Μια φορά και έναν καιρό σε ένα καταπράσινο δάσος με πολλά όμορφα λουλούδια, δέντρα πράσινα πουλιά κάθε λογής ζούσε ένα μικρό αηδόνι μαζί με την οικογένεια του τον λέγανε Ρίκο.
Το αηδόνι ήταν πολύ θλιμμένο. Τα αδέρφια του, οι φίλοι του δεν τον κάνανε παρέα γιατί δεν ήξερε να κελαηδάει όπως τα άλλα πουλιά, και τον κορόιδευαν.
Ένα πρωί αποφάσισε να φύγει από το δάσος. Πέταξε μακριά και υποσχέθηκε πως ποτέ δεν θα γυρίσει πίσω. Άνοιξε τα φτερά του και έφυγε μακριά.
Πετούσε πολλές ώρες όμως και άρχισε να κουράζεται. Σταμάτησε να ξεκουραστεί σε ένα πανέμορφο περιβόλι. Σκέφτηκε όλα αυτά που πέρασε, πως δεν το θέλανε, δεν το αγαπούσαν.
- Θα πάω κάπου που να με συμπαθούν, σκέφτηκε.
Άρχισε να κλαίει και κει κάποιος τον άκουσε.
- Γιατί είσαι τόσο θλιμμένο το ρώτησε.
Το πουλάκι ήταν τόσο τρομαγμένο που έψαχνε να δει από που ακουγόταν αυτή η φωνή.
- Ποιος είναι, ρώτησε ο Ρίκο. Τι θέλεις; ξαναρώτησε.
- Εγώ είμαι ένα λουλούδι, είπε η φωνή.
- Λουλούδι; ρώτησε ο Ρίκο.
- Ναι, είμαι ένα τριαντάφυλλο. Κάθεσαι επάνω στο χέρι μου, του απάντησε η φωνή.
Τότε το αηδόνι σήκωσε το μικρό κεφαλάκι του και τι να δει; Ένα πανέμορφο ροζ λουλούδι που του μιλούσε!
Θαμπώθηκε από την τόση ομορφιά του.
Ο Ρίκο ήταν τόσο τρομαγμένο που προσπάθησε να φύγει, όμως τόσο κουρασμένο που ήταν το καημένο ήταν αδύνατον να πετάξει.
- Μη με φοβάσαι, είπε το τριαντάφυλλο. Πες μου τι σε βασανίζει, ίσως μπορώ να σε βοηθήσω.
Τότε ο Ρίκο άρχισε να διηγείται την ιστορία του, πως περνούσε εκεί που ζούσε.
- Έμενα στο δάσος και έφυγα γιατί δεν με θέλανε, δεν με αγαπούσαν. Όλοι με κορόιδευαν γιατί δεν είμαι σαν τα άλλα πουλιά. Δεν κελαηδάω ωραία, του είπε.
- Και γι’αυτό στεναχωριέσαι; τον ρώτησε το τριαντάφυλλο. Και εγώ όταν ήμουν μικρό δεν με θέλανε. Δεν ήμουν σαν τα άλλα λουλούδια. Υπήρχαν τριαντάφυλλα που βγάζανε πάρα πολλά ροδοπέταλα. Μια μέρα γύρισα και ρώτησα τη μαμά μου γιατί εγώ δεν είμαι ένα όμορφο τριαντάφυλλο σαν όλα τα άλλα και μου είπε πως πρέπει να κάνω υπομονή, είμαι μικρό ακόμη, και πως μόλις μεγαλώσω θα είμαι ένα πανέμορφο λουλούδι με πολλά ρόδα. Και τώρα μεγάλωσα, κοίτα με, είπε το λουλούδι.
- Μακάρι να γίνω σαν εσένα, ψιθύρισε το πουλάκι.
- Μην στεναχωριέσαι, του είπε το τριαντάφυλλο, θέλεις να γίνουμε φίλοι;
Ο Ρίκο πέταξε τόσο ψηλά από την χαρά του.
- Έχω ένα φίλο, φώναξε.
Από εκείνη την ημέρα, ήταν αχώριστοι. Περνάγανε πολύ ωραία οι δυο τους. Τα χρόνια περνούσαν και το τριαντάφυλλο σιγά σιγά μεγάλωνε όπως και το αηδόνι. Έχανε τα ρόδα του, ενώ του πουλάκι είχε τώρα πια μεγάλα δυνατά φτερά και μπορούσε να πετάξει ακόμη πιο ψηλά. Έβλεπε όμως τον φίλο του και στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να τον βοηθήσει όπως έκανε το τριαντάφυλλο για εκείνον.
- Πως να σε βοηθήσω φίλε μου; το ρωτούσε.
- Να γυρίσεις πίσω στους δικούς σου, του απαντούσε το λουλούδι.
- Όχι, δεν μπορώ να σε αφήσω και να φύγω, είπε ο Ρίκο που ήταν τόσο θλιμμένο.
- Πρέπει να το κάνεις σε παρακαλώ, είπε το λουλούδι. Εγώ σε λίγο θα φύγω, δεν μου μένει άλλος χρόνος.
Το λουλούδι χάιδεψε τα φτερά του φίλου του και έφυγε για πάντα. Ο Ρίκο του υποσχέθηκε πως δεν θα τον ξεχάσει ποτέ. Άρχισε να κλαίει και βγήκε από μέσα του μια μια μελωδική φωνή. Ο Ρίκο είχε μεγαλώσει και ήξερε πια να τραγουδάει τόσο όμορφα.
Γύρισε πίσω στους γονείς του στο δάσος. Η μαμά του του έδωσε μια σφιχτή ζεστή αγκαλιά. Ο Ρίκο διηγήθηκε το πόσο όμορφα πέρασε με τον φίλο του και πόσο του έλειπε.
Η μαμά του ήταν τόσο περήφανη για αυτόν του είπε να μην ξεχάσει πότε τον φίλο του. Και έτσι έγινε. Ο Ρίκο πήγαινε συνέχεια στο λιβάδι, καθόταν και τραγουδούσε στον φίλο του που αγαπούσε τόσο πολύ. Και στη θέση του γεννήθηκε μια νέα ζωή, ένα μικρό τριαντάφυλλο ίσως να βρήκε έναν νέο φίλο. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Κείμενο: Χριστίνα Παππά
Εικόνες: Pixabay