Παραμύθια που διαβάζουμε σήμερα
Μια φορά κι έναν καιρό, στο μεγάλο δάσος είχε πέσει μεγάλη πείνα. Τα άγρια ζώα, οι αρκούδες, οι λύκοι και οι αλεπούδες, δεν έβρισκαν τίποτε να βάλουν στο στόμα τους και πεινούσαν πολύ!
Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα αγοράκι που τον λέγανε Μάρτιν και του άρεσε πάρα πολύ να εξερευνάει είτε σε δάσος είτε σε θάλασσα.
Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα δάσος μακρινό, ζούσε ένας μικρός λαγός που του άρεσε το παιχνίδι με τα άλλα ζώα και το ωραίο φαγητό.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του βασιλιά αποφάσισαν να φύγουν μακρυά σε άλλες χώρες για να κάνουν μεγάλα κατορθώματα, να δοξαστούν και να γίνουν κι εκείνοι βασιλιάδες όπως ο πατέρας τους.
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε μια γυναίκα με τον μονάκριβο γιο της, τον Τζακ. Ήταν πολύ φτωχοί και μια μέρα η γυναίκα δεν είχε τίποτε για να φάνε. Το μόνο που τους απέμενε ήταν μια γριά αγελάδα. Έτσι, η γυναίκα έστειλε τον Τζακ να την πουλήσει στην αγορά.
Το βράδυ που ξαπλώνω
στο μαγικό μου μαξιλάρι
ωραίες σκέψεις κάνω
μέχρι ο ύπνος να με πάρει.
Κι αν ένα όνειρο
ξάφνου με τρομάξει
μεριά στο μαξιλάρι αλλάζω
και το όνειρο κι αυτό θα αλλάξει.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο γαλαξία μας ένα μικρό αστεράκι που το έλεγαν Σταρίτο. Ήταν πολύ μικρό κι η λάμψη του δεν έφτανε πολύ μακριά, όπως των άλλων μεγάλων αστεριών. Ο Σταρίτο στενοχωριόταν που δε μπορούσε να φανεί μέχρι τη Γη, όσο κι αν τεντωνόταν.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπουτσής, εργατικός και πολύ καλός τεχνίτης αλλά πολύ φτωχός. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και, παρότι δούλευε όλη μέρα, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Με πολύ κόπο έβγαζε το ψωμί του. Ό,τι κέρδιζε το ξόδευε για την οικογένεια του και τις περισσότερες φορές δεν του περίσσευαν χρήματα ούτε για να αγοράσει καινούργια δέρματα.
Mια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ'ένα μακρινό βασίλειο ένας όμορφος πρίγκιπας με τη μητέρα του τη βασίλισσα. Είχε φτάσει πια ο καιρός να παντρευτεί αλλά εκείνος ήθελε για γυναίκα του μόνο μια αληθινή πριγκίπισσα.
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, για να της ζυμώνει το ψωμί της, και της έδινε για τον κόπο της ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε.