Ένα δώρο για τον Άγιο Βασίλη

Συγγραφέας παραμυθιού

Έφτασε επιτέλους η στιγμή που περίμεναν μικροί και μεγάλοι! Όπου και να έπεφτε το βλέμμα σου έβλεπες στολισμένα μαγαζιά, δρόμους, φωτάκια, χριστουγεννιάτικα δέντρα, μουσικές και ένα πλήθος από Άγιους Βασίληδες.

Ήταν πολλοί και παντού. Όλοι προσπαθούσαν να μιμηθούν τον πραγματικό, εκείνον που όλον τον χρόνο δουλεύει σκληρά μαζί με τα ξωτικά του για να χαρίσει απλόχερα χαμόγελα στα μικρά παιδιά που τόσο αγαπάει. Κανένας δεν μπορούσε να το καταφέρει όμως. Ο Άγιος Βασίλης είναι μοναδικός, αναντικατάστατος και δεν τον βλέπει ποτέ κανείς γιατί είναι τόσο ντροπαλός και συνεχώς θέλει να κρύβεται. Του αρκεί να βλέπει τα χαμόγελα των μικρών του φίλων από μια γωνία, όταν ανοίγουν τα δώρα τους.

Εκείνη η χρόνια, όμως, ήταν ξεχωριστή. Ο Άγιος Βασίλης είχε γεράσει τόσο πολύ που δεν είχε δύναμη να εργαστεί σκληρά για να φτιάξει τα δώρα των παιδιών. Τα μάτια του ήταν τόσο κουρασμένα που με δυσκολία κατάφερε να διαβάσει τα δυο πρώτα γράμματα που έλαβε κι ύστερα τα παράτησε όλα στο τραπέζι. Τα πόδια του δεν του επέτρεπαν να ανεβαίνει στο έλκηθρο με ένα σάλτο, όπως έκανε πάντα, ούτε μπορούσε να σκαρφαλώνει στις καμινάδες των σπιτιών.

«Άγιε Βασίλη, με μεγάλη λύπη σου ανακοινώνω πως δεν είναι δυνατό πια να δουλεύεις. Θα έρθει ένας νέος στη θέση σου, εσύ είσαι πια άχρηστος για αυτή τη δουλειά» είπε αυστηρά το αφεντικό του Αγίου Βασίλη και τον έδιωξε από το εργοστάσιο με τα δώρα.

Ανήμπορος εκείνος να πει έστω μια λέξη, μάζεψε τα κομμάτια του και με μικρά βήματα πήγαινε προς το σπίτι του.

- «Άγιε Βασίλη, περίμενε! Θα σε πάμε εμείς!» του είπε ένας από τους μικρούς του ταράνδους

- «Γέρασα πια, μικρό μου. Δεν μπορώ να ανέβω στο έλκηθρο» είπε ο Άγιος Βασίλης με βουρκωμένα μάτια

Οι τάρανδοι τον κοίταξαν με περιέργεια, και ο Άγιος Βασίλης άκουσε έναν να ψιθυρίζει: «Είναι αλήθεια όσα λένε τελικά. Είναι πραγματικά άχρηστος πια!»

Τα λόγια αυτά τον πλήγωσαν βαθιά και έβαλε τα δυνατά του να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο σπίτι του. Μόλις έφτασε, όμως, αντίκρισε στη θέση του έναν νέο Άγιο Βασίλη να απολαμβάνει τη ζεστή σοκολάτα στο τζάκι του.

- «Ποιος είσαι εσύ;» του φώναξε από μακριά

- «Ήμουν σίγουρος πως θα έρθεις, γέρο. Είμαι ο νέος Άγιος Βασίλης, το σπίτι σου πια είναι δικό μου. Φύγε από δω, μας είσαι πια άχρηστος!» του φώναξε εκείνος κι ο Άγιος Βασίλης, ο αληθινός, ο αναντικατάστατος πέρασε όλο το βράδυ τυλιγμένος με μια κουρελού πάνω σε ένα πεταμένο χαρτόκουτο. Δεν ήταν πια ικανός για τίποτα, έτσι έλεγαν όλοι και τον είχαν κάνει να το πιστεύει κι ο ίδιος.

Ξημέρωσε. Χιόνιζε κι έκανε τόσο πολύ κρύο που με δυσκολία έβλεπες δυο ανθρώπους να περπατούν. Όλοι ήταν με τις οικογένειες τους στα ζεστά σπίτια τους. Τα παιδιά, όμως, όπως κάθε χρόνο είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και ζέσταιναν την κρύα ατμόσφαιρα με τις γλυκές φωνές τους που τραγουδούσαν τα κάλαντα των Χριστουγέννων.

