Η Γοργονίτσα και τα πολύχρωμα κοράλια

Συγγραφέας παραμυθιού

Μια φορά και ένα καιρό, κάπου στο βυθό της θάλασσας ζούσε μια όμορφη γοργόνα με ξανθά μακριά μαλλιά, πράσινα μάτια και χρυσαφένια ουρά. Η γοργονίτσα κολυμπούσε όλη την ημέρα μόνο κοντά στο σπίτι της επειδή η μαμά της δεν την άφηνε να πηγαίνει μακριά μόνη της γιατί ήταν επικίνδυνα.

Μια μέρα η μαμά της είπε:

- «Θέλεις να πάμε σε έναν ύφαλο που ξέρω, να μαζέψουμε πολύχρωμα κοράλλια;»

- «Ναιαιαιαια» απάντησε εκείνη, ενθουσιασμένη.

Ξεκίνησαν λοιπόν και η μικρή γοργόνα σε όλη τη διαδρομή τραγουδούσε χαρούμενη. Όταν έφτασαν, η μικρή μαγεύτηκε από την ομορφιά και τα πολλά χρώματα που είχαν τα κοράλλια και δεν ήξερε που να πρωτοκοιτάξει! Ήταν πολύ χαρούμενη που η μαμά της την πήρε κοντά της σε αυτή τη μακρινή και ωραία βόλτα. Μάζεψε πολλά κοράλλια για να στολίζει τα μαλλιά της, ενώ συνέχιζε να τραγουδάει τα μαγικά τραγούδια που ξέρουν μόνο οι γοργόνες.

Όταν γύρισαν στο σπίτι, ρώτησε την μαμά της:

- «Μανούλα, μπορώ να ξαναπάω και να μαζέψω και άλλα κοράλλια;»

- «Όχι είναι επικίνδυνα να πας μόνη σου, μόνο μαζί μου θα πηγαίνεις. Ποτέ δε θα πας μόνη σου.»

Οι μέρες περνούσαν και η μικρή γοργόνα σκεφτόταν συνέχεια τα όμορφα κοράλλια του υφάλου. Μια μέρα αποφάσισε να μην ακούσει την συμβουλή της μαμάς της και ξεκίνησε να πάει κρυφά στον ύφαλο. Καθώς κολυμπούσε για να φτάσει κάπως μπερδεύτηκε και έχασε τον δρόμο. Κοιτώντας δεξιά και αριστερά για αρκετή ώρα είδε ένα μεγάλο θαλάσσιο βράχο και θυμήθηκε ότι από κει είχαν περάσει με την μαμά της και λίγο πιο πέρα ήταν ο ύφαλος με τα κοράλλια. Περνώντας τον μεγάλο βράχο είδε από μακριά τον ύφαλο, και από την χαρά της να φτάσει γρήγορα εκεί, δεν πρόσεξε ένα θαλάσσιο ρεύμα που ερχόταν καταπάνω της.

Τα νερά άρχισαν να θολώνουν απότομα, και δεν έβλεπε τίποτα μπροστά της. Σε λίγο ένα ακόμη απότομο ρεύμα, την έριξε πάνω σε κάτι μικρά βράχια, και χτύπησε το κεφάλι της. Μετά από πολλές ώρες ξύπνησε ζαλισμένη, και προσπάθησε να κουνήσει την ουρά της και να κολυμπήσει, αλλά κάτι την εμπόδιζε.

Κοίταξε πιο προσεκτικά, και είδε ότι είχε μπλεχτεί στα δίχτυα ενός ψαρά. Η μικρή γοργόνα αφού δεν μπορούσε να κουνηθεί και να ελευθερωθεί από εκεί, έβαλε τα κλάματα. Σκεφτόταν πόσο λάθος ήταν που δεν είχε ακούσει την μανούλα της, που της είπε να μην πάει μόνη της στον ύφαλο. Τώρα ήταν παγιδευμένη και δεν ήξερε και πόσο μακριά ηταν από το σπιτάκι της.

Η μανούλα της θα ήταν στενοχωρημένη και θα την έψαχνε παντού. Της έλειπε πάρα πολύ η μανούλα της αυτή τη στιγμή και συνέχιζε να κλαίει απαρηγόρητη.

