Γη και Παράδεισος

Συγγραφέας παραμυθιού

Μια φορά και έναν καιρό, μακριά πολύ μακριά, εκεί που δεν φτάνει ανθρώπινο μάτι και ψηλά πολύ ψηλά, πιο ψηλά και από τις κορυφές των βουνών, πιο πέρα και από τα μαλακά λευκά και ροζ συννεφάκια, μέσα από λαμπερά αστεράκια που μοιάζουν με φαναράκια, τον χρυσοκίτρινο ήλιο που ζεσταίνει τον καταγάλανο ουρανό και το φεγγάρι που ασημοβάφει την θάλασσα το βράδυ, ήταν ένα βασίλειο που λεγόταν "Παράδεισος".

Ο Παράδεισος, ήταν ένας θεόρατος καταπράσινος κήπος με κάθε λογής λουλούδια, μαργαρίτες, τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, ηλίανθους, κάθε λογής φρούτα, σύκα, σταφύλια, μήλα και κάθε λογής λαχανικά, μαρούλια, ντομάτες, αγγουράκια, κρεμμυδάκια. Εκεί στο μαλακό γρασίδι βοσκούσαν αμέριμνα προβατάκια, κατσικάκια και αγελαδίτσες, παραδίπλα ξεχύνονταν γαλαζοπράσινες λιμνούλες, ρυάκια και ορμητικοί καταρράκτες, όπου λευκοί γλάροι και κάθε είδος πτηνού που στόλιζε τον ουρανό ξεδιψούσε στα δροσερά νερά τους, ξαποσταίνοντας για λίγο πριν συνεχίσει το μακρύ ταξίδι του. Ανάμεσα στα τεράστια καταπράσινα πεύκα, κατοικούσαν στρατιές πανέμορφων μικρών  αγγέλων, με μαύρες και ξανθές μπούκλες που ονομάζονταν Χρυσούλια, ψέλνοντας ολημερίς ύμνους στον Θεό με την μελίρρυτη φωνή τους, παίζοντας λύρα και φλάουτο. Το απόγευμα φύτευαν λουλούδια, μάζευαν φρούτα και άρχιζαν το κρυφτό στα δέντρα και το κυνηγητό στους καταρράκτες πιτσιλώντας τα ολόχρυσα φτερά τους.

Μόνο ένα μικρό αγγελάκι ο Ασπρούλης καθόταν μόνο και κλαμένο πάνω σε μια πετρούλα στο γρασίδι, με τα λευκά πελώρια χνουδωτά φτερά του να έχουν μπερδευτεί στα κλαδάκια ενός δέντρου. Όταν τα άλλα αγγελάκια το αντιλήφθηκαν, σταμάτησαν το παιχνίδι και αρχίσαν να τον κοροϊδεύουν αναφωνώντας το ένα μετά το άλλο:

 - «Ο Ασπρούλης πάλι κλαίει»
 
 Κανένα αγγελάκι όμως δεν τον βοήθησε να ξεμπερδέψει τα φουντωτά φτερά του, ώσπου ξαφνικά  ακούστηκε από ψηλά μια βροντερή φωνή:

 - «Βοηθήστε τον Ασπρούλη»
 
 Όλα τα αγγελάκια τρόμαξαν και έτρεξαν γρήγορα να βοηθήσουν τον Ασπρούλη. Μετά ακούστηκε πάλι η φωνή από ψηλά να λέει:

 - «Ελάτε γρήγορα στο τρίτο λευκό συννεφάκι»
 
 Τα αγγελάκια με τα ολόχρυσά φτερά έτρεξαν γρήγορα. Ο Ασπρούλης έφυγε τελευταίος, ολομόναχος και λυπημένος. Ο καλός Θεός έκανε παρατήρηση στα Χρυσούλια για την άσχημη συμπεριφορά τους, λέγοντας τους ότι όχι μόνο δεν θα παίξουν για πέντε μέρες στον Παράδεισο, αλλά δεν θα πηγαινοέρχονται και στη Γη. Στον Ασπρούλη όμως, έδωσε μια αποστολή, να προστατεύει όλα τα παιδάκια στη Γη για πέντε ημέρες. Όταν το άκουσε αυτό ο Ασπρούλης, το πρόσωπο του έλαμψε από περηφάνεια για την ευκαιρία που του δόθηκε και αφού ευχαρίστησε το Θεό για την εύνοια του, άρχισε να χτυπά τα φτερά του όλο ενθουσιασμό.
 
