
Δείτε τα παραμύθια που διαβάζουν σήμερα οι μικροί και μεγάλοι φίλοι μας. Κάντε κλικ για να διαβάσετε και σεις μια από τις παρακάτω ιστορίες.
Δείτε τα παραμύθια που διαβάζουν σήμερα οι μικροί και μεγάλοι φίλοι μας. Κάντε κλικ για να διαβάσετε και σεις μια από τις παρακάτω ιστορίες.
Μία φορά σε μία πόλη, ήταν μαζεμένα πολλά περιστέρια σε μία πλατεία, όπως γίνεται άλλωστε σε πολλές πόλεις. Εκεί κάποιες φορές, τα τάιζαν οι περαστικοί, άλλοτε όχι, αλλά κάνανε κάθε μέρα το πρωινό τους συμβούλιο. Συζητούσαν πώς περάσανε τη μέρα τους, πού πετάξανε, πού υπάρχει καλό φαγητό, αν χάθηκε κάποιο, και άλλα πολλά.
Μια φορά και έναν καιρό ζούσανε σε ένα σπίτι 17 γάτες. Το σπίτι είχε έναν πολύ μεγάλο κήπο και χώρο για να παίζουνε όλα τα γατάκια.
Μια φορά και ένα καιρό ζούσαν σε ένα μικρό χωριό που το έλεγαν Ελατοφωλιά δύο πολύ αγαπημένα αδερφάκια, ο Μενέλαος και η Χλόη.
Ο Μενέλαος είχε μαύρα μαλλιά και ματάκια στο χρώμα του μελιού και η Χλόη είχε καστανά μαλλάκια, μάτια πράσινα και ροδοκόκκινα μάγουλα που θύμιζαν ζουμερές φράουλες.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του βασιλιά αποφάσισαν να φύγουν μακρυά σε άλλες χώρες για να κάνουν μεγάλα κατορθώματα, να δοξαστούν και να γίνουν κι εκείνοι βασιλιάδες όπως ο πατέρας τους.
Μια φορά κι έναν καιρό, το λιοντάρι που όπως ξέρουμε είναι ο βασιλιάς των ζώων – αρρώστησε βαριά. Φοβήθηκε πως θα πεθάνει κι έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα ζώα του μεγάλου δάσους μπροστά του, για να του πουν τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας τίμιος κι εργατικός γεωργός που είχε μόνο ένα γιο. Το παιδάκι αυτό ήταν τόσο μικροκαμωμένο που δεν ξεπερνούσε το μεγάλο δάχτυλο του χεριού. Τα χρόνια περνούσαν, μα ο μικρός δεν ψήλωνε καθόλου.
Μια φορά και έναν καιρό, βαθιά στο δάσος, εκεί όπου ο ζεστός ήλιος κι ο δροσερός αέρας σχημάτιζαν ένα γλυκό ήσυχο μέρος, μεγάλωνε ένα μικρό, όμορφο έλατο.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άντρας που είχε τρεις γιους. Τον μικρότερο τον έλεγαν Χαζούλη και όλοι τον περιφρονούσαν και τον κορόιδευαν.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πατέρας που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, τους φώναξε για τους πει κάτι πολύ σοβαρό και να τους δώσει από ένα δώρο. Ο πατέρας έδωσε στο μεγαλύτερο γιο έναν πετεινό, στο δεύτερο ένα δρεπάνι και στο τρίτο μια γάτα.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός είχε δώδεκα κόρες, τη μια ωραιότερη από την άλλη. Κοιμόντουσαν όλες μαζί στο ίδιο μεγαλόπρεπο δωμάτιο και τα κρεβάτια τους ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Τη νύχτα, όταν πήγαιναν να κοιμηθούν, ο βασιλιάς κλείδωνε την πόρτα και την αμπάρωνε. Το πρωί όμως, όταν την ξεκλείδωνε, κάθε φορά έβλεπε κάτι πολύ παράξενο. Τα παπούτσια που φορούσαν οι πριγκίπισσες ήταν όλα σκισμένα και χαλασμένα σα να χόρευαν όλη νύχτα! Κανένας δεν κατόρθωνε να εξηγήσει πώς γινόταν ένα τέτοιο πράγμα.