Είσαι για μια κόντρα;

Συγγραφέας παραμυθιού

- Όχι! Όχι, σε λέω, ξέχασε το!

- Έλα, Τζίνα, σε παρακαλώ! Τόσες μέρες έχω έρθει εδώ και δεν έχει γίνει τίποτα συναρπαστικό.

- Δε με λες, Ορφέα, σαν τι ήθελες να γίνει;

- Θεέ μου, αν συνεχίσεις να μιλάς με αυτή την προφορά θα σου κορνάρω τόσο δυνατά που θα σπάσουν τα τζάμια απ’ τους καθρέπτες σου!

- Τόλμα! Και θα πατήσω μια στην εξάτμιση όλη δική σου! Έτσι μιλάμε εμείς στη Θεσσαλονίκη, αν δε σ’ αρέσει οι πόρτες είναι ανοιχτές κι οι ρόδες μου σκασμένες!

- Αλίμονο! Αφού από όταν ήρθες δεν κάνεις βήμα. Ένα ράγισμα στο πρόσωπο έχεις, Τζίνα, δεν είναι δα και κάτι τόσο σοβαρό για να στέκεσαι όλη μέρα με το χειρόφρενο μέχρι τ’ αυτιά.

- Άκου να μαρσάρεις, Ορφέα, δικό μου είναι το τζάμι κι ό,τι θέλω το κάνω! Έτσι μ’ αρέσει εμένα, να ‘ναι αυτό σπασμένο και το κορμί μου σταθμευμένο!

Οι φωνές τους ακούγονταν σε όλο το συνεργείο και όλα τ' άλλα αυτοκίνητα είχαν κουραστεί τόσο πολύ απ’ τους καθημερινούς τσακωμούς τους που πια αδιαφορούσαν παντελώς. Η Τζίνα και ο Ορφέας ήταν σε όλα αντίθετοι. Το μοναδικό κοινό στοιχείο τους ήταν το χρώμα τους που έμοιαζε αρκετά, αν και πάλι γινόταν αιτία τσακωμού για τους δυο τους.

- Το δικό σου, αγάπη μου, δεν είναι μπλε! Είναι ξεθωριασμένο!

- Δεν έχουμε όλοι πλούσιους ιδιοκτήτες να μας προσέχουν, Τζίνα!

- Ωωωωχ! Σταματήστε πια! Ακούστηκε η φωνή του Σωκράτη, του γιου του ιδιοκτήτη, που είχε το συνεργείο. Ο Σωκράτης είχε το χάρισμα και μπορούσε να ακούσει τα αυτοκίνητα να μιλάνε. Τα φυσιολογικά αυτοκίνητα. Γιατί η Τζίνα και ο Ορφέας δε μιλούσαν ποτέ. Μόνο φώναζαν ο ένας στον άλλον.

- Τι σε κάναμε πάλι; ρώτησε νευριασμένα η Τζίνα

- Φωνάζετε και μαλώνετε συνεχώς, Τζίνα. Ενοχλείτε συνέχεια τα αυτοκίνητα που βρίσκονται γύρω σας κι όταν τα παίρνουν οι ιδιοκτήτες τους πετάνε από χαρά. Εσάς γιατί δεν σας έχουν πάρει ακόμα;

Οι καθρέπτες της Τζίνα σχεδόν ραγίσαν απ' τη στεναχώρια της και οι υαλοκαθαριστήρες του Ορφέα σταμάτησαν να γυρνάνε ασταμάτητα.

- Τι έγινε; ρώτησε ο Σωκράτης

- Το δικό μου αφεντικό δε ζει πια. Για αυτό με έφεραν εδώ, απάντησε με τρεμάμενη φωνή ο Ορφέας

- Κι οι δικοί μου με έστειλαν για παλιοσίδερα ή κάτι τέτοιο. Πήραν άλλο αυτοκίνητο, με βαρέθηκαν.

Όλα τα αυτοκίνητα είχαν μείνει σαστισμένα και τους κοιτούσαν. Ο Σωκράτης ένιωσε πολύ άσχημα που τους έκρινε χωρίς να γνωρίζει τι έχουν περάσει κι αμέσως τους ζήτησε συγγνώμη.

- Συγγνώμη, παιδιά. Δεν ήξερα.

Και ξαφνικά, άρχισε ξανά ο χαμός!

- Για κάτσε! Δηλαδή εσύ νομίζεις ότι επειδή δεν έχεις πια αφεντικό θα σε λυπηθούμε; Δε σφάξανε! Φώναξε η Τζίνα στον Ορφέα κι εκείνος άρχισε ξανά να κουνάει δυνατά τους υαλοκαθαριστήρες.

- Όχι πάλι! Ορφέα μην απαντάς, πετάχτηκε ένα μικρό σαραβαλάκι από δίπλα.

- Ποιος σε μίλησε εσένα; αντιμίλησε πάλι η Τζίνα και σταμάτησε κατευθείαν όταν ο Ορφέας άρχισε να κορνάρει με μανία.

- Είσαι για μια κόντρα; της φώναξε.