Ο Άγιος Βασίλης δεν μπορούσε να ακούσει το τραγούδι τους, δεν άκουγε καλά πια, όμως τον ξύπνησε μια μεγάλη στρογγυλή χιονόμπαλα που έριξε κατά λάθος ένα μικρό παιδί στο μέτωπό του.

- «Εσύ εκεί! Εσύ είσαι ο Άγιος Βασίλης!» άρχισε να φωνάζει με μανία το αγοράκι και σε κλάσματα δευτερολέπτου όλοι συγκεντρώθηκαν γύρω του. Ο Άγιος Βασίλης τα έχασε, δεν ήξερε τι να τους πρωτοπεί, ένιωθε μεγάλη ντροπή που τον έβλεπαν έτσι.

- «Παιδιά μου καλά, δεν είμαι πια εγώ ο Άγιος Βασίλης. Μπήκε άλλος στη θέση μου, εγώ είμαι πια άχρηστος. Γέρασα.»

Τα μικρά παιδιά τον κοίταγαν λυπημένα, κανένα δεν απάντησε κι έφυγαν βιαστικά. Η καρδιά του ήταν έτοιμη να σπάσει και άρχισαν να στάζουν από τα γαλανά του μάτια δάκρυα που έπαιρναν τη μορφή μικροσκοπικών κρυστάλλων από το κρύο. «Απογοήτευσα τα παιδιά μου» σκεφτόταν και η λύπη του γινόταν όλο και μεγαλύτερη

Ξαφνικά, είδε από μακριά την ίδια παρέα παιδιών να τρέχουν προς το μέρος του κρατώντας μεγάλες σακούλες.

- «Άγιε Βασίλη, δεν είσαι άχρηστος για μας. Μας χάρισες τα πιο υπέροχα δώρα, δούλεψες τόσο σκληρά για μας κάθε χρόνο, μας έκανες χαρούμενους και δε μας ξέχασες ποτέ! Φέτος, που τα πόδια σου δε σε κρατάνε πια, δε βλέπεις και δεν ακούς, δεν έχεις πια δύναμη να μας μοιράσεις δώρα και χαρά, πήραμε εμείς τη θέση σου και σου πήραμε δώρα! Πολλά δώρα! Γιατί για μας όσο κι αν γεράσεις θα είσαι για πάντα ο αγαπημένος μας Άγιος Βασίλης και με την ίδια προσμονή θα σε περιμένουμε κάθε χρόνο κι ας ξέρουμε πως δεν μπορείς να έρθεις, όσο κι αν το θες.»

Ο Άγιος Βασίλης σαστισμένος δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά και τον ενθουσιασμό που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Άρχισε να ανοίγει τα δώρα του. Μέσα σε κάθε σακούλα βρισκόταν ένα μικρό χαρτί. Τα παιδιά του είχαν ετοιμάσει ένα πρόγραμμα εορτών, φαγητό με τις οικογένειες τους, βόλτες στη στολισμένη πόλη, πολλές αγκαλιές, ατέλειωτες ώρες μπροστά στο τζάκι με όλη την παρέα κι άλλες τόσες όμορφες δραστηριότητες για να του φτιάξουν το κέφι. Σκέφτηκαν πως θα ήθελε να περάσει τις γιορτινές μέρες με ανθρώπους που τον αγαπούν κι έτσι δεν τον άφησαν στιγμή μόνο του.

Το αφεντικό του μετάνιωσε την πράξη του και τον άφησε ζητώντας του συγχώρεση να επιστρέψει στο σπίτι και στους αγαπημένους του ταράνδους. Ο νέος Άγιος Βασίλης άκουγε πια τις συμβουλές του και τον έκανε βόλτες με το έλκηθρο όταν ήθελε να δει τις χαρούμενες φατσούλες των παιδιών που έπαιρναν τα δώρα τους.

Η ζωή του έγινε και πάλι χαρούμενη, εκείνα τα παιδιά, με τη γλυκύτητα και την αθωότητα τους, δεν ένιωσαν στιγμή πως η ηλικία του τον είχε αχρηστεύσει. Αντίθετα, εκτίμησαν κάθε μικρή πράξη που είχε κάνει για αυτά και την ανταπέδωσαν.

Άλλωστε, αυτό είναι και το πνεύμα των Χριστουγέννων για όλους μας. Η ανιδιοτελής αγάπη, η εκτίμηση, ο σεβασμός, η αλληλοβοήθεια και οι αγκαλιές γεμάτες συναισθήματα.

Έτσι κι ο Άγιος Βασίλης καταφέρνει μέχρι σήμερα, με μοναδικό λάφυρο την αγάπη, να χαρίζει απλόχερα χαμόγελα σε όλα τα παιδιά. Κι ας είναι γέρος. Η αγάπη στην ψυχή δε γερνάει ποτέ! Και τα παιδιά το γνωρίζουν καλύτερα απ τον καθένα…

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Κάτια Σταύρου
Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.3 (23 ψήφοι)