Ξαφνικά άκουσε έναν θόρυβο και τρομαγμένη γύρισε απότομα να δει τι ήταν. Είδε έναν γεροντάκο με άσπρη γενειάδα, να πλησιάζει με μια ξύλινη βάρκα. Τρομαγμένη άρχισε να φωνάζει:

- «Σε παρακαλώ μη μου κάνεις κακό» και προσπαθούσε να ξεφύγει από τα δίχτυα αλλά δεν μπορούσε. Ο γεροντάκος άπλωσε τα χέρια του, και ανέβασε τα δίχτυα στην βαρκούλα, της χαμογέλασε και με μια γλυκιά φωνή της είπε:

- «Ηρέμησε, δεν θα σου κάνω κακό, θέλω να σε ελευθερώσω. Μα πες μου όμως, πώς βρέθηκες εδώ, τόσο μακριά από το σπιτάκι σου;»

Η μικρή γοργόνα του εξήγησε τι είχε πάθει καθώς πήγαινε στον ύφαλο, και ρώτησε τον καλό γεροντάκο αν μπορεί να την βοηθήσει να γυρίσει πίσω, γιατί η μαμά της θα ανησυχούσε πολύ. Ο γεροντάκος της είπε να μην στεναχωριέται, και ότι θα τι βοηθήσει να πάει πάλι κοντά στη μανούλα της. Επίσης της έδωσε και μία συμβουλή:

- «Ποτέ άλλη φορά να μην παρακούσεις την μαμά σου, εντάξει;».

Η γοργόνα κατέβασε το κεφαλάκι της γνωρίζοντας ότι είχε κάνει πολύ μεγάλο λάθος, και του είπε:

- «Ναι το ξέρω, η μανούλα μου με αγαπάει πολύ, και γι αυτό με συμβουλεύει. Από δω και πέρα θα την ακούω σε όλα. Το υπόσχομαι.»

Τότε ο γεροντάκος την πήγε με την βάρκα σε ένα σημείο μέσα στη θάλασσα, κοντά σε κάτι μεγάλα βράχια. Της είπε ότι στο βυθό από την αριστερή πλευρά ήταν ο ύφαλος που ήταν το σπίτι της. Ο γεροντάκος ψάρευε πολλά χρόνια σε αυτή τη θάλασσα και την ήξερε από έξω και ανακατωτά. Η μικρή γοργόνα τον ευχαρίστησε, και βούτηξε στα νερά χαρούμενη, ενώ αυτός την κοιτούσε συγκινημένος

Μετά από λίγη ώρα, αφού κολυμπούσε χωρίς να σταματήσει καθόλου, είδε το σπιτάκι της. Έξω από τη πόρτα είδε την μανούλα της να κλαίει, και της φώναξε από μακριά:

- «Μανούλα μανούλα, ήρθα, συγνώμη συγνώμη δε θα το ξανακάνω, σ'αγαπώ μανούλα, σ'αγαπώ πολύ.

Αυτή μόλις την είδε, το πρόσωπο της φώτισε από χαρά και ευτυχία, και έτρεξε αμέσως και την πήρε στην αγκαλιά της χαρούμενη. Της είπε ότι την έψαχνε δύο ολόκληρες μέρες και νόμιζε ότι δεν θα την ξανάβλεπε. Η μικρή γοργόνα της είπε όσα είχαν συμβεί, και για τη βοήθεια του καλού ψαρά. Υποσχέθηκε στη μανούλα της να μη ξανακάνει ποτέ του κεφαλιού της, και ότι θα την ακούει πάντα σε ότι την συμβουλεύει από δω και πέρα.

Η μαμά γοργόνα αγκάλιασε συγκινημένη την μικρή γοργονίτσα και είπε:

- «Να με ακούς, γιατί σε συμβουλεύω επειδή σε αγαπάω. Να με ακούς, γιατί όλες οι μανούλες του κόσμου, έχουν ΠΑΝΤΑ ΔΙΚΙΟ!!!

Και έζησαν αυτές καλά και εμείς καλύτερα!!

Συγγραφέας: Σοφία Νόνα

Η Σοφια Νονα ασχολειται με την συγγραφη παιδικων παραμυθιων, παιδικων ποιηματων σχεδον 20 χρόνια. Επισης γράφει στιχακια για καλέσματα βαφτίσεων και παιδικων πάρτυ γενεθλιων. Ειναι μητέρα 2 παιδιων 5 και 3 χρονών αντίστοιχα.

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.5 (151 ψήφοι)