- Τι με λες καλέ; Χαζός είσαι; Εδώ δεν μπορούμε να κουνήσουμε τις ρόδες μας, θες και κόντρες; Του απάντησε με νεύρα η Τζίνα

- Τζινάκι, φοβάσαι να χάσεις; Όλα στη ζωή είναι. Ρίξε λίγο γκάζι!

- Θα πω εγώ ο ίδιος στον πατέρα μου να σας κάνει σαν καινούριους κι έπειτα θα δούμε ποιος είναι ο καλύτερος! πρότεινε ο Σωκράτης και όλοι συμφώνησαν.

Έτσι έγινε, λοιπόν. Ο κυρ Ανέστης που είχε το συνεργείο έφτιαξε πολύ γρήγορα τους δύο μάχιμους αντιπάλους και ήταν όλοι έτοιμοι για το μεγάλο αγώνα.

- Είσαι για μια κόντρα, Τζίνα; ρωτούσε επίμονα ο Ορφέας την αντίπαλο του με στόχο να της σπάσει εντελώς τα φρένα και να την αγχώσει.

- Είμαι! Γκάζωσε αν σου βαστάει! απαντούσε πάντοτε ετοιμοπόλεμη εκείνη και ξεκινούσαν πάλι να τσακώνονται.

Η μέρα του αγώνα έφτασε και τα δυο αυτοκίνητα είχαν πάρει θέσεις. Κι οι δύο εξίσου αγχωμένοι, θέλοντας όσο τίποτα άλλο να νικήσουν τον αντίπαλο για να πάρουν την βενζίνη τους πίσω.

Ο Σωκράτης ήταν έτοιμος να πατήσει την κόρνα και οι εξατμίσεις των αντιπάλων έβγαζαν σπίθες.

- ΜΠΑΜ! Ακούστηκε η κόρνα και η Τζίνα μάρσαρε τόσο γρήγορα και δυνατά που απομακρύνθηκε τουλάχιστον διακόσια μέτρα. Ακολούθησε ο Ορφέας, εξίσου γρήγορα, αλλά όπως έλεγε, είχε τεχνική και άφηνε το καλύτερο για το τέλος. Έτρεχαν κι έτρεχαν, προσπερνούσαν ο ένας τον άλλον, πατούσαν ασταμάτητα κόρνες, έβγαζαν χωρίς να το καταλαβαίνουν φλας, άνοιγαν τα παράθυρα και φώναζαν έτοιμοι να εκραγούν. Και τέλος. Έφτασαν. Μαζί. Την ίδια στιγμή, το ίδιο δευτερόλεπτο, στο ίδιο σημείο.

- Δεν το πιστεύω! φώναξε ο Ορφέας τόσο δυνατά που τον άκουσαν όλα τα συνεργεία της χώρας.

- Εγώ νίκησα! Εγώ δε νίκησα; περίμενε ανυπόμονα να ακούσει ένα «ναι» από το στόμα του Σωκράτη η Τζίνα

- Κανένας δε νίκησε, Τζίνα! Τερματίσατε την ίδια στιγμή, όπως περιμέναμε όλοι. Γιατί είστε τόσο ίδιοι σε όλα που αν δεν ήσασταν και σε αυτό κάτι θα πήγαινε λάθος. Όσο κι αν αρνείστε πεισματικά να το πιστέψετε είστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Τα φανάρια σας αναβοσβήνουν σαν ένα! Η κόντρα σας απέδειξε πόσο ταιριάζετε, αν και θα έπρεπε να το είχατε ήδη καταλάβει.

Τον κοιτούσαν σαστισμένοι ενώ συνειδητοποιούσαν πόσο δίκιο είχε. Κοιτάχτηκαν βαθιά, χαμογέλασαν στοργικά ο ένας στον άλλο και αγκαλιάστηκαν ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες τους.

- Σου ζητώ συγγνώμη για όσα είπα, Τζινάκι! χαμογέλασε ο Ορφέας.

- Κι εγώ, Ορφέα μου. Αν και πάντα θα με εκνευρίζουν οι φθηνές σου ζάντες.

- Δε διορθώνεσαι με τίποτα!

- Δε με λες! Θα αντιμιλήσεις κι από πάνω; Άρχισαν και πάλι να φωνάζουν και να κορνάρουν ασταμάτητα. Κι αυτό γινόταν κάθε μέρα. Γιατί όσο κι αν ταίριαζαν, ακόμα κι αν έφτασε η στιγμή που το κατάλαβαν, συνέχιζαν να λατρεύουν το πείραγμά τους. Και από τότε ακόμη τσακώνονται και γεμίζουν με νεύρα τον Σωκράτη που δεν αντέχει άλλο τις φωνές τους.

Σε εκείνο το συνεργείο που γνωρίστηκαν, εκεί θα αφήσουν την τελευταία τους εξάτμιση, αγαπημένοι αλλά ταυτόχρονα νευριασμένοι ο ένας με τον άλλο. Γιατί έμαθαν απ την πρώτη μέρα ότι η αγάπη θέλει γκάζι! Όποιος της βάζει φρένα χάνει την κόντρα στη ζωή!

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Κατερίνα

Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 5 (16 ψήφοι)