 Μόλις ανέτειλε το επόμενο πρωινό, ο Ασπρούλης ξεκίνησε όλο χαρά για την αποστολή του στη Γη. Πέρασε την λευκή πύλη του Παραδείσου και πέταξε μακριά πολύ μακριά και ψηλά πολύ ψηλά.

 - «Τι όμορφα που φαίνονται όλα από εδώ πάνω», είπε, κάνοντας σβούρες στον ουρανό και χοροπηδώντας από το ένα σύννεφο στο άλλο.

 - «Ασπρούλη πρόσεχε» του είπε ο ήλιος και ξάφνου κρύφτηκε. Τότε γκρίζα σύννεφα μαζεύτηκαν και άρχισε να βρέχει. Τα φτερά του Ασπρούλη άρχισαν να βρέχονται όλο και πιο πολύ μέχρι που έγιναν μούσκεμα και ο Ασπρούλης κλαίγοντας έπεσε πάνω σε ένα λιβάδι γεμάτο παπαρούνες. Μόλις ο άνεμος είδε τον άγγελο να κλαίει, τον λυπήθηκε και είπε στα σύννεφα να σταματήσουν την βροχή. Ανοίγοντας το στόμα του φύσηξε δυνατά, λέγοντας στο μικρό άγγελο:

 - «Δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω με κάθε δυσκολία, χρειάζεται προσπάθεια και υπομονή»

 Τότε τα φτερά του Ασπρούλη στέγνωσαν εντελώς. Το μικρό αγγελάκι σηκώθηκε, ευχαρίστησε τον άνεμο και άρχισε να χτυπά δυνατά τα ολόλευκα φτερά του γεμάτος ενθουσιασμό, συνεχίζοντας το ταξίδι του. Καθώς τα ποδαράκια του προσγειώθηκαν στη Γη, κοίταζε ολόγυρα του να δει που βρίσκεται. Είδε μικρά και μεγάλα παιδιά να παίζουν κρυφτό. Παραπέρα σε μια γωνιά είδε ένα μικρό κοριτσάκι κουλουριασμένο, μόνο και σκυθρωπό. Δεν έπαιζε με τα άλλα παιδάκια, άλλα ούτε τα άλλα παιδάκια του έδιναν σημασία. Η καρδιά του Ασπρούλη σφίχτηκε.

 - «Κάτι πρέπει να κάνω σκέφτηκε».

Πήγε και ψιθύρισε σιγανά, στα αυτιά  όλων των παιδιών χωριστά την λέξη «Αγάπη» και ξαφνικά όλη η γειτονιά γέμισε αστερόσκονη, τα παιδιά έκθαμβα κοίταζαν γύρω γύρω και τότε παρατήρησαν το κοριτσάκι και του ζήτησαν να παίξει μαζί τους. Το κοριτσάκι σηκώθηκε αμέσως όλο χαρά και άρχισαν να παίζουν όλο χαρά όλοι μαζί. Καθώς άρχισε να σκοτεινιάζει πια, ο Ασπρούλης γύρισε στον Παράδεισο, εξουθενωμένος άλλα συνάμα χαρούμενος. Στην είσοδο της πύλης σε μια μηλιά ήταν μαζεμένα τα Χρυσούλια, τραγουδούσαν και παίζανε λύρα και φλάουτο. Μόλις αντίκρυσαν τον Ασπρούλη, σταμάτησαν το τραγούδι και άρχισαν να τον ρωτάνε όλο αγωνία:

 - «Πως ήταν το ταξίδι σου στη Γη; Πες μας Ασπρούλη», ρωτούσαν το ένα μετά το άλλο.

Το μικρό αγγελάκι άρχισε να τους διηγείται με κάθε λεπτομέρεια τις περιπέτειές του και πόσα παιδάκια προστάτευσε, ενώ εκείνα αχόρταγα τον κοιτούσαν στα μάτια όλο ενθουσιασμό, καθώς τα μάτια τους λαμποκοπούσανε σαν γαλάζιες χάντρες. Το επόμενο πρωινό, ο Ασπρούλης άρχισε να ετοιμάζεται για το επόμενο ταξίδι του, γεμάτος αγωνία. Όσο πετούσε ένιωθε τον άνεμο να γαργαλάει τα φτερά του και σκέφτηκε πως κάπως έτσι θα νιώθουν τα πουλιά του ουρανού, ψηλά στους αιθέρες. Από ψηλά μπορούσε να διακρίνει τη χαρά μα και τον πόνο. Αφού τίναξε τα λευκά σανδάλια του στη Γη, διέκρινε παιδιά σε αυλές να παίζουν ευτυχισμένα, άλλα να τρώνε με τις οικογένειές του γύρω από το τραπέζι και άλλα να κοιμούνται.

 - «Υπάρχουν πολλά παιδιά ευτυχισμένα μα και λυπημένα εκεί κάτω» σκέφτηκε, αντικρύζοντας ένα μικρό αγοράκι με κουρελιασμένα ρούχα να χτυπάει τα κουδούνια των γύρω σπιτιών, μα κανείς να μην του δίνει έστω ένα πιάτο φαγητό ή ένα ζεστό ρούχο. Στην άκρη του δρόμου παρατήρησε μια γιαγιά που ερχόταν με το εγγόνι της από το σχολείο. Τότε ο μικρός άγγελος σκέφτηκε πως αυτή είναι η ευκαιρία που έψαχνε. Εμφανίστηκε στη μικρή και της είπε:

 - «Το βλέπεις αυτό το μικρό αγοράκι, που γυρνάει μόνο του μέσα στο κρύο;»

 Το κοριτσάκι έγνεψε καταφατικά το κεφάλι της. Ό άγγελος συνέχισε λέγοντας:

 - «Δεν έχει να φάει, μήτε έχει καινούργια ρούχα, παπούτσια ή παιχνίδια, είναι όμως ένα μικρό παιδάκι, όπως εσύ, που έχει ανάγκη να παίξει, να χαρεί, να νιώσει την καλοσύνη και τη ζεστασιά», είπε ο άγγελος και αμέσως εξαφανίστηκε, αφήνοντας τη φλόγα της καλοσύνης μέσα στην καρδούλα του μικρού κοριτσιού.

Τότε το μικρό κορίτσι χωρίς να σκεφτεί τίποτα, έτρεξε γρήγορα στο αγόρι, λέγοντας του:

 - «Γεια σου με λένε Βασιλική. Εσένα πως σε λένε;»

 - «Με λένε Σταύρο» αποκρίθηκε εκείνος, ξαφνιασμένος.

 - «Θέλεις να γίνουμε φίλοι;» ξαναρώτησε το κοριτσάκι, απλώνοντας το μικρό χεράκι της.

 - «Ναι θέλω πολύ να γίνουμε φίλοι» απάντησε ο μικρός και ένα πέπλο χαράς σκέπασε μονομιάς το γκρίζο πρόσωπό του. Η γιαγιά χωρίς να ρωτήσει το παραμικρό, καλοδέχτηκε με χαρά το αγοράκι και μπήκαν όλοι μαζί στο μικρό σπιτάκι να φάνε. Ο Ασπρούλης χαρούμενος, άρχισε να κουνάει τα πουπουλένια του φτερά ξανά και ξανά, πετώντας ολοένα και πιο ψηλά, πέρα από τον ήλιο που θύμιζε πύρινή μπάλα που έσβηνε σιγά σιγά τη φλόγα του στη θάλασσα. Όταν ο Ασπρούλης έφτασε στον Παράδεισο, είχε πλέον νυχτώσει, τα ποδαράκια του πονούσαν και δεν είχε δύναμη να τινάξει δυνατά τα φτερά του ως συνήθως.

 - «Θα πάω στο ποταμάκι, να δροσιστώ λιγάκι» σκέφτηκε.

 Ό ουρανός θύμιζε βελούδινο πέπλο, τα αστέρια έμοιαζαν με πολύτιμα πετράδια κεντημένα πάνω του και το φεγγάρι σαν τεράστιο φανάρι που ξαγρυπνούσε για να φωτίζει κάθε πλευρά του Παραδείσου ως τα πέρατα της Γης. Ο μικρός άγγελος αφού λούστηκε, άρχισε να πλένει τα φτερά του που ήταν γεμάτα σκόνη. Τότε πέρα από το βασίλειο σε ένα άλλο τόπο, κάτω στη Γη, άρχισε να βρέχει και να βρέχει, αδιάκοπα. Όταν ο άγγελος βγήκε τινάζοντας μια και δυο και τρεις φορές τα πεντακάθαρα φτερά του με ορμή, η βροχή κόπασε. Τότε ένας άνεμος άρχισε χτυπάει τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών και τις φυλλωσιές των δέντρων, κάτω στη Γη, τόσο που οι άνθρωποι αναρωτιόντουσαν, πως προκλήθηκε ξαφνικά τέτοια κακοκαιρία; Ο Ασπρούλης αφού τελείωσε το μπάνιο του, στις μύτες των ποδιών του και με αργά βήματα πήγε στον κοιτώνα του, προσέχοντας μην ξυπνήσει και τα άλλα αγγελάκια. Καταλάθος όμως τα πελώρια φτερά του μάγκωσαν στην πόρτα και άρχισε να φωνάζει:

