Το Μαγικό Κουτί

Συγγραφέας παραμυθιού

Σε μια γειτονιά της Αθήνας, γκρι από το πολύ τσιμέντο και τις πολυκατοικίες, ένα μικρό μαγαζάκι την έκανε να ξεχωρίζει από τις άλλες, θυμίζοντας στον κάθε βιαστικό περαστικό, πως όλοι κάποτε ήμασταν παιδιά.

Στη βιτρίνα του όλων των λογιών τα παιχνίδια, φτιαγμένα με μεράκι και αγάπη από τα χέρια του κυρ Θωμά, του καλύτερου παιχνιδοποιού της πόλης!

Όλη του τη ζωή την είχε περάσει κάνοντας αυτή τη δουλειά ο κυρ Θωμάς, δίνοντας μεγάλη χαρά σ’ όποιο παιδί αγόραζε τα παιχνίδια του. Και ο καταστηματάρχης, που τον είχε υπάλληλο, ήταν πολύ ευχαριστημένος από τη δουλειά του όλα αυτά τα χρόνια.

Το εργαστήρι του βρισκόταν σ’ ένα μικρό χώρο στο υπόγειο του καταστήματος. Για κείνον όμως ήταν το βασίλειό του! Ώρες ατελείωτες άκουγες τα εργαλεία του να χτυπούν, γκντουπ, γκντουπ…. Και να σου, ξύλινα τρενάκια έτοιμα για μαγικά ταξίδια, λαγοί σαν να ξεπηδούσαν από τον μαγικό κόσμο της Αλίκης, αυτοκίνητα με όλων των λογιών τα χρώματα, ξύλινα αλογάκια καμαρωτά-καμαρωτά, σαν να περίμενε το καθένα τον δικό του ιππότη, στρατιωτάκια έτοιμα για μάχη, κούκλες με φανταχτερά ρούχα και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί το παιδικό μυαλό.

Ο κυρ Θωμάς ήταν τρισευτυχισμένος που έκανε αυτή τη δουλειά! Όλα τα παιχνίδια τα είχε σαν παιδιά του! Την ώρα που τα έφτιαχνε τους μιλούσε και σαν τα ολοκλήρωνε, τα χάιδευε χαμογελώντας τους και τα τοποθετούσε στα ράφια του, για να τα πάρει αργότερα ο καταστηματάρχης και να τα τοποθετήσει στη βιτρίνα του μαγαζιού.

Μια μέρα όμως κάτι επρόκειτο να ταράξει τη γαλήνη και την ηρεμία όλων.

Ο καταστηματάρχης μπήκε σοβαρός-σοβαρός στο εργαστήρι του υπαλλήλου του και του είπε πως ήθελε να του μιλήσει για κάτι επείγον. Ο κυρ Θωμάς πρώτη φορά έβλεπε έτσι τ’ αφεντικό του. Άφησε για λίγο τη δουλειά του και ανέβηκαν μαζί στο κατάστημα για να μιλήσουν.

- Άκουσε, Θωμά, του είπε. Ξέρεις πόσο εκτιμώ τόσο εσένα όσο και τη δουλειά σου. Αυτές τις μέρες πήρα μια πολύ δύσκολη απόφαση. Τους τελευταίους μήνες η δουλειά δεν πάει και τόσο καλά. Ίσα που μπορώ και βγάζω τα έξοδά μας. Η γειτονιά γέμισε με μαγαζιά που πουλάνε ηλεκτρονικά παιχνίδια, που απ’ ό,τι φαίνεται τα παιδιά τα προτιμούν περισσότερο! Ό,τι και να βάλω στη βιτρίνα δεν αλλάζει τίποτα. Μας κατάπιε η τεχνολογία, Θωμά, μας κατάπιε…

Ο κυρ Θωμάς τον άκουγε σιωπηλός.

- Έχω ήδη βάλει το μαγαζί σε μικρή αγγελία για πώληση και από αύριο θα κρεμάσω και την ταμπέλα. Εσύ έχεις μερικές ημέρες στη διάθεσή σου να πακετάρεις τα πράγματά σου.

Λυπάμαι, Θωμά, λυπάμαι πολύ…!

Ο κυρ Θωμάς έσκυψε το κεφάλι και με όση δύναμη του είχε απομείνει είπε απλά:

- Όπως επιθυμείς, αφεντικό, όπως επιθυμείς…

Κατέβηκε αργά αργά τα σκαλιά του υπογείου και σαν βρέθηκε μπροστά στα παιχνίδια του δεν μπορούσε ούτε το κεφάλι του να σηκώσει και να τ’ αντικρίσει. Έμεινε καθιστός στην καρέκλα του για αρκετή ώρα χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Μια ολόκληρη ζωή μέσα σ’ αυτό το εργαστήρι, σκεφτόταν. Και μετά η φωνή του αφεντικού του να λέει: Μας κατάπιε η τεχνολογία, Θωμά, μας κατάπιε! Ύστερα, άρχισε να νιώθει πως έφταιγε εκείνος για ό,τι συνέβαινε. Κάτι δεν κάνω σωστά και δεν μπορώ να κερδίζω ακόμα το ενδιαφέρον των παιδιών, έλεγε. Κάτι δεν κάνω σωστά!

Κάποια στιγμή αισθάνθηκε πολύ κουρασμένος και αποφάσισε να φύγει. Στο δρόμο για πρώτη φορά στάθηκε και παρατήρησε τις βιτρίνες των καινούριων μαγαζιών. Παντού τα ίδια παιχνίδια, με μικρές ή λίγο μεγαλύτερες οθόνες, πολλά κουμπιά και παιχνίδια στη μνήμη τους. Για σκέψου, είπε στον εαυτό του, παιχνίδια με μνήμη! Ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό του και μονολόγησε: Αχ! τα καημένα τα παιδιά! Αχ....! Και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Τα πάντα έδειχναν ήρεμα εκείνο το βράδυ. Μέσα στο εργαστήρι όμως κάτι ανεξήγητο επρόκειτο να ταράξει αυτή την ησυχία. Μέσα στο σκοτάδι του υπογείου ακούστηκε ξαφνικά ένας παράξενος θόρυβος!

Ένας μεγάλος λαγός με γιλέκο και γυαλιά έπεσε απ’ το ράφι του και βρέθηκε στο πάτωμα.

– Εεε, ψιτ, τα μάθατε τα νέα; ρώτησε δια μαγείας τ’ άλλα παιχνίδια.

- Τσαφ, τσουφ, ποια νέα; απάντησε ένα τρενάκι.

- Καθώς ήμουν στο ράφι μου το μεσημέρι, άκουσα με τα μεγάλα μου τ’ αυτιά πως τ’ αφεντικό πουλάει το μαγαζί.

- Πουλάει το μαγαζί; Ρώτησε ένα στρατιωτάκι που ήταν πάνω στο γραφείο του κυρ Θωμά. Άντρες, φώναξε και στα υπόλοιπα στρατιωτάκια, ξυπνήστε!

Και μέσα σε λίγα λεπτά όλα τα παιχνίδια μιλούσαν, περπατούσαν πέρα δώθε και αναρωτιόντουσαν τι θα απογίνονταν από κει και πέρα.

Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί όλο αυτό που συνέβαινε στο μικρό υπόγειο εκείνο το βράδυ.

- Μα γιατί συμβαίνει αυτό; ρώτησε καθυστερημένα ένα αρκουδάκι που είχε κοιμηθεί λίγο παραπάνω.

Ο λαγός πήρε πάλι το σοβαρό του ύφος και είπε:

- Άκουσα τ’ αφεντικό να λέει στον κυρ Θωμά πως τα παιδιά δε μας θέλουν πια, γιατί υπάρχουν άλλα, καινούρια παιχνίδια.

- Δε μας θέλουν τα παιδιά; ρώτησαν όλα με μια φωνή! Κάτι πρέπει να κάνουμε.

Άρχισαν όλα να πηγαίνουν πέρα δώθε προσπαθώντας να σκεφτούν κάτι και να βοηθήσουν τον κυρ Θωμά.

- Εεε, εσύ αεροπλανάκι, που είσαι πολυταξιδεμένο, δεν μπορείς να βρεις μια λύση; ρώτησε μια τρομπέτα.

- Σκέφτομαι, σκέφτομαι, απάντησε το αεροπλάνο πετώντας από τη μια άκρη του δωματίου ως την άλλη.

Λίγες ώρες πριν ξημερώσει, ένας αρλεκίνος πετάχτηκε με το ελατήριό του μέσα από ένα κουτί και φώναξε: Βρήκα τη λύση, βρήκα τη λύση!

Όλα τα παιχνίδια γύρισαν μεμιάς και τον κοίταξαν με κομμένη την ανάσα.

- Νομίζω πως βρήκα τον τρόπο να κερδίσει ο κυρ Θωμάς και πάλι το ενδιαφέρον των παιδιών, είπε ξανά ο αρλεκίνος.

- Πώς; ρώτησαν τα υπόλοιπα παιχνίδια.

- Με λίγο μυστήριο, απάντησε ο αρλεκίνος.

Τα στρατιωτάκια ανέλαβαν να σχεδιάσουν σε χαρτί την ιδέα του. Μετά από λίγα λεπτά και αφού όλα ήταν έτοιμα, ένα ξύλινο περιστέρι έπιασε το σχέδιο με το ράμφος του και το έδειξε από ψηλά σε όλα τα παιχνίδια.

- Να το, φίλοι μου! Το ΜΑΓΙΚΟ ΚΟΥΤΙ!

- Μα τι θα καταφέρουμε μ’ αυτό; ρώτησε ένα ποντικάκι γεμάτο απορία.

- Αυτό θα βρίσκεται στη βιτρίνα, φίλε μου, είπε ο αρλεκίνος. Πείτε μου ποιο παιδί δε θα ήθελε ν’ ανοίξει και να δει τι κρύβει μέσα του ένα τεράστιο, φανταχτερό κουτί με ένα μαγικό ραβδί ζωγραφισμένο απ’ έξω;

- Όλα! Απάντησε ενθουσιασμένη μια μπαλαρίνα.

- Μα καλά... Και τι θα είναι αυτό που θα έχει μέσα; ρώτησε πάλι το ποντίκι.

- Εμάς! Απάντησε ο αρλεκίνος. Όμως δεν θα είναι και τόσο εύκολο να μας βρίσκουν τα παιδιά ανοίγοντας το κουτί. Ο κυρ Θωμάς θα το φτιάξει με τέτοιο τρόπο, ώστε θα εμφανιζόμαστε και θα εξαφανιζόμαστε μέσα σ’ αυτό!

- Τέλειο! Μεγαλοφυές! Φώναξαν όλα τα παιχνίδια με μια φωνή. Δεν έχουμε παρά ν’ αφήσουμε το σχέδιο με τις οδηγίες πάνω στο γραφείο του κυρ Θωμά ώστε αύριο πρωί πρωί να το φτιάξει.

Την επόμενη μέρα ανυποψίαστος για όλα αυτά που είχαν συμβεί ο παιχνιδοποιός, πήγε πρώτος στο μαγαζί για ν’ αρχίσει να πακετάρει τα πράγματά του. Κατέβηκε στο υπόγειο και κάθισε στο γραφείο του. Μπροστά του είδε έναν φάκελο με παραλήπτη τον ίδιο και χωρίς αποστολέα. Τον άνοιξε όλος περιέργεια, μελέτησε το περιεχόμενό του και φώναξε ενθουσιασμένος: Τέλειο, τέλειο!

Τι σημασία είχε που δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος του τον είχε στείλει!

Σ’ ευχαριστώ, όποιος και να είσαι, είπε και έπιασε αμέσως δουλειά. Για μια στιγμή μάλιστα του φάνηκε πως ο αρλεκίνος του έκλεισε το μάτι!

Το μεσημέρι είχε το πρώτο δείγμα. Ανέβηκε όλος χαρά να το δείξει στ’ αφεντικό του, που ετοιμαζόταν να κρεμάσει την ταμπέλα “ΠΩΛΕΙΤΑΙ” στην πόρτα.

- Μισό λεπτό, αφεντικό, φώναξε ο κυρ Θωμάς. Δώσε μου μια τελευταία ευκαιρία, είπε και άπλωσε το χέρι του, δείχνοντάς του το καινούριο παιχνίδι.

Τ’ αφεντικό του το πήρε στα χέρια του ξαφνιασμένος, το μελέτησε για λίγο και είπε χαμογελώντας στον υπάλληλό του:

- Τελευταία μας ευκαιρία, Θωμά, τελευταία!

Τι λες; Εσύ δε θα ’δινες μια ευκαιρία ακόμη στον κυρ Θωμά; Δε θα ήθελες ν’ ανοίξεις ένα δικό σου ΜΑΓΙΚΟ ΚΟΥΤΙ;

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Τζένη Μαλανδρένη
Εικόνες: www.paidika-paramythia.gr

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.5 (155 ψήφοι)

Έλενα Ρώμπη (χωρίς επαλήθευση)

πριν από 2 έτη 10 μήνες

Ιστορία καλογραμμένη, με ευαισθησία, που όμως στην εξέλιξη της μένει μετέωρη.