Πωλούνται παιδικά παπούτσια τελείως αφόρετα

Συγγραφέας παραμυθιού

Παπούτσια μεταχειρισμένα εντελώς ολοκαίνουρια! Χρόνια τώρα η ίδια ταμπέλα στο μαγαζάκι του κυρίου Γεράσιμου, στην οδό Αιόλου, στο κέντρο της Αθήνας. Πίσω της μια βιτρίνα με κάθε λογής καλογυαλισμένα, καμαρωτά, παιδικά παπούτσια σαν να ξανασυστήνονται στους υποψήφιους πελάτες, αφού εκεί που ήταν για πέταμα ο κύριος Γεράσιμος τους δίνει μια δεύτερη ευκαιρία. Μια ζωή ολόκληρη στο εργαστήρι του, μεταποιώντας μεταχειρισμένα παπούτσια και πουλώντας τα σε τιμή ευκαιρίας. "Ήτανε νιος και γέρασε" όπως λέει χαριτολογώντας στους πελάτες του.

Τις τελευταίες μέρες η χαρά του απερίγραπτη. Περπατάει και πετάει. Φτιάχνει τα παπούτσια και τραγουδάει.

- Τι όλο τραγουδάς Γεράσιμε, τον ρώτησε ο βιβλιοπώλης που έχει ακριβώς δίπλα το μαγαζί του. Μπας και κέρδισες κανά λαχείο και σκοπεύεις να μας αφήσεις;

- Τι λαχείο μωρέ Αντρέα; Εγώ σε λίγες εβδομάδες θα έχω στην αγκαλιά μου τον θησαυρό όλου του κόσμου! Ο εγγονός μου! Ο Θοδωρής μου, έρχεται! Έναν ολόκληρο χρόνο έχω να τον δω! Έναν ολόκληρο χρόνο και τα μάτια του γυάλισαν τόσο που με το ζόρι κρατήθηκε ένα δάκρυ και δεν κύλησε στο μάγουλό του.

- Άντε καλώς να ορίσει, απάντησε ο κύριος Αντρέας φεύγοντας.

Έναν χρόνο μετά τη γέννησή του μικρού Θοδωρή οι γονείς του μετακόμισαν στη Γερμανία και έτσι παππούς και εγγονός βρίσκονται γιορτές και καλοκαίρια. Αυτός είναι και ο καημός του κυρίου Γεράσιμου. Από την ώρα όμως που άκουσε «Πατέρα ερχόμαστε» έπιασε δουλειά.

«Θα φτιάξω στον Θοδωρή μου τα καλύτερα μποτάκια! Εντελώς καινούρια!» Και άντε πάλι δουλειά και τραγούδι.

Οι μέρες περνούσαν και τα παπούτσια φτιάχτηκαν. Τα έβαλε μέσα σε ένα γαλάζιο κουτί τυλίγοντάς το με μια φαρδιά λευκή κορδέλα. Τρεις μέρες είχαν απομείνει μέχρι να τους σφίξει όλους στην αγκαλιά του και μόλις λίγα λεπτά για να αλλάξουν όλα.

Ντριιιν, ντριιιν….

- Πατέρα,…. και μετά σκόρπιες λέξεις τριγυρνούσαν στο κεφάλι του κυρίου Γεράσιμου που τον έκαναν να κλαίει σαν παιδί. «Λυπάμαι, δε θα μπορέσουμε, ο συνάδελφος, στις επόμενες γιορτές…».

Πιο δίπλα, το γαλάζιο κουτί.

Σαν στέγνωσαν τα δάκρυά του έβγαλε τα μποτάκια από μέσα και τα έβαλε στη βιτρίνα. Δίπλα τους σε μια ταμπελίτσα έγραψε: «Πωλούνται παιδικά παπούτσια τελείως αφόρετα».

Μέρες αργότερα, ένα λεπτοκαμωμένο, μελαχρινό αγόρι στάθηκε μπροστά στη βιτρίνα και κάρφωσε τα μάτια του πάνω τους. Ήρθε κι άλλες φορές. Κάποια στιγμή ο κύριος Γεράσιμος το πλησίασε. Ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό του. Το κρύο τσουχτερό και δυο γυμνά πατουσάκια προσπαθούσαν να στριμωχτούν σ’ ένα ζευγάρι καλοκαιρινά πέδιλα.

Παιδι

- Πώς σε λένε; τον ρώτησε.

- Aykut. (Αiκούτ)

- Aykut, επανέλαβε ο κύριος Γεράσιμος.

- “Δώρο” στα ελληνικά, απάντησε το αγόρι.

- Σαν τον Θοδωρή μου. “Δώρο Θεού”, είπε συγκινημένος εκείνος. Λοιπόν, για να δούμε αν αυτά τα μποτάκια σου κάνουν, είπε αποφασιστικά βγάζοντάς τα από τη βιτρίνα. Το αγόρι τα δοκίμασε.

- Για σένα είναι τελικά. Ο Θοδωρής θα χαρεί πολύ. Το αγόρι άνοιξε τα χέρια του και τον αγκάλιασε σφίγγοντάς τον με όση δύναμη είχε.

- Σιουκράν, σιουκράν κύριε, ευχαριστώ, ευχαριστώ…

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Τζένη Μαλανδρένη

Εικονογράφηση: www.paidika-paramythia.gr

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.5 (20 ψήφοι)