 - «Βοήθεια, βοήθεια».

Τα αγγελάκια ξυπνήσαν τρομαγμένα το ένα μετά το άλλο και βοήθησαν τον Ασπρούλη που έδειχνε φοβισμένος. Ο μικρός άγγελος, ευχαρίστησε τα Χρυσούλια λέγοντάς τους:

 - «Σας χρωστάω τη ζωή μου, Χρυσούλια μου»

Εκείνα χαμογελώντας, πήγαν κοντά του και τον αγκάλιασαν. Ύστερα άναψαν φωτιά και κάθισαν όλα μαζί γύρω γύρω, ψέλνοντας και τρώγοντας γλυκά και λαχταριστά μούρα. Ένα Χρυσούλι πετάχτηκε λέγοντας:

 - «Ασπρούλη πες μας τι έκανες σήμερα στη Γη;»

 - «Ναι ναι πες μας» άρχισε να ρωτάει το άλλο όλο αγωνία.

 - «Υπάρχει πολλή δυστυχία και κακία εκεί κάτω» είπε ο μικρός άγγελος με λυπημένο ύφος, καθώς τους διηγούταν την σημερινή του εξόρμηση κάτω στη Γη. Τα Χρυσούλια τον άκουγαν εκστασιασμένα όπως πάντα. Οι ώρες κύλησαν σαν νερό, ο ήλιος είχε άρχισε σιγά σιγά να ξεπροβάλλει το φωτεινό του πρόσωπο, τα αγγελάκια είχαν αποκοιμηθεί όλα ένα προς ένα δίπλα στο ποταμάκι, άλλα μπρούμυτα και άλλα ανάσκελα, με τα πελώρια φτερά τους να ανεμίζουν. Όταν ξαφνικά ήχησαν οι χρυσές σάλπιγγες των Αρχαγγέλων, σηκώθηκαν όλα μονομιάς σαν ελατήρια.

 - «Πρέπει να πάμε στο μάθημα» είπε ένα Χρυσούλι βαριεστημένο.

 - «Νυστάζω» έλεγε το άλλο, ενώ ο Ασπρουλής κοιμόταν βαθιά, πολύ βαθιά, τόσο βαθιά που δεν ξυπνούσε με τίποτα. Τα μικρά αγγελάκια τον σκουντούσαν για να  ξυπνήσει, αλλά μάταια.

 - «Πρέπει να ξύπνησει επειγόντως» είπε ένα Χρυσούλι.

 - «Πρέπει να ολοκληρώσει την αποστολή του κάτω στη Γη» είπε το άλλο γεμάτο ανησυχία.

 - «Έχω μια ιδέα» πετάχτηκε το άλλο αγγελάκι καθώς τα μάτια του λάμπανε σαν μπλε διαμαντένιες πέτρες.

Όλα τα αγγελάκια, άρχισαν να κάνουν ένα κύκλο, ψέλνοντας θείους ύμνους και μελωδίες. Τότε περιστέρια, χελιδόνια και κάθε λογής πουλιά άρχισαν να πετάνε πάνω από τα κεφάλια των μικρών αγγέλων για να ακούσουν την γλυκιά φωνούλα τους, τα λουλούδια ανοιγόκλειναν τα πέταλα τους θαρρείς και χόρευαν, ο ήλιος έλαμπε ολοένα και πιο πολύ, ζεσταίνοντας κάθε γωνιά της γης και του Παραδείσου. Η μελωδία ξύπνησε τον Ασπρούλη που κοιμόταν του καλού καιρού. Βλέποντας τα Χρυσούλια να χορεύουν, ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του και δίχως να πει λέξη, μπήκε και εκείνος στο χορό. Ολάκερος ο Παράδεισος άρχισε να ευωδιάζει γιασεμί πέρα ως πέρα. Οι σάλπιγγες των Αρχαγγέλων ήχησαν για ακόμη μια φορά και τα αγγελάκια συνάχθηκαν. Είχαν ήδη αργήσει στο μάθημα και ο Ασπρούλης έπρεπε να κατέβει στη Γη για τελευταία φορά, καθώς σήμερα ολοκλήρωνε την αποστολή του. Αφού χαιρέτησε τα Χρυσούλια, τίναξε δυνατά τα μεγάλα και πουπουλένια φτερά του και χάθηκε μέσα στα αφράτα σαν σαντιγί σύννεφα, καλημέρισε τον ήλιο, χόρεψε με τον άνεμο και έκανε αγώνες με τους αετούς, γύρω από τον γαλανό ουρανό. Ένα σπουργίτι, τον πλησίασε ψιθυρίζοντας του στο αυτί και δείχνοντας του τον βορρά του είπε:

 - «Ακολουθήσε με»

Τότε ο Ασπρούλης άλλαξε αμέσως κατεύθυνση ακολουθώντας το σπουργίτι. Ό άγγελος, προσγειώθηκε σε ένα σχολείο παιδιών, όπου ένα προσφυγόπουλο που τον έλεγαν Καμράν ήταν ο νέος μαθητής της τάξης. Η δασκάλα υποδέχτηκε τον Καμράν στην τάξη λέγοντας σε όλα τα παιδιά να τον καλωσορίσουν. Άλλα τον καλωσόρισαν με βαριεστημένο ύφος και άλλα δεν μίλησαν καθόλου, ψιθυρίζοντας το ένα με το άλλο. Στο διάλλειμα κάποια παιδιά παίζανε κρυφτό. Μόνο ο Καμράν καθόταν σε μια γωνία μόνος του. Κανείς δεν τον έπαιζε. Κάποιοι συμμαθητές του τον κορόιδευαν, λέγοντας:

 - «Καμραν; Τι όνομα είναι αυτό;»

 - «Να πας στη χώρα σου, δεν σε θέλουμε εδώ».

 Το προσφυγόπουλο ξέσπασε σε κλάματα. Τότε ο μικρός άγγελος, αποφάσισε να επέμβει. Πήγε στον Αμιρι, ένα άλλο προσφυγάκι που καθόταν παραπέρα, φωτίζοντας το πνεύμα του, του έδωσε θάρρος και δύναμη να υπερασπιστεί τον φίλο του.

 - «Ξέρετε τι είναι να βλέπετε να πέφτουν βόμβες παντού; Και να μην έχετε που να πάτε;» είπε ο Αμίρι, και τότε όλα τα παιδιά σώπασαν.

 - «Έχετε ξαγρυπνήσει ποτέ μόνο με τη σκέψη ενός παγωτού; Ξυπνώντας πεινασμένοι;».

Τα παιδιά ακούγοντας όλα αυτά λυπήθηκαν τόσο που όχι μόνο ζήτησαν συγνώμη από τα δύο προσφυγάκια, άλλα άνοιξαν την αγκαλιά τους και γίνανε όλα ένα. Ο Ασπρούλης αναχώρησε και πάλι για τους ουρανούς, πλημμυρίζοντας από χαρά που ολοκλήρωσε την αποστολή του με επιτυχία. Στον Παράδεισο τον περίμενε μια έκπληξη, συνοδευόμενη από φρούτα, μέλι, τραγούδια και χορούς. Τα Χρυσούλια περίμεναν τον Ασπρούλη, φορώντας το λαμπερό τους φωτοστέφανο. Όταν ήρθε ο μικρός άγγελος, όλα τα αγγελάκια τον χειροκρότησαν και τον αγκάλιασαν θερμά. Ο καλός Θεός του ανακοίνωσε ότι ως ανταπόδοση για την ολοκλήρωση της αποστολής του, αποφάσισε να του δώσει μια ευκαιρία, στέλνοντας τον στη Γη. Ο άγγελος ευχαρίστησε το Θεό για την γενναιοδωρία του, ξεσπώντας σε δάκρυα χαράς.
  

ΤΕΛΟΣ

*ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΑΝΗΨΙΟ ΜΟΥ
              ΣΤΑΥΡΟ*

Κείμενο-Εικονογράφηση: Μαρία Στέλλα Τσάτση

Εικόνα παραμυθιού: www.paidika-paramythia.gr / Pixabay

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.8 (162 ψήφοι)