μακριά, μαύρη γενειάδα. Όλοι τον φοβόντουσαν, γιατί ήταν πολύ άγριος και τρομαχτικός.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πειρατής, κάπως διαφορετικός από τους άλλους πειρατές. Τον έλεγαν Χρυσοδόντη, γιατί είχε ένα δόντι χρυσό που γυάλιζε κάθε φορά που γελούσε. Αυτός ο πειρατής είχε κι ένα ξύλινο πόδι, επειδή έχασε το δικό του σε μια μάχη. Ο Χρυσοδόντης όμως δεν ήταν άγριος πειρατής σαν τους υπόλοιπους και γι' αυτό οι άλλοι πειρατές δεν του μιλούσαν.
Κάποτε οι βάτραχοι διοργάνωσαν έναν αγώνα αναρρίχησης. Στόχος τους ήταν να ανέβουν στην ψηλότερη κορυφή ενός πύργου. Πολλοί άνθρωποι μαζεύτηκαν εκεί να τους υποστηρίξουν.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που δεν είχαν παιδιά. Όλα τ’ αγαθά τα είχαν και μόνο παιδιά δεν είχαν. Η πίκρα τους γι’ αυτό ήταν μεγάλη. Έλεγαν:
Σ’ ένα όμορφο κτήμα, δίπλα στη θάλασσα, ήταν φυτεμένες εδώ και πολλά χρόνια δυο ελιές, η Έλι και η Λία. Τις είχαν φυτέψει στην άκρη του κτήματος μακριά από το σπίτι κι από όλα τα υπόλοιπα δέντρα. Ακόμη κι ο δρόμος ήταν από την άλλη πλευρά. Ούτε έβλεπαν ούτε άκουγαν κανέναν εκεί που τις είχαν βάλει.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε, ένα φτωχό, μα καλό κι αγαπημένο αντρόγυνο. Είχαν ένα ξύλινο σπιτάκι κοντά στο μεγάλο δάσος, κι επειδή ήταν πολύ φτωχοί, ο άντρας πήγαινε κι έκοβε ξύλα κι η γυναίκα του έπλεκε κάλτσες, τα πουλούσαν και ζούσαν φτωχικά, μα πάντα αγαπημένα. Ένα μονάχα καημό είχαν στη ζωή τους: που δεν αξιώθηκαν να κάνουν παιδί, για να τόχουν συντροφιά και παρηγοριά στα γεράματά τους.
Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ο Θεός φώναξε τους αγγέλους σε συμβούλιο. Ήθελε ν’ ανοίξει καινούργια βιβλία για τη νέα χρονιά κι ήθελε να ξέρει πόσα από τα έργα του παλιού χρόνου είχαν τελειώσει, πόσα είχαν μείνει μισοτελειωμένα και πόσα δεν είχαν αρχίσει ακόμα, παρά τις οδηγίες του.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το αγαπούσαν όλοι. Πιο πολύ απ' όλους την αγαπούσε η γιαγιά της, αλλά ήταν φτωχή και το μόνο που μπόρεσε να της δώσει ήταν ένα μικρό κόκκινο σκουφάκι από βελούδο. Η μικρή το φορούσε πάντα και της ταίριαζε πολύ, έτσι όλοι τη φώναζαν "η Κοκκινοσκουφίτσα".
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό σύννεφο που όλο έχανε το δρόμο του. Μια μέρα, μετά από δυνατό αέρα, ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα και το μικρό σύννεφο δεν πρόλαβε ν' ακολουθήσει τα αδέρφια του που απομακρύνονταν βιαστικά πάνω από τη θάλασσα. Μίλια μακριά άκουγε μια μουσική από τη φωτεινή ρόδα του λούνα – πάρκ στην παραλία του Φαλήρου. Το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα χίλια χρωματιστά λαμπιόνια που αντανακλούσαν στη θάλασσα, υψωνόταν ως τον ουρανό.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα μικρό σκυλάκι, ο Μπομπ. Ήταν καλός σκύλος και είχε έναν πολύ καλό ιδιοκτήτη! Ένα μικρό κοριτσάκι τον είχε βρει στον δρόμο να τρέμει ολόκληρος από το κρύο και αυτό το κορίτσι και οι γονείς της, αποφάσισαν να τον κρατήσουν.
Μία φορά κι έναν καιρό, εδώ και πολλά χρόνια, υπήρχε το Βασίλειο των Χρωμάτων όπου ζούσαν εφτά ιππότες: ο Κόκκινος, ο Πορτοκαλής, ο Κίτρινος, ο Πράσινος, ο Μπλε, ο Λουλακής και ο Βιολετής. Όλοι ήταν γενναίοι και τολμηροί, κι ένιωθαν πολύ περήφανοι για το χρώμα τους.
Ο Κόκκινος Ιππότης έλεγε με μεγάλη ικανοποίηση:
Μια φορά και έναν καιρό, δίπλα σε ένα ποτάμι ήταν χτισμένο ένα όμορφο νεραιδόβασίλειο όπου ζούσανε 2 μικρές νεραιδούλες. Οι νεραιδούλες μένανε μαζί με τους γονείς τους.