Επείγον περιστατικό!

Συγγραφέας παραμυθιού

Μήπως είναι φίλη σου ή αδερφή σου; Ή μήπως μένει στη γειτονιά σου; Ναι, για τη Λουκρητία μιλάω, τη φωνακλού!

Η φωνή της μπορεί να σηκώσει μια γειτονιά στο πόδι ή μήπως και μια πόλη ολόκληρη; Ακόμη και ο γάτος της ο τεμπέλης, που μόνο για το φαγητό σηκώνεται απ’ τον καναπέ, σαν την ακούει παθαίνει ηλεκτροπληξία! Το τρίχωμά του σηκώνεται τόσο, που μοιάζει με αχινό!

Ένας ύπνος την κρατάει μόνο! Κάθε πρωί σπρώχνει τα παιδιά για να μπει πρώτη στο σχολικό και στην τάξη θέλει να κάθεται πάντα στο πρώτο θρανίο! Σηκώνει με επιμονή το χέρι της στο μάθημα και θέλει ν’ απαντάει πρώτη στις ερωτήσεις της δασκάλας!

«Τι λέτε;» ρωτά με απαιτητικό ύφος τ’ άλλα παιδιά στο διάλειμμα. «Θέλω να ξέρω!»

«Δώσ’ το μου!» Λέει στην Ελένη που τρώει τα μπισκότα που της φτιάχνει η μαμά της, και της αρπάζει κάθε φορά κι από ένα!

Μα και στο σπίτι τα ίδια!

«Δε θέλω αυτό το φαϊ, θέλω άλλο, δε φοράω αυτά τα ρούχα, δε θέλω να διαβάσω τώρα, δεν πλένω τα δόντια μου, θέλω να πάμε στην παιδική χαρά ΤΩΡΑ, γιατί γαβγίζει ο σκύλος απέναντι, με ενοχλεί...!»

Γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια….

Και όλοι της κάνουν τα χατίρια. Ακόμη και ο σκύλος! Γιατί αλλιώς ΘΥΜΩΝΕΙ και σαν θυμώνει... ΠΕΙΣΜΩΝΕΙ και σαν πεισμώνει... ΦΩΝΑΖΕΙ και σαν φωνάζει.... όπου φύγει φύγει!

«Να κάνει μαθήματα μουσικής», είπαν οι γονείς της. «Η μουσική ηρεμεί και τα πιο άγρια θηρία»!

Το θηρίο τη Λουκρητία, όμως; Της αγόρασαν και βιολί και ήρθε και δάσκαλος μουσικής στο σπίτι. Με την πρώτη δυσκολία όμως η Λουκρητία άρχισε πάλι να θυμώνει!

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα», είπε στον δάσκαλό της κι έδωσε μία στο καημένο το όργανο και να σου η μία χορδή εδώ και η άλλη παραπέρα!

«Ας δοκιμάσουμε με τη ζωγραφική», είπε η μαμά της.

Αγόρασαν παλέτα, καμβά και πινέλα πολλά!

«Μα γιατί το καφέ με το κίτρινο δεν βγάζουν το πράσινο;» ρώτησε θυμωμένη η Λουκρητία τον δάσκαλο.

«Γιατί είναι λάθος, Λουκρητία μου», απάντησε υπομονετικά εκείνος. «Με μπλε και κίτρινο, θα έχεις το πράσινο».

«Όχι, εγώ θέλω με καφέ και κίτρινο!»

Και να σου η παλέτα με τα χρώματα στον αέρα!

Είχε καταντήσει πια ανυπόφορη! Κανείς δεν την ήθελε στην παρέα του και κάθε φορά που θύμωνε τα παιδιά έλεγαν κρυφά:

«Λουκρητία, σκέτη φασαρία - Λουκρητία, τέρμα τα αστεία»!

Μια μέρα μάλιστα της τραγούδησαν κοροϊδευτικά την ώρα που θύμωσε:

Λουκρητία, όσο εσύ θυμώνεις,

τα μάτια σου γουρλώνεις!

Μαζί σου πλάκα σπάμε,

τα νεύρα σου ξεχνάμε!

Σαν τ’ άκουσε αυτό η Λουκρητία, άρχισε να κοκκινίζει και τα μάγουλά της να φουσκώνουν τόσο, που έμοιαζαν με μπαλόνια!

Τα παιδιά σάστισαν σαν την είδαν! Η δασκάλα κάλεσε αμέσως τους γονείς της. ΕΠΕΙΓΟΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ!

- Θεέ μου! Τι έπαθε το παιδί μας! είπαν και οι δύο μόλις την είδαν. Αμέσως έναν γιατρό!

- Μμμ… Σπάνια περίπτωση, είπε εκείνος μόλις την εξέτασε.

- Πες μας, γιατρέ μου, είναι κάτι σοβαρό; ρώτησαν με μία φωνή οι γονείς.

- Πεισμώδης ερυθρομαγουλίτιδα!

- Πρώτη φορά τ’ ακούμε αυτό! Θα γίνει καλά, γιατρέ;

- Θα πρέπει να μείνει στο σπίτι για αρκετές ημέρες και να μη βγει καθόλου έξω! Η έκθεση στον ήλιο μόνο κακό θα της κάνει!

Άσχημα τα πράγματα για τη Λουκρητία. Οι επόμενες ημέρες κυλούσαν πολύ βαρετά.

«Θέλω να βγω έξω, να βγω έξω, ούρλιαζε κάθε τόσο...» και να σου τα μάγουλα να κοκκινίζουν και να φουσκώνουν περισσότερο! Κάθε τόσο άγγιζε το πρόσωπό της, κοιταζόταν στον καθρέπτη και έλεγε κλαίγοντας:«Είμαι σαν τέρας! Πότε θα γίνω καλά;»

Οι ημέρες περνούσαν κι εκείνη δεν ήθελε ούτε να φάει. Τι γλυκά της έφερνε ο μπαμπάς της, τι αγαπημένα φαγητά της μαγείρευε η μαμά της, τίποτα!

«Αν δε βγω έξω δεν πρόκειται να φάω τίποτα!» έλεγε με πείσμα και τα μάγουλά της εκεί! Το ίδιο κόκκινα και φουσκωτά!

Οι γονείς της ανησυχούσαν πολύ. Γιατί αλήθεια δεν έβλεπαν καμία απολύτως βελτίωση τόσες ημέρες; Έκαναν ό,τι ακριβώς τους είχε πει ο γιατρός.

Κάποιο απόγευμα καθώς η Λουκρητία χάζευε απ’ το παράθυρο τα παιδιά της γειτονιάς που έπαιζαν, είπε με παράπονο: «Θέλω να δω τους φίλους μου!» Κι ένα δάκρυ κύλησε στα φουσκωτά, κόκκινα μάγουλά της και τα έκανε να γυαλίζουν.

Μα για στάσου. Είχε, στ’ αλήθεια, πραγματικούς φίλους η Λουκρητία; Τόσες ημέρες κανένα παιδί δεν τηλεφώνησε να μάθει νέα της.

Αν όμως έκανε εκείνη το πρώτο βήμα; Εξάλλου σε όλα πάντα πρώτη ήθελε να είναι. Αυτό ήταν! Φώναξε τη μαμά της και της ζήτησε το τηλέφωνο της Ελένης. Ναι, της Ελένης με τα μπισκότα. Οι μαμάδες τους μιλούσαν τακτικά και αντάλλαζαν συνταγές.

- Την Ελένη θέλω .… είπε κάπως απαιτητικά στην αρχή, αλλά μετά πρόσθεσε διστακτικά «παρακαλώ!» στη μητέρα της Ελένης που σήκωσε το τηλέφωνο.

- Ναι… Απάντησε ξαφνιασμένη η Ελένη.

- Γεια σου Ελένη…

Για λίγα δευτερόλεπτα δε μίλησε κανείς σαν να κόπηκε η γραμμή.

- Γεια σου, Λουκρητία, τι κάνεις;

- Καλά...εεε δηλαδή όχι και τόσο. Βαριέμαι πολύ στο σπίτι και θέλω πολύ να γυρίσω στο σχολείο.

- Αλήθεια; Ξέρεις, η κυρία έβαλε την Αναστασία να καθίσει στο πρώτο θρανίο. Δε σε πειράζει;

- Όχι, δηλαδή ναι, αλλά λίγο. Πιο πολύ με πειράζει που είμαι μόνη μου στο σπίτι, είπε και το πρόσωπό της άρχισε να ξεφουσκώνει και να ξεκοκκινίζει σιγά σιγά!

- Πότε θα γυρίσεις;

- Δεν ξέρω. Μόλις γίνω καλά.

Τι λες; Δεν της το φωνάζεις μπας και το καταλάβει;

Λουκρητία, Λουκρητία,

άσε το τηλέφωνο και τον καθρέφτη πιάσε.

Τα μάγουλά σου είναι καλά!

Στην γκρίνια και στο πείσμα είπες

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ!

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Τζένη Μαλανδρένη
Εικόνες: www.paidika-paramythia.gr

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.7 (84 ψήφοι)

Έλενα Ρώμπη (χωρίς επαλήθευση)

πριν από 2 έτη 9 μήνες

Εξαιρετική και ολοκληρωμένη προσέγγιση με απλό και ευχάριστο τρόπο