Μπαμπούλας, ο καλύτερος μου φίλος

Συγγραφέας παραμυθιού

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.    

Η μαμά του πάρα πολύ συχνά δούλευε νυχτερινή βάρδια γιατί ήταν νοσηλεύτρια σε κάποιο μεγάλο νοσοκομείο και ήταν ελάχιστες οι φορές που τύχαινε να είναι στο σπίτι για να τον βάλει για ύπνο και να του πει ένα παραμύθι. Επειδή ήταν ζιζάνιο, για να πάει γρήγορα και νωρίς για ύπνο, τα μεγαλύτερα αδέρφια του, του έλεγαν συχνά: «Άντε πήγαινε για ύπνο γιατί αλλιώς θα έρθει ο μπαμπούλας να σε πάρει».    

Και ο καημένος ο Βαγγελάκης με βαριά καρδιά πήγαινε για ύπνο, σκεπαζότανε μέχρι το κεφάλι και με αγωνία περίμενε πότε θα σκάσει μύτη ο μπαμπούλας. Περνούσε τα βράδια του άγρυπνος και φανταζότανε το μπαμπούλα να έρχεται από πάνω του και να τον κοιτάει ή να στέκεται εκεί στην κουρτίνα μέσα στο σκοτάδι και να διακρίνει μόνο τα «φλογερά» του μάτια που τον κάρφωναν για να κοιμηθεί.    

Στο νηπιαγωγείο είχε μια φίλη την Έλενα και της εξομολογήθηκε το βάσανο του με τον μπαμπούλα στο κεφάλι του όταν η μαμά του ήταν στη δουλειά.    

«Άντε βρε χαζέ, μπαμπούλες δεν υπάρχουν» του είπε η Έλενα μια μέρα και από τότε ντρεπόταν να της πει ξανά για το νυχτερινό του μαρτύριο και την παρουσία του μπαμπούλα στην κουρτίνα.    

Τα αδέρφια του το έβρισκαν διασκεδαστικό να έχει ο μικρός τους μπόμπιρας κάτι να φοβάται και μάλιστα στη διάρκεια της νύχτας και μέχρι να κοιμηθεί από την εξάντληση, του έκλειναν πολλές φορές το φως στο δωμάτιο. Ένα περίεργο πράγμα... ο μπαμπούλας του Βαγγέλη εξαφανιζόταν με ανοιχτό φώς.

Ο καιρός περνούσε και ο μπαμπούλας εκεί στην κουρτίνα, μέχρι που η μαμά του άλλαξε τμήμα στο νοσοκομείο και τώρα πια δεν είχε νυχτερινές βάρδιες και ξεκίνησε να βάζει το Βαγγέλη για ύπνο.    

«Μαμά, μην τους αφήσεις να κλείσουν το φως. Θα έρθει ο μπαμπούλας» της είπε χαμηλόφωνα ένα βράδυ, για να μην τον ακούσουν και γελάσουν ξανά μαζί του.    

«Ποιος θα έρθει;» τον ρώτησε γλυκά η μητέρα του.    

«Ο μπαμπούλας» της είπε και σκεπάστηκε από ντροπή.

«Και ποιος είναι αυτός που αναστατώνει τον ύπνο του γιου μου;» ρώτησε η μαμά με σταθερή φωνή.    

«Να εκείνος, που μόλις κλείσει το φως έρχεται και με κοιτάει μέχρι να κοιμηθώ. Ξέρεις τι φοβιστικός που είναι;»

«Αλήθεια; Τώρα μου κίνησες την περιέργεια» του είπε η μαμά του και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. «Και για πες μου, τι το φοβερό έχει αυτός ο μπαμπούλας που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς;»

«Να έχει δυο μάτια, λαμπερά που με κοιτάνε και είναι μαύρος, χωρίς αυτιά και στόμα».    

«Μμ, δεν μου φαίνεται και τόσο τρομερός. Θέλεις να μου τον ζωγραφίσεις;» του είπε και του έδωσε μια κόλλα χαρτί και ένα μολύβι.

Ο μικρός Βαγγέλης ξεκίνησε να ζωγραφίσει το μπαμπούλα του και το μόνο που είχε να ζωγραφίσει ήταν ένα πρόσωπο με δυο μάτια μόνο σαν κουμπιά.    

«Και για πες μου μικρούλη, τι το φοβερό έχει αυτός ο κολοκύθας με τα μάτια σαν κουκούτσια;» του είπε παίρνοντας τη ζωγραφιά από τα μικρά του χέρια. «Δηλαδή, θέλεις να μου πεις ότι φοβάσαι αυτό», του είπε και του έδειξε ένα μαύρο κουβάρι από μαλλί που είχε βάλει για μάτια δυο κίτρινες πινέζες που βρήκε στη μολυβοθήκη του γραφείου.    

«Αυτό είναι το κουβάρι που περίσσεψε από την μπλούζα που έπλεξες με δυο πινέζες» είπε ο μικρός. «Τι να φοβηθώ;».    

Η μαμά του έκλεισε με νόημα το μάτι.    

«Ο μπαμπούλας γιόκα μου είναι ένα φοβερό θεριό που έπλεξες με τη φαντασία σου και σε ενοχλεί κάθε βράδυ, γιατί το επιτρέπεις εσύ. Μάλιστα σήμερα λέω τον μπαμπούλα να τον πάρουμε από την κουρτίνα, να γίνετε φίλοι και να κοιμηθείτε δίπλα δίπλα. Τι λες;» του είπε και του άφησε το κουβάρι με το μαλλί δίπλα και πάνω από το μαξιλάρι του.    

«θα με αφήσει να κοιμηθώ τώρα που τον έβαλα στο κρεβάτι  μου και γίναμε φίλοι, ο κουβαρομπαμπούλας;»

«Έτσι νομίζω» του είπε και τον φίλησε στο μέτωπο. «Αν σε ενοχλήσει φώναξε με, αλλά δεν το νομίζω» του είπε και τον άφησε να κοιμηθεί με τον καινούριο του φίλο.    

Το πρωί ο Βαγγελάκης σηκώθηκε και ήπιε το γάλα του με τον μπαμπούλα στο τραπέζι παρέα. Ποιος δεν θέλει να παίρνει το πρωινό του με καλή παρέα;

Ο μικρός Βαγγέλης κατάλαβε ότι τους φόβους τους γεννά το μυαλό και ακόμα και τώρα που μεγάλωσε έχει τον φίλο του τον μπαμπούλα στο ράφι για να θυμάται ότι τους μεγαλύτερους φόβους τους γεννάει το μυαλό.

Κείμενο: Ελληνίδα Κατιρτζόγλου

Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.7 (201 ψήφοι)